[ΓΝΩΜΕΣ] Ποιοι είναι οι «εμείς» στον πολιτικό διάλογο της ελληνικής κρίσης; Του Διονύση Μητρόπουλου

Facebook Twitter
0

Η πολιτική επικοινωνία επιτάσσει στους πολιτικούς, ειδικά των δύο μεγάλων κομμάτων, να εκφέρουν πολιτικό λόγο και επιχειρήματα που δεν θέτουν ξεκάθαρες και κάθετες διαιρετικές τομές στον πολιτικό άξονα Αριστερά-Δεξιά ή Προοδευτικός-Συντηρητικός, με σκοπό να μπορεί να ταυτιστεί ο αμφιταλαντευόμενος ψηφοφόρος με μεγαλύτερη επιτυχία και ευκολία.  


Από την μία πλευρά, αυτή η επιτυχία έγκειται στο ότι οι πολιτικές προτάσεις, εκ προοιμίου βασισμένες σε μία ιδεολογική σκοπιμότητα, δεν περιγράφονται στον πολιτικό διάλογο με τις περισσότερες των παραμέτρων που τις χαρακτηρίζουν, αλλά συχνά με τρόπο που να υπάρχει η δυνατότητα των παραπάνω της μίας ερμηνείας. Αυτό γίνεται για να διασφαλιστεί η πολιτική ευελιξία στο επίπεδο του λόγου κι όταν οι ερωτήσεις  επί της αρχής των πολιτικών προτάσεων πυκνώσουν συσκοτίζοντας το βλέμμα του πολιτικάντη, να υπάρχει ένα σημείο στον ιδεολογικό χώρο με τη φωτεινή ένδειξη (quick) «ΕΧΙΤ HERE». Ενδεικτικό παράδειγμα είναι το ζήτημα που ταλανίζει (όχι συχνά πια, ελέω κρίσης…) τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, αυτό του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, όπου ο μέχρι τώρα κυρίαρχος και ισχυρός δικομματισμός έχει κουκουλώσει επανειλημμένως το θέμα για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και συσπείρωσης της εκλογικής πελατείας.

Από την άλλη πλευρά, η ευκολία που αναφέρθηκε παραπάνω, έχει να κάνει περισσότερο με ψυχολογικά αίτια και δευτερευόντως με ακραιφνώς πολιτικά. Δηλαδή, είναι πιο εύκολο ένας ψηφοφόρος να ταυτιστεί με μια «ήπια» ιδεολογικά πολιτική επιλογή, την οποία εάν την ενστερνιστεί, δεν του καταλύει αυτομάτως ολόκληρη την πολιτική ταυτότητα και την αρχική ιδεολογική αφετηρία. Εδώ για παράδειγμα, μπορώ να αναφέρω την εκλογική προτίμηση προς το ΠΑΣΟΚ από παραδοσιακούς φιλελεύθερους ή ακόμα και κεντροδεξιούς, κατά την περίοδο της πρωθυπουργίας του κ. Κώστα Σημίτη. Αυτό συνέβη διότι το πρόγραμμα του «εκσυγχρονισμού» συνδέθηκε με πάγια αιτήματα μιας προοδευτικής μερίδας τις ελληνικής κοινωνίας, η οποία μάλιστα ήταν και είναι ιδιαίτερα ετερόκλητη, εντούτοις όμως πείστηκε για την προοπτική μιας πολιτείας οργανωμένης που θα εγγυάται την ιδέα της ελευθερίας σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής/ατομικής δράσης.



Σε αυτό το πλαίσιο, ο πολιτικός διάλογος στην Ελλάδα διεξάγεται με την συχνά αυθαίρετη αναφορά σε ένα συλλογικό «εμείς», το οποίο -σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ελληνική Κυβέρνηση, ΜΜΕ)-  δικαιολογείται από την «κατάσταση εξαίρεσης» που έχει θέσει τη χώρα η υπέρογκα χρεωμένη οικονομία της. Τελευταία, ακούμε και διαβάζουμε ανακοινώσεις, δηλώσεις και δελτία τύπου, που προτρέπουν στο όνομα της συλλογικής πατριωτικής περηφάνιας των πολιτών -«αγνό» ιδεολογικό τέκνο του ελληνικού εθνικισμού- να «τους» ακολουθήσουμε στο δικό τους πολιτικό μονοπάτι για να σωθεί τελικά η χώρα. Ζητούν τη ψήφο του εκλογικού σώματος, ώστε «όλοι μαζί» να οικοδομήσουμε την Ελλάδα του αύριο, και με λόγους βαρύγδουπους μας εγκαλούν να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί λέγοντας: «Στην πιο κρίσιμη μάχη για την πατρίδα είμαστε όλοι μαζί», μας τονίζει ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ενώ ο κ. Αντώνης Σαμαράς μας καλεί «να του δώσουμε τη δύναμη, για να κερδίσουμε τη μάχη της Πατρίδας!».

