Tρίτη απόγευμα, την ώρα που κλείνουμε το περιοδικό
Τα πόδια μου ξαφνικά δεν με κρατάνε και κυρίως πονάνε τα κόκαλά μου - πληκτρολογώ με πουλόβερ, παλτό και κασκόλ αγκαλιά, με ανοιχτό το στόμα σαν το σκυλάκι. Δεν νομίζω ότι υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να αρρωστήσεις στο κλείσιμο του τεύχους, απλώς γιατί υπάρχουν πράγματα που εκκρεμούν και πρέπει να γραφτούν. Μου 'χει συμβεί άλλη μια φορά, την τελευταία ημέρα πριν κλείσουμε για καλοκαιρινές διακοπές, πριν από χρόνια: περιφερόμουν στο γραφείο της Πραξιτέλους με ένα πελώριο δανεικό πουλόβερ στις 31 Ιουλίου, ενώ έξω έλιωναν και τα σίδερα. Στο σπίτι ο Θ. ρίχνει πάνω μου τη μοναδική κουβέρτα που διαθέτω - δεν έχω άλλη κι έτσι τυλίγομαι με κασκόλ. Έχω 39,5 πυρετό. H τηλεόραση παίζει μια ταινία με τον Σταύρο Παράβα : βογκάω ενώ βλέπω την Μπέτυ Αρβανίτη να σκίζει τον αέρα ντυμένη με ένα ροζ φόρεμα.
Τετάρτη απόγευμα
Η μητέρα μου με κουβαλάει στο σπίτι με συνοπτικές διαδικασίες - ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν φέρνω και πολλές αντιρρήσεις («φλωράκι», λέει η Κ., «χα, απλώς ζηλεύεις») και αφήνομαι πειθήνια να με κάνει ό,τι θέλει («κάνε γαργάρα», «ναι μαμά»). Σύντομα ανακαλύπτω ότι το δωμάτιό μου έχει γίνει κάτι σαν γυμναστήριο με διάδρομο και βαράκια. Ξυπνάω στο μονό παιδικό μου κρεβάτι που θυμίζει το κρεβάτι του Προκρούστη -κάθε φορά που γυρνάω κουνιέται όλο το στρώμα και τραβιέται το σεντόνι- και αντικρίζω έναν διάδρομο γυμναστικής σαν γυαλιστερό θαλάσσιο κήτος στη μέση της κρεβατοκάμαρας. Το μπάνιο μου θυμίζει θερμοκήπιο: εδώ έχει βάλει η μητέρα μου τα φυτά που δεν θέλει να καούν από τον χειμώνα κι έτσι κάνω ζιγκ-ζαγκ γύρω από τις γλάστρες για να πάω τουαλέτα και βουρτσίζω τα δόντια μου με προσοχή για να μη στραπατσάρω τις γαρδένιες με τον αγκώνα μου.
Ομόνοια, 31/1, Δευτέρα βράδυ
Βγαίνω κατά λάθος στην έξοδο «Μαρίκα Κοτοπούλη» κοντά στην 3ης Σεπτεμβρίου: μου πήρε χρόνια να μάθω όλες τις εξόδους στον σταθμό της Ομόνοιας - μια ζωή μπερδεύομαι. Από τότε που ξερίζωσαν και τα τελευταία φυτά, η πλατεία Ομονοίας μοιάζει πιο άχαρη από ποτέ - μια πλατεία από τσιμέντο με ένα χωμάτινο πράγμα που χάσκει στη μέση, γεμάτο ανθρώπους που δεν έχουν πού αλλού να πάνε, κι ένα παράξενο ασημένιο γλυπτό. Κοιτάω στο βάθος τα μοβ και μπλε μπαλκόνια του Fashion Ηotel που κλείνει. Θυμάμαι ακόμα ότι τρία χρόνια πριν, που άνοιξε, ψάχναμε να βρούμε τις πρώτες φωτογραφίες για δημοσίευση. Περπατάω γύρω- γύρω για να βγω στη Σταδίου - δεν νομίζω ότι έχω διασχίσει ποτέ την πλατεία Ομονοίας, τώρα που το σκέφτομαι. Οι δρόμοι δεξιά κι αριστερά είναι σχεδόν άδειοι. Καθώς στρίβω βλέπω διαφημίσεις για αγορές χρυσού και ενεχυροδανειστήρια σε κίτρινες ταμπέλες στα παράθυρα. Είναι η τελευταία μέρα του Γενάρη. Όταν φτάνω στο Key Βar που με περιμένουν τα κορίτσια, είμαστε σχεδόν μόνες μας. Λέμε πως ίσως να 'τανε μια καλή ιδέα να πάμε στα μπουζούκια για να φτιάξει το κέφι. «Με τι λεφτά;», ρωτάω, ενώ έχω επιτεθεί μανιασμένα σε κάτι αραβικές πίτες. « Έλα μου, ντε» λέει η Βανέσα. «Φαντάζομαι ότι ο μόνος τρόπος που θα είχαμε να πάμε στα μπουζούκια θα ήταν με κάποιο σύλλογο ή σύνδεσμο για να είναι φτηνά», λέω όταν αντιλαμβάνομαι πως λίγο πιο πέρα στο μπαρ κάθεται ένας αγαθός μικροπωλητής αναπτήρων που συναντάω συχνά εδώ και είναι για κάποιο λόγο πεπεισμένος πως είμαι η Αποστολία Ζώη και δεν με πιστεύει όταν ισχυρίζομαι πως δεν είμαι η Αποστολία: «Κλειδαράδες, δικηγόροι, κομματικές νεολαίες, ε; Ε; Τι λετε;», προσθέτω αθώα.
σχόλια