Συνέντευξη με τον Διονύση Σούρμπη
Έναν από τους σημαντικότερους βαρύτονους της γενιάς του που ήρθε από τη Ζάκυνθο
Ο Διονύσης Σούρμπης είναι ένας από τους σημαντικότερους βαρύτονους της γενιάς τους. Βέρος Ζακυνθινός τον κάνει ακόμα ιδιαίτερα συμπαθή στο νησί του, και ίσως είναι αυτό που έκανε ακόμα περισσότερους Ζακυνθινούς να ακούσουν κλασική μουσική.
Πώς όμως ξεκίνησε το «ταξίδι»;
Από πατέρα και μητέρα Ζακυνθινούς, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Ζακύνθου. Η πρώτη επαφή με τη μουσική έρχεται μία Κυριακή, μέσα την εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης. Ήταν η στιγμή που άκουσε την φημισμένη σε όλους εμάς χορωδία του ναού και κατάλαβε πως τραγουδούν σε πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φωνή. «Ρώτησα τότε τον μπαμπά μου πώς το κάνουν; Είχα ξεχωρίσει τις φωνές, αλλά ακόμα δεν ήξερα πώς γίνεται. Είχα πραγματικά εντυπωσιαστεί. Η μουσική όμως, υπάρχει παντού στη Ζάκυνθο και κυρίως, για εμένα μέσα την ταβέρνα του μπαμπά μου, όπου απλοί άνθρωποι κατάφερναν να με κρατούν εκεί και να τους ακούω. Είναι η εποχή που ανήκω στους προσκόπους και γίνομαι μέλος της φιλαρμονικής Ζακύνθου, όπου για 13 χρόνια παίζω τρομπέτα. Η επαφή με την όπερα έρχεται κάθε Κυριακή, όταν επιστρέφοντας από τη λειτουργία τρέχω στο ραδιόφωνο – είναι εποχές που δεν υπάρχουν χρήματα για δίσκους και κασέτες – βάζω Γ΄ Πρόγραμμα και ακούω για όσο προλαβαίνω κλασική μουσική. Παράλληλα, ψέλνω στην Μητρόπολη και στην εκκλησία του πολιούχου και προστάτη μας Αγίου Διονυσίου». Κάτι που ποτέ δεν ξέχασε ο Διονύσης Σούρμπης και επαναλαμβάνει από τότε κάθε χρόνο. «Κάθε Πάσχα θα βρω 4-5 ημέρες και θα είμαι εδώ. Να ψάλλω στον Άγιο και να νιώσω το Πάσχα όπως πρέπει, το οφείλω άλλωστε στον τόπο που με γέννησε και με μεγάλωσε με τη μουσική του!».
Χάρισμα από το Θεό και σκληρή δουλειά, με πολλές ώρες διαβάσματος, καθημερινή μελέτη και εργασία με τον δάσκαλό μου Γιώργο Σαμαρτζή, είναι εκείνα που με έκαναν ό,τι είμαι μέχρι σήμερα, που με βοήθησαν να κάνω τα εφηβικά μου όνειρα πραγματικότητα, αλλά και να συνεχίζω να ονειρεύομαι, να θέτω στόχους και να δημιουργώ.
Αλλά πώς τελικά καταφέρνει ένα παιδί από την επαρχία, να ανοίξει τόσο πολύ τα φτερά του;
«Για ό,τι κάνω σήμερα υπεύθυνος είναι ο Ιάκωβος Κονιτόπουλος. Όταν πέθανε ο «Δάσκαλος» (Κώστας Σαμσαρέλος), ήρθε στη Ζάκυνθο το πνευματικό του παιδί, ο Ιάκωβος, για να του κάνει μνημόσυνο, έτσι όπως του άξιζε. Δημιουργεί μία μεικτή χορωδία στην οποία συμμετέχω. Κάνουμε πρόβες για περίπου έναν χρόνο, με γνωρίζει καλά και μου εμπιστεύεται ένα τραγούδι που συνέθεσε ο «Δάσκαλος» σε ποίηση Δ. Ρώμα για βαρύτονο και μεικτή χορωδία με ορχήστρα ή πιάνο (μόνο πιάνο διαθέταμε τότε και με αυτό το ερμήνευσα). Η τιμή ήταν τεράστια, καθώς σε ηλικία 17 ετών τραγουδώ κάτι που θα ακουστεί για πρώτη φορά και μάλιστα το πρώτο μου σόλο. Έτσι ξεκίνησαν όλα!»