Πως λοιπόν, θα πορευτούμε «όλοι μαζί», σαν, κι όχι ως, ένα; Πολύ απλά, δεν θα πάμε σαν ένα. Ούτε «όλοι μαζί». Ποιοι είμαστε οι όλοι ακριβώς; Ο συνταξιούχος των €500 , ο φοιτητής της ευέλικτης εργασίας (ελέω ανταγωνιστικότητας!) κι ο πολιτικός με 50+ ακίνητα είναι «ένα»; Ποιο «εμείς» του ενώνει; Ποιο κοινό όραμα; Σημαίνει και για τους τρεις το ίδιο η έννοια της κοινωνικής και οικονομικής προόδου; Ποια συναίνεση μπορεί να προκύψει σε μια κοινωνία όπου οι ανισότητες -εκτός ότι είναι δομικές και πάνε μαζί με το σύστημα- συνεχώς μεγαλώνουν; Σας καλώ να σκεφτείτε με ποιον έχετε τα ίδια συμφέροντα και με ποιον μπορείτε να κάνετε κοινωνικές συμμαχίες. Αν υπάρχει κοινωνία, κάπου εκεί κοντά θα βρίσκεται, ανάμεσα στην διαλεκτική του ατόμου και των επιμέρους συλλογικών συμφερόντων.

Κοινωνική και πολιτική συναίνεση στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, υπό τους όρους του Μνημονίου ΙΙ, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να υπάρξει. Οι δημοσκοπήσεις μας δείχνουν αυτήν την τάση, κι ίσως να είναι η πιο υγιής αντίδραση του ελληνικού εκλογικού σώματος τα τελευταία 50 χρόνια, αν τελικά η γενικευμένη στάση «μη-συναίνεσης» και καχυποψίας στον παραδοσιακό δικομματισμό, μετουσιωθεί σε εκλογική συμπεριφορά. Δεν φαίνεται να έχουμε καμία πολιτική / κοινωνική / πολιτισμική και κυρίως οικονομική ένδειξη, πέραν της έκδηλης και γενικευμένης απαισιοδοξίας της ελληνικής κοινωνίας, ότι υπάρχει μια ομοιογενής ελληνική συλλογική ταυτότητα, η οποία αντικατοπτρίζεται σε μια «κοινή συνείδηση επί του πρακτέου». Γι’ αυτό, συνήθως, αναφερόμαστε για επιμέρους συλλογικές ταυτότητες, οι οποίες φέρουν σαφές κοινωνικό περιεχόμενο (πχ. συγκεκριμένες εργατικές και συλλογικές διεκδικήσεις, οργανωμένα συμφέροντα κ.ο.κ.), και οι οποίες αποκτούν ξεκάθαρο πολιτικό και κοινωνικό αντικείμενο στον ανταγωνισμό της «εκλογικής αγοράς».



Είναι ανάγκη, θεωρώ, ο πολιτικός λόγος και οι ιδεολογικές αναφορές των κομμάτων στο παρόν ελληνικό πολιτικό τοπίο, να αναπροσαρμοστούν και αναθεωρηθούν το ταχύτερο δυνατό. Ιδεατά θα ήταν να είχε συμβεί κάτι τέτοιο πριν τις εκλογές, η ευκαιρία αυτή όμως χάθηκε. Η ευθύνη αυτή, μας βαραίνει όλους. Αλλά μην είμαστε άδικοι, ούτως ή άλλως, οι «μεγάλες αφηγήσεις» παγκοσμίως δεν έχουν συγχρονιστεί με τις αλλαγές από το 1989 και μετά. Βασική ελπίδα για το μέλλον και όχημα για μια έννοια της κοινωνικής προόδου, είναι τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία αποτελούν δυναμικούς φορείς συγκρότησης επιμέρους συλλογικών ταυτοτήτων, και ενός «εμείς» που παράγεται από την ενεργή συμμετοχή στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.  

Τέλος, αν «εμείς», όσοι δηλαδή από «εμάς» θα πάμε να ψηφίσουμε, θέλουμε με όχημα τη ψήφο μας να διεκδικήσουμε κάτι διαφορετικό σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τότε -παραφράζοντας τα λόγια του Λουί Αλτουσέρ- ας έχουμε κατά νου, ότι η πολιτική αλήθεια δεν είναι ποτέ μία, έστω κι αν συνήθως φαίνεται να ακολουθεί γνώριμες ρητορείες και οδούς, δεν βαδίζει ποτέ προς το ίδιο αντικείμενο.

Ο Διονύσης Μητρόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας.


Ελλάδα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