Για δραματική αύξηση των ρατσιστικών επιθέσεων στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα κάνει λόγο το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, επισημαίνοντας ότι τα περιστατικά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας δεν αντανακλούν την πραγματική έκταση του φαινομένου στη χώρα.
Τα μέλη του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, που σήμερα ανέρχονται σε 23 μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους φορείς κατέγραψαν 87 περιστατικά ρατσιστικής βίας-βάσει της οικειοθελούς μαρτυρίας του θύματος- στην περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2012.
Από τα 87 περιστατικά, τα 83 έγιναν σε δημόσιους χώρους και αφορούν σωματικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών ενώ οι τύποι των εγκληματικών πράξεων είναι κυρίως βαριά σωματική βλάβη (σε 50 περιστατικά) και απλή σωματική βλάβη (30 περιστατικά). Καταγράφηκαν επίσης 2 περιπτώσεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και εμπρησμών εναντίον επιχειρήσεων ή κατοικιών αλλοδαπών, όπως η περίπτωση εμπρησμού ενός κομμωτηρίου Πακιστανού υπηκόου στη Μεταμόρφωση καθώς και η επίθεση με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σε συγκεκριμένο οίκημα που διαμένουν Σύριοι πρόσφυγες στην περιοχή του Νέου Κόσμου.
Τα 73 περιστατικά έλαβαν χώρα στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε περιοχές του κέντρου όπως ο Άγιος Παντελεήμονας, η Αττική, η πλατεία Αμερικής και άλλες περιοχές γύρω από την Ομόνοια, ενώ καταγράφηκαν 5 περιστατικά στην Πάτρα και 3 στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά.
Τα θύματα ήταν κυρίως από το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές, τη Γουινέα, το Πακιστάν και τη Σομαλία. Από αυτούς, 29 ήταν αιτούντες άσυλο, 2 αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, 7 με άδεια παραμονής, ενώ 43 ήταν χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή υπό καθεστώς απέλασης (σε 6 περιπτώσεις το καθεστώς του θύματος είναι άγνωστο).
Σε 84 εκ των 87 περιστατικών τα θύματα αναφέρουν ως λόγο της επίθεσης το γεγονός ότι ήταν αλλοδαποί και ότι στοχοποιήθηκαν είτε λόγω του χρώματός τους, είτε λόγω κάποιου άλλου χαρακτηριστικού που αποκάλυπτε την αλλοδαπότητά τους (στις περιπτώσεις επίθεσης κατά γυναικών, και τα δύο θύματα πιστεύουν ότι στοχοποιήθηκαν επειδή φορούσαν μαντίλα). Στην πλειοψηφία των περιστατικών ο λόγος επίθεσης έγινε αντιληπτός από τα θύματα καθώς οι επιθέσεις συνοδεύονταν από λεκτικές ύβρεις και απειλές κατά των αλλοδαπών.
Όσον αφορά στους δράστες, πάντα σύμφωνα με τις μαρτυρίες των θυμάτων, σε 48 περιστατικά τα θύματα των επιθέσεων πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες. Πολλές φορές τα θύματα περιγράφουν τους δράστες να κινούνται οργανωμένα σε ομάδες (σε 85 εκ των 87 περιστατικών εμπλέκονται περισσότεροι του ενός δράστες), ντυμένοι με μαύρα ρούχα και ενίοτε με στρατιωτικά παντελόνια, φορώντας κράνη ή έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους, ενώ έχει καταγραφεί η συμμετοχή ανηλίκων σε σχετικές επιθέσεις. Οι περισσότερες επιθέσεις γίνονται μετά τη δύση του ηλίου. Αναφέρεται ως πολύ συνηθισμένη πρακτική η «περιπολία» από μαυροφορεμένους μοτοσικλετιστές, ως αυτόκλητες ομάδες πολιτοφυλακής, οι οποίοι επιτίθενται σε πρόσφυγες και μετανάστες στο δρόμο, σε πλατείες ή σε στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς. Μέλη των ομάδων σταματούν και ρωτούν τους αλλοδαπούς την προέλευσή τους και στη συνέχεια επιτίθενται. Τα θύματα μιλούν για περιοχές στην Αθήνα που αποτελούν πραγματικό άβατο λόγω του φόβου των επιθέσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα θύματα των επιθέσεων ή οι μάρτυρες ανέφεραν ότι ανάμεσα στους δράστες των επιθέσεων αναγνώρισαν άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή φόραγαν διακριτικά της οργάνωσης, είτε επειδή τα πρόσωπά τους συνδέονται με δημόσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης στην περιοχή.
Σε πολλά περιστατικά τα θύματα αναφέρουν τη χρήση όπλων κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, όπως ρόπαλα, σιδηρολοστούς, πτυσσόμενα γκλομπ, αλυσίδες, σιδηρογροθιές, μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια, ενώ έχει καταγραφεί η πανομοιότυπη χρήση μεγαλόσωμων σκύλων σε ομάδα που δρα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και της πλατείας Αττικής.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα 15 περιστατικά όπου συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία. Πρόκειται για περιστατικά στα οποία ένστολοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και σε επιχειρήσεις ρουτίνας, καταφεύγουν σε έκνομες ενέργειες και πρακτικές άσκησης βίας. Καταγράφηκαν επίσης περιπτώσεις προσαγωγών στα αστυνομικά τμήματα, κράτησης και κακομεταχείρισης για ορισμένο χρονικό διάστημα κάποιων ωρών, καθώς και η καταστροφή νομιμοποιητικών εγγράφων.
Όσον αφορά την επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές της χώρας και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, μόνο 11 θύματα ανέφεραν ότι έχουν προβεί σε σχετικές ενέργειες ενώ 14 θα το επιθυμούσαν. Οι υπόλοιποι δεν θα ήθελαν να προβούν σε καμία περαιτέρω ενέργεια είτε επειδή δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα και κατά συνέπεια θα κρατηθούν προς έκδοση απόφασης απέλασης, είτε επειδή δεν πιστεύουν ότι θα βρουν δικαιοσύνη.