Τα φτερά στους ώμους του Διονύση έβαλε ο κ. Κονιτόπουλος και με 2 ακόμα κινήσεις. Μετά από εκείνη τη συναυλία του είπε πως αυτό είναι που πρέπει να κάνει στη ζωή του. «Είχα την άμεση και λογική τότε αντίδραση, λέγοντάς του πώς θα τα καταφέρω; Στη Ζάκυνθο υπάρχει μία δουλειά που με περιμένει, μία οικογένεια που αναμένει να αναλάβω την γη μας, πώς θα φύγω, χωρίς εργασία και χρήματα, πώς θα πληρώσω τις σπουδές μου και μάλιστα σε ωδείο; Και εκείνος μου απάντησε… έχω εγώ την έννοια. Φεύγω λοιπόν από τη Ζάκυνθο, ξεκινώ αμέσως μαθήματα και σε 6 μήνες με καλεί ο στρατός. Ολοκληρώνω τη θητεία μου και γυρίζω για λίγο στο νησί. Τότε κάνει τη δεύτερη κίνηση ο Ιάκωβος. Λέει γεμάτος σιγουριά, στον πατέρα μου που ανησυχεί για το τι κάνω και τι θα γίνω «Μπάμπη, το λιγότερο που θα καταφέρει ο γιος σου με τις δυνατότητές του είναι να μπει στη χορωδία της λυρικής.» Έτσι, μετά από 6-7 μήνες σε μία ακρόαση που κάνει η Λυρική σκηνή για έκτακτους χορωδούς, για την παράσταση «Μυθωδία» του Βαγγέλη Παπαθανασίου, περνάω ακρόαση και γίνομαι ένας από αυτούς. Πέντε μήνες αργότερα περνώ από ακρόαση και πάλι και στα 21 μου γίνομαι πλέον μόνιμος χορωδός της Λυρικής Σκηνής. Λαμβάνω κάποιους μικρούς ρόλους, μέχρι το 2003 που παίρνω στα χέρια και τη φωνή μου τον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο, στο «Δαχτυλίδι της μάνας», του Μ. Καλομοίρη και σκηνοθεσία Σπ. Ευαγγελάτου. Στη συνέχεια τελειώνω με το δίπλωμα τραγουδιού και κάπου εκεί έρχεται η υποτροφία Μαρία Καλλάς, για να ξεκινήσουν οι σπουδές μου στην Ιταλία, έχοντας πλάι μου έναν ακόμα σύμμαχο και ουσιαστικό βοηθό που τότε δεν είχα ιδέα πως με βοηθά. Πριν δώσω τις εξετάσεις είχα πάρει την ευχή του τότε Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσοστόμου, νυν Μητροπολίτη Δωδώνης, ο οποίος στη συνάντηση που είχαμε αφού είχα περάσει τις εξετάσεις, με συνεχάρη, μου έδωσε και πάλι την ευχή του για να συνεχίσω και μου είπε πως θα είναι δίπλα μου αν χρειαστώ κάτι. Εκείνο που δεν μου είπε, ήταν το ότι ήταν ήδη δίπλα μου. Κάτι που έμαθα από έναν φίλο λίγο καιρό μετά την επιτυχία. Ο Μητροπολίτης με στήριζε οικονομικά, χωρίς φυσικά να έχει κοινοποιήσει κάτι τέτοιο. Και επειδή ποτέ μέχρι σήμερα δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να αναφερθώ σε αυτό δημοσίως, σε αυτήν τη μικρή ανασκόπηση της μέχρι τώρα ζωής μου, θα ήθελα να το κάνω και να τον ευχαριστήσω και δημοσίως για όσα έκανε για εμένα χωρίς κανένα αντάλλαγμα».
