154 περιστατικά ρατσιστικής βίας καταγράφηκαν το 2012, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας. Τα περιστατικά αυτά αφορούσαν 151 αλλοδαπούς και 3 Ευρωπαίους πολίτες (1 πολίτη Βουλγαρίας, 1 πολίτη Ρουμανίας και 1 Έλληνα). Η πλειονότητά τους συνίσταται σε σωματικές επιθέσεις, ενώ οι τύποι των εγκληματικών πράξεων είναι κυρίως βαριές σωματικές βλάβες και απλές σωματικές βλάβες.
Ρατσιστικές επιθέσεις και με σκυλιά
Σε 91 περιπτώσεις, τα θύματα των επιθέσεων πιστεύουν ότι οι δράστες συνδέονται με εξτρεμιστικές ομάδες, γεγονός που προκύπτει και από τα ποιοτικά στοιχεία που καταγράφονται για τις επιθέσεις (ομάδες κρούσης, με συγκεκριμένο τρόπο δράσης, συμπεριφορά και ενδυμασία). Σε ορισμένες περιπτώσεις τα θύματα των επιθέσεων ή οι μάρτυρες ανέφεραν ότι ανάμεσα στους δράστες αναγνώρισαν άτομα που συνδέονται με τη Χρυσή Αυγή, είτε επειδή φορούσαν διακριτικά της οργάνωσης, είτε επειδή τα πρόσωπά τους συνδέονται με δημόσιες εκδηλώσεις της οργάνωσης στην περιοχή, είτε επειδή γνωρίζουν ότι είναι μέλη τοπικών οργανώσεων του κόμματος.
Σε πολλά περιστατικά τα θύματα αναφέρουν τη χρήση όπλων κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, όπως ρόπαλα, σιδηρολοστούς, πτυσσόμενα γκλομπ, σπρέι, αλυσίδες, σιδηρογροθιές, μαχαίρια και σπασμένα μπουκάλια, ενώ έχει καταγραφεί η πανομοιότυπη χρήση μεγαλόσωμων σκύλων σε ομάδα που δρα στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και της πλατείας Αττικής.
Ειδική κατηγορία αποτελούν τα 25 περιστατικά όπου συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία, τα οποία εκτυλίχτηκαν σε χώρους κράτησης ή στη διάρκεια επιχειρήσεων ρουτίνας.
Οι αστυνομικοί ελέγχουν χαρτιά, όχι την καταγγελία
Όσον αφορά την επίσημη καταγγελία στις αρμόδιες αρχές της χώρας και την κίνηση της ποινικής διαδικασίας, μόνο 24 θύματα ανέφεραν ότι έχουν προβεί σε σχετικές ενέργειες ενώ 23 θα το επιθυμούσαν. Οι υπόλοιποι δεν θα ήθελαν να προβούν σε καμία περαιτέρω ενέργεια, τις περισσότερες φορές επειδή δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα και κατά συνέπεια φοβούνται ότι θα κρατηθούν προς έκδοση απόφασης απέλασης. Στην πράξη, αντί οι αστυνομικές αρχές να τους αντιμετωπίσουν ως πιθανά θύματα εγκληματικής πράξης, επιδεικνύουν προτεραιότητα στον έλεγχο της νόμιμης διαμονής του καταγγέλλοντος και απέχουν από την υποχρέωση να διερευνήσουν το ίδιο το συμβάν που τους καταγγέλλεται.
Στην παρέμβασή του, ο Επικεφαλής του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, κ. Γιώργος Τσαρμπόπουλος, συνόψισε τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που κατέγραψε το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, και υπογράμμισε ότι το οι εν λόγω καταγραφές δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου ενός σημαντικά μεγαλύτερου και επικίνδυνου φαινομένου: «Η καταγραφή κατόπιν συνέντευξης με το θύμα αφαιρεί φυσικά από αριθμούς αλλά προσφέρει σε αξιοπιστία. Αυτή η αξιοπιστία των δεδομένων αποτελεί και τη βασικότερη συμβολή του Δικτύου, ελλείψει ενός επίσημου και αποτελεσματικού μηχανισμού καταγραφής και αντιμετώπισης του φαινομένου».
Η ρατσιστική βία διαχέεται
Από τη μεριά του, ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κ. Κωστής Παπαϊωάννου, υπογράμμισε ότι «το πρόβλημα της ρατσιστικής βίας μοιάζει πλέον να έχει γίνει συνείδηση σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αλλά δεν έχει γίνει συνείδηση στην οργανωμένη πολιτεία. Και όμως, η ταχύτατη αντίδραση των αρχών για παροχή άδειας διαμονής στα θύματα της Νέας Μανωλάδας αποδεικνύει ότι το πάγιο αίτημα για προστασία των θυμάτων είναι και εφικτό και αναγκαίο. Ελπίζουμε ότι θα θεσμοθετηθεί επιτέλους ένα πάγιο καθεστώς προστασίας για τα θύματα του ρατσιστικού εγκλήματος».
Όπως είπε ο κ. Παπαιωάννου: «Έχουμε διάχυση της ρατσιστικής βίας σε δημόσιους λειτουργούς, και όχι μόνο αστυνομικούς. Υπάρχει, επίσης, διαπλοκή της ενδοσχολικής με τη νεοναζιστική βία. Η ελληνική πολιτεία οφείλει άμεσα να αλλάξει στάση και να αντιμετωπίσει όσους βρίσκονται πίσω από αυτή τη στρατηγική της έντασης, που ξεκινάει στοχοποιώντας μετανάστες αλλά δεν σταματάει εκεί. Στοχοποιούνται πλέον όσοι πάντοτε αποτελούσαν παραδοσιακούς στόχους της εγκληματικής δράσης των νεοναζί».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η εντύπωση του πολιτικού συστήματος ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να ελέγξει το φαινόμενο έχει αποδειχτεί ψευδής και τείνει να αποδειχτεί και ολέθρια.
Πολλοί φοβούνται συμμορίες και αστυνομία
Τέλος, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ενωμένων Αφγανών Ελλάδας, κ. Ρεζά Γκολαμί, διευκρίνισε ότι τα αριθμητικά στοιχεία είναι ελάχιστα σε σχέση με το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα: «δεν καταφέρνουμε να τους καταγράψουμε, πολλοί δεν έχουν χαρτιά και φοβούνται να βγουν από το σπίτι τους, φοβούνται και την αστυνομία και τις συμμορίες. Όταν τους λέμε να καταγγείλουν, χαμογελάνε, έχουν πάει και έχουν δεχτεί δεύτερη επίθεση και από την αστυνομία. Οι φωνές τους δεν βγαίνουν δύο τετράγωνα πέρα από το σπίτι τους. Φανταστείτε μία δημοκρατία όπου να μην τολμάς να βγεις έξω από το σπίτι. Σήμερα είναι μετανάστες, αύριο είναι η σειρά άλλων.»
σχόλια