• Πίνω μπίρες στο Ιστορικό Κέντρο. Ζόμπι αγάπης περιφέρονται. Τα τελευταία. Έχουν τη χάρη τους όσοι φυλάττουν θερμοπύλες.
• Από τη Δεξαμενή φτάνουν οι τσιρίδες ενός φιλμ της πλάκας. Στο δωμάτιο με ερ-κοντίσιον βλέπω γιαπωνέζικα. Γυναίκες-γάτες, αιμοσταγή ξωτικά, κερασιές και ξίφη, ιστορίες της χλωμής σελήνης μετά τη βροχή.
• Ο γάτος δεν κοιμάται πια στο δωμάτιο των ξένων - γυρνάει μπαϊλντισμένος στη δίπλα ταράτσα. Με βλέπει σα να μου λέει Τη κάτσαμε συνάδελφε!
• Πολλοί λαγνοβοούν απ' τα ανοιχτά παράθυρα (του ίντερνετ).
• Σπανίως ανανεώνονται οι σελίδες.
• Άμα έχεις ένα λευκό πουκάμισο, έχεις τον κόσμο όλο. Κρουστό, καθαρό, κολαριστό.
• Σιγαλιά στη Σκουφά ορισμένα βράδια. Μόνο από την κατηφόρα των μπαρ κάτι κολασμένες κραυγούλες φτάνουν σαν παφλασμός - δεκάρα δεν δίνω αν σε σφάξανε στη Μύκονο.
• Έχει πάντα τραπέζι εκεί που πάμε. Χαλαρό το γκαρσόνι στηρίζεται στο κατώφλι, αφαιρείται, σκέφτεται τα νησιά.
• Με το σώβρακο στα μπαλκόνια, θεοί των μετόπισθεν.
• Κάπως εκτιμάς αυτούς που συναντάς στο δρόμο και τα μπαρ. Ότι δεν είναι του σωρού. Όμως μπορεί και νά ´ναι. Απλά, συνήθη μπατιράκια.
• Άπειρο πάρκινγκ. Πεσμένα νεράντζια σαπίζουν πάνω στα αυτοκίνητα που ξέμειναν.
• Η πιο καλή τηλεόραση του χρόνου: η τηλεόραση του Αυγούστου.
• Έβγες και περίπτερα ηρωικά. Κρατούν τη φλόγα της γειτονιάς αναμμένη. Και σε άσχετα σημεία ορισμένα φώτα που δεν σβήνουν ποτέ - ακόμα και το Δεκαπενταύγουστο. Μπαρ και ταβέρνες με ήθος μοναστηριού. Όλο και λιγότερα.
• Γλάστρες που ποτίζεις σε διαμερίσματα φίλων. Κοντοστέκεσαι στην είσοδο και παρατηρείς. Τώρα καταλαβαίνεις.
• Το Σαββατοκύριακο στο κέντρο όλο ξένοι.
• Όσα όσα για να πάρουμε ένα ανοιχτό αμάξι.
• Στα μισά τηλεφωνήματα ακούς ήχο από νερά κι εσύ πίνεις σε ένα πεζόδρομο. Όμως φυσάει, είσαι καλά και δεν σου ζαλίζει κανείς τον έρωτα. Αν είσαι και λίγο φαντασμένος, μπορείς να δεις τα διαστημόπλοια πάνω από τις δυτικές συνοικίες. Τη νύχτα από την ταράτσα σου φαίνεται η θάλασσα, σου θυμίζει την τελική σκηνή στο Δολοφόνο του Τόκυο. Πάλι καλοκαίρι αποπνικτικό, ο σαλεμένος φοιτητάκος σε μια τρύπα ιδρώνει σχεδιάζοντας φόνους και απαγωγές πλουσίων, μέχρι που τον τσακώνουν μια νύχτα σε ένα σπιτάκι πάνω από τη θάλασσα, με γλαδιόλες και κρίνα ωραϊσμένα από το ψυχρόν αργύριον της σελήνης, δίπλα στα πτώματα δύο τζάνκις απο od, ενώ το τρανζίστορ παίζει μια εκδοχή του Ιt's now or never, κι αυτός προσπαθεί να αυτοκτονήσει αλλά δεν μπορει... Το οινόπνευμα σε καίει και σε λιώνει. Όλοι οι δρόμοι υπάκουοι.
• Διατάσσεις τους ανέμους να δροσίσουν τους τελευταίους των Μοϊκανών. Ματαίως. Του ρομαντισμού δεν του σηκώνεται. Νοσταλγείς ήδη τα πρωτοβρόχια.
σχόλια