O Edvard Munch (Έντβαρντ Μουνκ) θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους πορτρετίστες του 19ου και του 20ού αιώνα. Μια νέα έκθεση στη National Portrait Gallery στο Λονδίνο με τίτλο «Edvard Munch Portraits» φωτίζει μια σημαντική πτυχή του έργου του που παρέμεινε παραμελημένη, τα εξαιρετικά πορτρέτα του, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από μέλη της οικογένειάς του, φίλους, ερωμένες, συγγραφείς και καλλιτέχνες μέχρι συλλέκτες, και περιλαμβάνουν και μια σειρά αυτοπροσωπογραφιών.
Η έκθεση ωθεί τον επισκέπτη να αντιμετωπίσει τον σπουδαίο αυτό ζωγράφο ως έναν άνθρωπο με κοινωνικές επαφές και όχι ως κάποιον νευρωτικό και καχύποπτο, δεδομένης της ταραγμένης εποχής στην οποία έζησε. Ο Μουνκ διατηρούσε κοινωνικές σχέσεις με τους μποέμ καλλιτεχνικούς κύκλους στο Όσλο αλλά και με τους Γερμανούς και Νορβηγούς συλλέκτες και υποστηρικτές του που τον βοήθησαν να καθιερωθεί διεθνώς.
Τα έργα του άσκησαν μεγάλη επιρροή στο είδος του πορτρέτου και βρίσκονται στο επίκεντρο της τέχνης και του οράματός του. Επίσης, μας δίνουν μια εικόνα για τους ανθρώπους που γνώριζε και τους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους στους οποίους σύχναζε και ήταν καθοριστικοί για την εξέλιξή του ως καλλιτέχνη.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό που αναδεικνύει η έκθεση είναι η ικανότητα του ζωγράφου να προσθέτει στοιχεία στον πίνακα, κρύβοντάς τα επιμελώς. Σε ένα φαινομενικά συνηθισμένο πορτρέτο του φίλου του, δικηγόρου Thor Lütken, υπάρχει μια ανάλογη σύνθεση: από τη μανσέτα του σακακιού του βγαίνουν δυο φιγούρες, μια ντυμένη στα λευκά και μια στα μαύρα, που διασχίζουν ένα μυστηριώδες τοπίο.
Ο Μουνκ ζωγράφιζε πορτρέτα άλλοτε κατόπιν παραγγελίας και άλλοτε για προσωπικούς λόγους· πολλά από αυτά λειτουργούν ως αρχετυπικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης, παρά το γεγονός ότι βασίζονται στην άμεση παρατήρηση υπαρκτών προσώπων. Η έκθεση παρακολουθεί την εξέλιξη του ζωγράφου από τα πρώιμα νατουραλιστικά πορτρέτα στα μυστηριώδη συμβολιστικά έργα του της δεκαετίας του 1890 και από εκεί στα πορτρέτα που δημιούργησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Είναι πιο γνωστός για την «Κραυγή», τη φιγούρα που θρηνεί κάτω από έναν πορτοκαλί ουρανό, ή τη «Μελαγχολία» (1891), που απεικονίζει έναν άνδρα να κάθεται θλιμμένος δίπλα στη θάλασσα. Έκανε πολλά ακόμα έργα, σκίτσα, σχέδια και χαρακτικά στη διάρκεια της ζωής του, αποτυπώνοντας όλες τις αποχρώσεις του ανθρώπινου συναισθήματος και του ψυχολογικού βάθους και αποκαλύπτοντας τη μαεστρία του σε διάφορα μέσα.

Η έκθεση εξετάζει τον χαρακτηριστικό τρόπο προσέγγισης του καλλιτέχνη στην αποτύπωση τόσο της εξωτερικής όψης όσο και της εσωτερικής συναισθηματικής κατάστασης των προσώπων που απεικονίζονται στα πορτρέτα του, προσφέροντας μια ιδέα για το ψυχολογικό τοπίο και τις βαθιά προσωπικές εμπειρίες βάσει των οποίων συγκροτήθηκε το όραμά του. Είναι σημαντικό το ότι μέσω αυτής μπορούμε να κατανοήσουμε το σύνολο των σημαντικών πολιτικών και πολιτιστικών εξελίξεων αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που διαμόρφωσαν την τέχνη του Μουνκ αλλά και πολλών άλλων μοντερνιστών.
Επίσης, βλέπουμε πως αυτός ο φημολογούμενος μοναχικός ζωγράφος ήταν στην πραγματικότητα περιτριγυρισμένος από ανθρώπους, κι αυτό αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πλευρά του έργου του Νορβηγού εξπρεσιονιστή.