Όσο ωραίο και αν διαβάζεται δεν ήταν καθόλου απλό και εύκολο για το Διονύση όλο αυτό. Κάθε 6 μήνες επέστρεφε στην Ελλάδα για να αποδεικνύει την πρόοδό του και να επιβεβαιώνει την υποτροφία του, ενώ οι θυσίες στην προσωπική του ζωή, η απουσία της διασκέδασης, η μόνιμη οικονομία που κάνει για να μπορεί να ανταπεξέλθει, η απουσία από τον τόπο που αγαπά και η έλλειψη των δικών του ανθρώπων, παρέα με τη σκληρή και καθημερινή δουλειά ολοκληρώνουν το κάδρο της ζωής του, χωρίς ποτέ να αποκλίνει από το στόχο του.
Αυτή είναι η συνταγή για να πετύχει κάποιος; Αυτό θα έλεγες σε ένα παιδί από την επαρχία που έχει σαν όνειρο να «πετάξει» σε μέρη που δεν έχουν μάθει οι πολλοί;
Για εκείνο που θες, για ό,τι η καρδιά και η ψυχή σου προστάζει δεν υπάρχει τίποτε και κανείς να σου κλείσει το δρόμο. Είμαι ζωντανό παράδειγμα και το μόνο που θέλω να πω, σε όλους όσοι διστάζουν να προσπαθήσουν, είναι να μην φοβηθούν. Εκείνο που θέλουμε, μπορούμε να το προκαλέσουμε. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ενέργεια που εμείς θα του δώσουμε. Εγώ δεν είχα τη δυνατότητα, αλλά το ήθελε η ψυχή μου, το αγαπούσα, το προσπάθησα, δούλεψα με υπομονή και επιμονή, χωρίς διαλείμματα και εκπτώσεις και κάτι κατάφερα!
Τι είναι για εσένα σήμερα η όπερα;
Είναι το κέντρο στη ζωή μου. Δεν μπορώ να μοιραστώ ή να μοιράσω τη ζωή και το εαυτό μου σε κάτι άλλο. Και ήταν πάντα έτσι. Πάντοτε επέλεγα τη δουλειά, την πρόβα και την εξέλιξη της μουσικής μου. Ακόμα και ο άνθρωπος που θα επιλέξουμε να είμαστε μαζί θα πρέπει να γνωρίζει πως η δουλειά μου είναι τέτοια που απαιτεί θυσίες συνεχώς και έτσι θα πρέπει να με ακολουθήσει, γνωρίζοντας πως θυσιάζω τα πάντα για τη μουσική μου. Αυτό είναι που θα πω και σε οποιονδήποτε αποφασίσει να ασχοληθεί με την όπερα. Είναι μία διαρκής θυσία και δουλειά.
Έχεις ήδη μία σεβαστή πορεία, έχεις κερδίσει και τους 6 διαγωνισμούς στους οποίους έχεις λάβει μέρος, έχεις πια όλο και περισσότερους πρωταγωνιστικούς ρόλους στη λυρική σκηνή, εμφανίζεσαι σε σκηνές τους εξωτερικού, ενώ αυξάνονται ολοένα οι άνθρωποι που σε αναγνωρίζουν και που επιλέγουν να έρθουν να ακούσουν εσένα. Φανταζόσουν μικρότερος τις μεγάλες σκηνές και τους ρόλους αυτούς;
Πάντα είχα όνειρα, αλλά όχι δεν πίστευα πως θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Σαν άνθρωπος δεν φαντάζομαι την επόμενη γωνία, αν δεν φτάσω πρώτα στην προηγούμενη, εκείνη που φαίνεται από το σημείο που στέκομαι. Άλλωστε, κάθε σκηνή, κάθε ρόλος είναι μία στιγμή, που τελειώνει όταν σβήσουν τα φώτα. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ο διαβιβαστής, το μέσο για να ψυχαγωγηθούν εκείνοι που έρχονται να μας δουν. Είναι απλώς η δουλειά μου.
