Αν και οι τιμές των κρεάτων παρουσιάζουν αρνητική ετήσια μεταβολή της τάξεως του 2,22% (δειγματοληψία από Βαρβάκειο αγορά), το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι αναμένεται οριακά ακριβότερο κατά 1,82% σε σχέση με το 2014.
Σύμφωνα με δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ.) της Ε.Σ.Ε.Ε. κατά την περίοδο 16 έως 21 Δεκεμβρίου 2015, το χριστουγεννιάτικο οικογενειακό τραπέζι θα κοστίσει 147,39 ευρώ έναντι 144,76 ευρώ που κόστιζε πέρυσι και 147,75 το 2013, την ίδια ακριβώς περίοδο, με τα ίδια ακριβώς προϊόντα.
Η καταγεγραμμένη, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2014, μικρή αύξηση των 2,63 ευρώ (που αντιστοιχεί σε ποσοστιαία αύξηση 1,82%), οφείλεται κατά κύριο λόγο στους αυξημένους συντελεστές ΦΠΑ των γλυκισμάτων (κουραμπιέδες και μελομακάρονα) από το 13% στο 23%.
Σε ότι αφορά στα κρέατα την πλέον αξιοπρόσεκτη μεταβολή παρουσιάζει η τιμή του αρνιού (-4,62%), η οποία κυμαίνεται στα 6,2 ευρώ/κιλό, ακολουθούμενη από τη μικρότερη μείωση της τιμής της γαλοπούλας (-3,03%), ενώ στον αντίποδα αύξηση της τάξεως του 2,70% εμφανίζει η τιμή του χοιρινού. Αντίθετα, ανάμικτη είναι η τάση που παρατηρείται για τα προϊόντα σούπερ μάρκετ, καθώς ενώ για τα αναψυκτικά, τις μπύρες και τη φέτα σημειώνεται μία μείωση -3,03%, -6,56% και -2,07% αντίστοιχα, άνοδο εμφανίζουν τα κρασιά (24,59% το λευκό και 4,62% το κόκκινο) και η τιμή του ελαιόλαδου (14,81%).
Αναφορικά με τις τιμές των φρούτων και των οπωροκηπευτικών το κόστος προμήθειάς τους κινείται σε χαμηλότερα από τα περυσινά επίπεδα (-0,92%), με την τιμή της πατάτας να καταγράφει τη μεγαλύτερη αύξηση (18,52%), σε αντίθεση με την υποχώρηση της τιμής του λάχανου (-16,28%) που σημειώνει τη μεγαλύτερη ετήσια πτωτική πορεία.
Η σημαντικότερη παράμετρος που συντελεί ουσιωδώς στη μικρή ετήσια αυξητική τάση του κόστους του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού για το 2015, εντοπίζεται στην άνοδο των τιμών της κατηγορίας των γλυκών/εδεσμάτων, καθώς η μεσοσταθμική άνοδος, εξαιτίας κυρίως των αυξημένων συντελεστών ΦΠΑ από 13% στο 23% στα μελομακάρονα και στους κουραμπιέδες, προσεγγίζει το 8,36% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Μειωμένος ο τζίρος Δεκεμβρίου, κατά την ΕΣΕΕ
Οι εκτιμήσεις της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας, για συρρίκνωση του κύκλου εργασιών του μηνός Δεκεμβρίου το 2015 κατά -8,3% σε σύγκριση με εκείνον του 2014, εδράζονται σε μία αλληλουχία γεγονότων, που επέδρασαν αρνητικά τόσο στη ψυχολογία των καταναλωτών (μείωση καταναλωτικής δαπάνης), όσο και στην απρόσκοπτη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Ο τζίρος του Δεκεμβρίου 2015 εκτιμάται στα 3,22 δις ευρώ, έναντι των 3,55 δις ευρώ το 2014 (μείωση 8,3%) και τα 5,55 δις ευρώ τζίρου το 2009 (μείωση 42%).
Ειδικότερα, οι σημαντικότερες παράμετροι της εκτιμώμενης ετήσιας πτωτικής πορείας του τζίρου στα καταστήματα λιανικής, σταχυολογούνται ως εξής:
- Οι παρενέργειες από την επιβολή των Capital Controls στη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του έτους, αν και βαίνουν σταδιακά μειούμενες με τις επιχειρήσεις να επιδεικνύουν υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας, συνεχίζουν να αποτελούν περιοριστικό παράγοντα της προώθησης και ανάπτυξης του εγχώριου επιχειρείν.
- Η πληθώρα φορολογικών υποχρεώσεων που πρέπει να διευθετηθούν μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου (3η δόση ΕΝΦΙΑ, πληρωμή τελών κυκλοφορίας 2016, δόση στο πλαίσιο ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, καταβολή ΦΠΑ για τις μεγάλες επιχειρήσεις), συνιστά ανασταλτικό παράγοντα της τόνωσης της δαπάνης του καταναλωτικού κοινού, που παρατηρείται διαχρονικά στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτους.
- Η διαπιστωμένη μεταρρυθμιστική κόπωση φορέων τόσο του Ιδιωτικού όσο και του Δημόσιου τομέα, σαν αποτέλεσμα των υπέρμετρων απαιτήσεων, δημοσιονομικού κυρίως χαρακτήρα, που εγείρουν οι δανειστές μας, αποσυντονίζουν την Αγορά και διαμορφώνουν ένα κλίμα αβεβαιότητας και συνεχούς αναβλητικότητας.
Όπως σημειώνεται από την ΕΣΕΕ, "οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις γίνονται κατά προσέγγιση και προέρχονται από επεξεργασία του ΙΝ.ΕΜ.Υ. σύμφωνα με τη συμμετοχή του δείκτη του μηνός Δεκεμβρίου στο συνολικά καταγεγραμμένο τζίρο, όπως αυτός προκύπτει από τον ετήσιο Δείκτη Κύκλου Εργασιών. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ΔΚΕ δεν ταυτίζεται απόλυτα με τις κατηγορίες που περιγράφονται στην Ετήσια Διαρθρωτική Έρευνα, γεγονός που οδηγεί μόνο στην κατά προσέγγιση συσχέτιση των μεγεθών, με σημαντικές υποομάδες του λιανικού εμπορίου να μην συμπεριλαμβάνονται στα εκτιμώμενα ποσά".