O Μουνκ έχασε τη μητέρα του και την αδελφή του από φυματίωση πολύ νωρίς, πριν ασχοληθεί συστηματικά με τη ζωγραφική. Ζωγράφισε τη θεία του Κάρεν ντυμένη στα μαύρα («Aunt Karen in the rocking chair», 1883) αλλά και την αδελφή του Laura στο έργο «Evening» (1888), ένα από τα ωραιότερα έργα της έκθεσης, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει με μια ευχάριστη σκηνή: μια γυναίκα με ψάθινο καπέλο απολαμβάνει τη θέα. Όμως το πρόσωπό της φανερώνει έναν ταραγμένο εσωτερικά άνθρωπο –γνωρίζουμε ότι η αδελφή του αντιμετώπιζε θέματα ψυχικής υγείας. Το κενό βλέμμα της Laura, που κοιτάζει κάπου έξω από τον καμβά, μας προετοιμάζει για το έργο «Μελαγχολία». Υπάρχει μια αίσθηση αποξένωσης στο πορτρέτο, ενώ διακρίνονται αμυδρά στο κέντρο τα απομεινάρια μιας σύνθεσης που περιλαμβανόταν αρχικά στο κάδρο, μια όρθια γυναίκα, πιθανότατα η άλλη αδελφή του Μουνκ, η Inger.

Στο έργο «Tête-à-tête», που ζωγράφισε όταν ήταν 21 ετών, ο συνάδελφος του καλλιτέχνη, Karl Jensen-Hjell, φαίνεται να συνομιλεί με μια μυστηριώδη γυναίκα σε ένα μπαρ – μια υπόθεση είναι ότι πρόκειται για την Inger, δασκάλα και φωτογράφο. Σε αυτό το διπλό πορτρέτο αναγνωρίζει κάποιος όλα τα χαρακτηριστικά του που επαναλαμβάνονται στο μεταγενέστερο έργο του Μουνκ καθώς και επιρροές από Γάλλους καλλιτέχνες και την ιαπωνική τέχνη.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό που αναδεικνύει η έκθεση είναι η ικανότητα του ζωγράφου να προσθέτει στοιχεία στον πίνακα, κρύβοντάς τα επιμελώς. Σε ένα φαινομενικά συνηθισμένο πορτρέτο του φίλου του, δικηγόρου Thor Lütken, υπάρχει μια ανάλογη σύνθεση: από τη μανσέτα του σακακιού του βγαίνουν δυο φιγούρες, μια ντυμένη στα λευκά και μια στα μαύρα, που διασχίζουν ένα μυστηριώδες τοπίο. Πολλοί πιστεύουν ότι πρόκειται για μια νύξη του ζωγράφου στην έννοια του θανάτου, κάτι που απαντά συχνά στο έργο του.

Από τα πιο εντυπωσιακά έργα της έκθεσης είναι η λιθογραφία με τίτλο «The Brooch» που απεκονίζει την Αγγλίδα βιολονίστρια Eva Mudocci. Ο καλλιτέχνης τη γνώρισε στο Παρίσι το 1902, έγιναν στενοί φίλοι και κράτησαν επαφή μέχρι τη δεκαετία του 1920. Πολλοί πιστεύουν ότι ήταν ερωμένη και μούσα του. Ο Μουνκ ζωγράφιζε τις γυναίκες είτε ως θετικά είτε ως αρνητικά αρχέτυπα. Αν θαύμαζε τη γυναίκα που είχε ως μοντέλο, όπως συνέβαινε με τη Mudocci, μπορεί να την εξιδανίκευε. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, γυναίκες με τις οποίες είχε περίπλοκες έως και οδυνηρές σχέσεις, τις παρουσίαζε ως κακόβουλες femmes fatales.
Εκπληκτικό είναι και το πορτρέτο του Felix Auerbach (1906), του Γερμανού φυσικού και προστάτη του Bauhaus, που απεικονίζεται με κατακόκκινο στόμα και φλεγόμενα μάτια, με ένα ένα πούρο να σιγοκαίει ανάμεσα στα δάχτυλα, σε ένα κατακόκκινο φόντο. Το χέρι, το μανίκι και το μπράτσο ρέουν σε ένα συνεχές σχήμα, μοτίβο πολύ οικείο στον κόσμο των εξπρεσιονιστικών αριστουργημάτων του Μουνκ.

«Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Μουνκ είχε γίνει ένας από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της Ευρώπης και ένας "πανέξυπνος επιχειρηματίας"», λέει η επιμελήτρια της έκθεσης Alison Smith. «Έμενε όμως κοντά στους πίνακές του, δημιουργώντας συχνά μια δεύτερη εκδοχή για καθέναν από αυτούς, δίπλα στην οποία φωτογραφιζόταν και πειραματιζόταν. Νομίζω ότι γοητευόταν από το υπερφυσικό στοιχείο και την ιδέα πως ο καθένας έχει έναν κρυμμένο εαυτό. Εξίσου γοητευτική ήταν γι' αυτόν και η σκέψη ότι αυτές οι εικόνες ήταν παιδιά του που δύσκολα θα μπορούσε να αποχωριστεί».
Στην έκθεση υπάρχει, εκτός από τα πορτρέτα φίλων που τον ενέπνευσαν και τον χρηματοδότησαν, μια επιλογή από αυτοπροσωπογραφίες που χρησιμοποίησε ο ζωγράφος για να εξερευνήσει τα βάθη του δικού του χαρακτήρα. Ουσιαστικά, η έκθεση μας λέει πως ο Μουνκ ήταν κοσμοπολίτης – σε καμία περίπτωση δεν ήταν ένας ερημίτης. Είχε φίλους και συνδεόταν με τους καλλιτεχνικούς ευρωπαϊκούς κύκλους της εποχής του. Ο Νορβηγός ζωγράφος ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη και έλαβε πολλές διακρίσεις και υποτροφίες ζωγραφίζοντας πορτρέτα πλουσίων, πολιτικών και τραπεζιτών, συλλεκτών και διπλωματών, καθώς και πορτρέτα πολλών συναδέλφων του καλλιτεχνών.

Το 1908 εισήχθη στη νευρολογική κλινική του Daniel Jacobson στην Κοπεγχάγη, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη ζημιά που είχε προκαλέσει στην υγεία του το αλκοόλ και να αντιμετωπίσει τη διπολική διαταραχή που τον ταλαιπωρούσε. Παρέμεινε εκεί οκτώ μήνες. Ο Jacobson τον βοήθησε να κόψει τη νικοτίνη και το ποτό. Ο Μουνκ ζωγράφισε δυο ολόσωμα πορτρέτα του γιατρού, που τον δείχνουν να στέκεται αποφασιστικά στο κέντρο του πίνακα, ενώ πίσω του προβάλλει ένα φλεγόμενο φόντο. Όταν ο γιατρός είδε το έργο, είπε: «Απλώς κοιτάξτε τι ζωγράφισε, είναι θεότρελο!».
Ο Daniel Jacobson πιθανώς δεν ήταν ο μόνος στον οποίο δεν άρεσε το πορτρέτο του. Την ίδια άποψη είχαν διατυπώσει για τα δικά τους πορτρέτα και ο κριτικός τέχνης Jappe Nilssen, ο οποίος είχε υποστηρίξει τον Μουνκ σε όλη του την καριέρα, αλλά και ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ που θεωρούσε ότι ο Μουνκ δεν έδωσε στο πορτρέτο του τη βαρύτητα που του άξιζε. Η έκθεση περιλαμβάνει τα πορτρέτα του συμβολιστή ποιητή Stéphane Mallarmé και του θεατρικού συγγραφέα Henrik Ibsen, αλλά και του Abdul Karim, του μόνου μαύρου άνδρα που ζωγράφισε o Μουνκ. Ο Karim εμφανίζεται και σε έναν άλλο πίνακα του ζωγράφου, στον οποίο δόθηκε ο μάλλον προβληματικός τίτλος «Cleopatra and the Slave», στον οποίο απεικονίζεται γυμνός δίπλα σε μια ξαπλωμένη, γυμνή γυναίκα.
Ο Μουνκ κατόρθωσε να μετατρέψει πολλά από τα πορτρέτα του σε οράματα αγωνίας. Ακόμα και στα πιο στατικά έργα του δημιούργησε την ψευδαίσθηση των μορφών που κινούνται προς τον θεατή. Αυτό το οπτικό τέχνασμα στη συνέχεια οδήγησε στα μεγαλειώδη έργα του, όταν πλέον η όρασή του άρχισε να εξασθενεί. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να κάνει αυτοπροσωπογραφίες, στο πλαίσιο της αέναης αναζήτησης του εαυτού του.
Edvard Munch Portraits | Exhibition Trailer
Η έκθεση «Edvard Munch Portraits» παρουσιάζεται στη National Portrait Gallery στο Λονδίνο από τις 13 Μαρτίου έως τις 15 Ιουνίου 2025
Με πληροφορίες από National Portrait Gallery, Tate, Munch Museum