Η ηρεμία και η ισορροπία που φαίνεται πως έχεις, ένας νέος άνθρωπος που από τα καντούνια της Ζακύνθου έφτασε στις μεγαλύτερες σκηνές της Ελλάδος, και του εξωτερικού, είναι στοιχεία που έχεις κερδίσει; Στοιχεία που έχεις από την οικογένειά σου; Πώς το καταφέρνεις;
Κάθε φορά που μία παράσταση τελειώνει κάνω το σταυρό μου, ευχαριστώ το Θεό πρώτα και τον Άγιο Διονύσιο μετά, όπως τους έχω παρακαλέσει και πριν ανέβω στη σκηνή και όπως τους ευχαριστώ καθημερινά για ό,τι μου έχουν δώσει –καθώς εκείνοι μου χάρισαν ό,τι έχω στο λαιμό μου – τινάζω τους ώμους μου από τη σκόνη της σκηνής και των προβολέων, γυρίζω στο Νιόνιο και επιστρέφω ήρεμος στο σπίτι μου. Και θα σου περιγράψω μία στιγμή που με έκανε να καταλάβω όλα αυτά και να δω ξεκάθαρα το ότι είμαι απλώς ο συνδετικός κρίκος, για να ενσαρκώσω μία ιστορία και τίποτε παραπάνω, γιατί τα φώτα, τα παλαμάκια και τα συγχαρητήρια, είναι ικανά να σε μπερδέψουν και να γίνουν ο μεγαλύτερος εχθρός σου. Ένα βράδυ, μετά την παράσταση, νιώθοντας υπέροχα και γεμάτος από τα μπράβο του κοινού, άνοιξα την πόρτα της πλατείας και την είδα θεοσκότεινη, ενώ η σκηνή είχε μόνο μία λάμπα. Τότε, στάθηκα μέσα στο σκοτάδι και είπα: Νιόνιο αυτή είναι η πραγματικότητα, μην μπερδευτείς ποτέ. Εκείνη η στιγμή, αυτό το σκοτάδι τα άλλαξε όλα. Όσα είχα ζήσει νωρίτερα πάνω στη σκηνή ανατράπηκαν και ευτυχώς άνοιξα τότε εκείνη την πόρτα, γιατί είδα όλη την αλήθεια και κατάλαβα πως όλα εκεί πάνω τελειώνουν μόλις σβήσουν τα φώτα και ευτυχώς ήμουν 26 ετών και προσγειώθηκα νωρίς.
Μπορεί ο οποιοσδήποτε να ακούσει όπερα ή πρέπει να έχει κάποια επαφή με το είδος;
Ο καθένας μπορεί να παρακολουθήσει μία παράσταση όπερας. Ακόμα και αν δεν γνωρίζει την υπόθεση οι υπέρτιτλοι θα τον βοηθήσουν να κατανοήσει πλήρως τη δράση. Μην ξεχνάς άλλωστε, πως πρόκειται για τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Για αυτό και τα περισσότερα αναφέρονται σε αγάπες, μίση, έρωτες και πάθη.
Θα τραγουδούσες κάποιο άλλο είδος; Το έχεις δοκιμάσει; Αν όχι δημοσίως, στην παρέα σου ίσως;
Όχι ιδιαιτέρως. Δεν το σνομπάρω, απλώς δεν μου αρέσει. Φυσικά, έχει τύχει να τραγουδήσω μιούζικαλ, Σουγιούλ, Μουζάκη, Αττίκ, Θεοδωράκη, Σινάτρα αλλά δεν είναι κάτι που θα επέλεγα να κάνω επαγγελματικά.
Κάποιος τραγουδιστής εκτός όπερας που σου αρέσει να ακούς;
Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη είναι η αγαπημένη μου. Έχει υπέροχη φωνή και απλώς ξέρει κάθε στιγμή τι κάνει με τη φωνή της!
