Το editorial του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου: Aύριο, στο Μαρίενμπαντ

Το editorial του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου: Aύριο, στο Μαρίενμπαντ Facebook Twitter
0

Με τα έντυπα ήμουν άρρωστος. Φετιχιστής. Από μικρός πωρωνόμουν με πράγματα φαινομενικώς αφύσικα, που αργότερα κατάλαβα τη σημασία τους: τη γλυπτή αίσθηση των γραμμάτων στο παλιό «Βήμα» (που λέρωνε τα χέρια σου με το φρέσκο μελάνι - έφερνα τα δάχτυλα στη μύτη και τα μύριζα σαν μεθυσμένος), το πρωτόγονο «έγχρωμο» στο «Ρομάντσο» και τον «Θησαυρό» (με ράστερ κακοκομμένα πάνω στην εικόνα), τα πρώτα offset στα «Επίκαιρα», τη γραμματοσειρά του «Μικρού Σερίφη» (προσπάθησα κάποτε να την επανασχεδιάσουμε), και τα λοιπά και τα λοιπά.

Δεν ξέρω για σας τι είναι τα περιοδικά - εμένα είναι η ζωή μου όλη. Είναι ένας καθεδρικός ναός, που κάθε γωνία, κάθε λεπτομέρεια, κάθε σκιά ή στάση εμπεριέχει κάτι μυστηριώδες και θαυματουργό - από το μέγεθος του οφθαλμού μέχρι την καμπυλότητα του άλφα, το βάρος, τη διαφάνεια και τον κυματισμό του χαρτιού, το κείμενο υποστασιοποιημένο σ’ έναν γκρίζο θάμνο από λέξεις και κήπους από σέρες κειμένων, τακτικές όπως στο Μαρίενμπαντ, με φωτογραφίες ηρώων όσο γίνεται πιο ηρωικών.

Όλη μου τη ζωή ζω μέσα σε αυτήν τη σύμβαση, αυτήν τη φαντασίωση. Ποτέ δεν κατάφερα να εκδώσω ένα περιοδικό ανάλογο του πάθους μου. Πάντα κάτι έλειπε, κάτι με ξενέρωνε στο τέλος - ένας λάθος τίτλος, μια υπερφίαλη ματζέντα, η κακή σκηνοθεσία στο ξεφύλλισμα των σελίδων. Αλλά το πάλευα. Κι η πάλη με κράταγε ζεστό, ενώ τα χρόνια, οι δεκαετίες περνούσαν.

Αν μπορούσα να σας περιγράψω τη βαθιά ηδονή που νιώθω όταν διαβάζω τα έντυπα που εκτιμώ - π.χ. τους «New York Times». Δεν είναι μόνο το κείμενο. Χαζεύω με τις ώρες τα Cheltenham, το τέλειο μπουκέτο κάθε τίτλου, που δημιουργείται με άνισα μεγέθη λέξεων (σήμα κατατεθέν της εφημερίδας) –πόσο ερωτικά κουμπώνουν και γίνονται σαν να ‘ταν πάντα έτσι-, τα πλούσια, τολμηρά λευκά, τις φωτογραφίες με τα κορεσμένα, σχεδόν reversed χρώματα. Όταν κατάφερα να μάθω τη μαστορική αυτής της δουλειάς και στάθηκα τυχερός να την εξασκήσω διά βίου, δεν χρειαζόμουν τίποτ’ άλλο. Ούτε λεφτά, ούτε δόξα, ούτε δύναμη. Μόνο την ελευθερία να την εξασκώ χωρίς να μου ζαλίζουν οι άσχετοι τον έρωτα.

Και να σου, τώρα, στο βασίλεμα του βίου μου, που έγινε ένα κρακ - ή έτσι νομίζω. Και μένουν τα περιοδικά αδιάβαστα, αξεφύλλιστα στο τραπέζι της κουζίνας. Κι έχω ν’ αγοράσω κυριακάτικες πάνω από μισό χρόνο (ημερήσιες, δεν το αναφέρω καν). Ακόμα και τα περιοδικά πολυτελείας (το «Love», το «i-D», τα interiors magazines), ακόμα και το αγαπημένο μου «New York», βαριέμαι να τα ξεφυλλίσω – γιατί υπάρχει το ολοκληρωτικό, παραισθησιογόνο, άχραντο, ατελεύτητο, πρωτεϊκό, ανεκλάλητο ίντερνετ. Που με χτυπάει κάτω σαν χταπόδι, αφότου αποφάσισα να σχεδιάσω το νέο σάιτ μας (το οποίο σκίζει).

Δεν ξέρω πού θα βγει και πού θα κάτσει η μπίλια. Αλλά νομίζω ότι η φάση είναι μη αναστρέψιμη: όπως το νερό της θάλασσας τρώει τον βράχο, έτσι και ο φωσφορισμός της οθόνης θα φάει το χαρτί. Θα μείνουν μόνο τα βιβλία. Το βύθος ενός άλλου κόσμου, ποιητικού, φανταστικού ή άκρα στοχαστικού. Όμως η δημοσιογραφία θα ασκείται και θα ξεδιπλώνεται και θα αναγεννάται ολόκληρη μέσα στο ίντερνετ. Ίσως όταν αυτό επισυμβεί, εγώ δεν θα γυρνώ στα πέριξ - αλλά θα επισυμβεί. Δεν νιώθω ίχνος πικρίας, αντιθέτως.

Θα θελα να ‘μαι εδώ από περιέργεια, όταν μπορέσει και η ελληνική δημοσιογραφία να φτιάξει ένα θαύμα όπως η έκδοση των «New York Times» για iPad. Ή ένα ελληνικό σάιτ όπως της «Guardian». Μου κάνει εντύπωση πόσο εύκολα ξέχασα και το κοίλωμα του στοιχείου στο εφημεριδόχαρτο και το ιλιγγιώδες decoration στο «Vanity Fair» του Carter - πόσο εύκολα περνούν τα γούστα και τα πάθη κι η πληροφορία ταξιδεύει και αλλάζει, κρατώντας αδιαπραγμάτευτο ένα μόνο συστατικό της: το αίτημα της ποιότητας.

(Πάντως, ξεκοκάλισα το προηγούμενο τεύχος μας και στο χαρτί!)

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