Ποια είναι τα σχέδια σου για τη νέα σεζόν;
Το Νοέμβριο θα βρεθώ στο Λονδίνο στο Covent Garden με την παράσταση «Παλιάτσοι», τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο στη Λυρική Σκηνή με τον Κουρέα της Σεβίλλης, τον Μάρτιο και Απρίλιο στη Σαρδηνία με Μποέμ και τον Ιούλιο με Κάρμεν στο Ηρώδειο.
Η παράσταση που δώσατε στο Κάστρο της Ζακύνθου ήταν μαγική από όλες τις απόψεις. Ντύσατε έναν ξεχασμένο ίσως, αλλά υπέροχο χώρο με τις φωνές και τις μουσικές σας χαρίζοντάς μας μία υπέροχη βραδιά. Πώς ήταν για εσένα;
Είναι πάντα ωραία να τραγουδώ στον τόπο μου, αν και οι μόνοι που με καλούν είναι οι Τραγουδιστάδες. Παρά ταύτα, θα ήθελα απλώς να αναφέρω πως είναι κρίμα να υπάρχει ένας τέτοιος χώρος και να μην γίνονται όσα είναι απαραίτητα για να αναδειχθεί ακόμα περισσότερο. Το νησί μας εκτός από παραλίες και ωραία τοπία έχει πολιτισμό και ιστορία, που καλό θα ήταν οι υπεύθυνοι να ασχοληθούν με αυτά και να «φωτίσουν» όλα όσα μένουν στο σκοτάδι, μεταξύ αυτών και το κάστρο μας, σε μία εξαιρετική τοποθεσία με μία ιστορία πίσω του που αξίζει να ειπωθεί και να την μάθουν περισσότεροι!
Μίλησες για την καλοκαιρινή Ζάκυνθο; Θα πρότεινες σε κάποιον να πάει διακοπές εκεί;
Ναι, με απόλυτη ειλικρίνεια και χωρίς κανέναν δισταγμό. Είναι υπέροχο το νησί μας. Είναι ένας ευλογημένος τόπος στη μέση της Μεσογείου γεμάτος πράσινο με υπέροχα γαλαζοπράσινα νερά. Αξίζει να το γνωρίσει κάποιος και είναι βέβαιο πως θα περάσει καλά. Εδώ υπάρχουν τα πάντα. Δεν θα βαρεθεί κανείς και όλοι μπορούν να περάσουν καλά. Νέοι και μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι, οικογένειες με μικρά η μεγαλύτερα παιδιά, όλοι θα βρουν ενδιαφέροντα και επιλογές για τις ημέρες των διακοπών τους στη Ζάκυνθο.
Τι θα πρότεινες σε έναν φίλο σου να κάνει ή να δει στη Ζάκυνθο;
Να έρθει εδώ, στη Μπόχαλη για καφέ και εξαιρετική θέα της πόλης από ψηλά. Να φάει στο Διαχρονικό, καλό, ζακυνθινό φαγητό, να κολυμπήσει στο Γέρακα και να κάνει βόλτα στα ορεινά της Ζακύνθου με μία απαραίτητη στάση στο Μακρύ Γυαλό για κολύμπι. Από εκεί και πέρα έχει να κάνει με τις προσωπικές επιλογές και τα γούστα του καθενός. Αλλά σίγουρα θα περάσει καλά!
Θα επέστρεφες κάποτε στη Ζάκυνθο;
Ναι, θα ήθελα να επιστρέψω και να τελειώσω κάποτε εκεί. Στα χώματά μου!
Ποιο είναι το αγαπημένο σου μέρος στον τόπο σου; Ποιο είναι το κρυφό σου σημείο;
Η τσίμα του πόρτο, η άκρη του λιμανιού δηλαδή. Μικρός, πριν τις συγκεντρώσεις με τους προσκόπους πήγαινα εκεί, καθόμουν στην άκρη και χάζευα τα καράβια που έμπαιναν, αλλά κυρίως εκείνα που έφευγαν από το λιμάνι και σκεφτόμουν… πότε θα μπω και εγώ σε ένα από αυτά να κυνηγήσω τα όνειρά μου.
* Συνέντευξη στην Κάκια Γούλιαρη για τη Zantehotels4u.com και τη Bookzante.com.