Για πολλά χρόνια ο Βόλος ήταν για μας το υποχρεωτικό πέρασμα καθ’ οδόν για Πήλιο. Γκρινιάζαμε για το μποτιλιάρισμα και τον προσπερνούσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ένα καλοκαίρι, παίρνοντας πρωινό και κάνοντας check out στο Μούρεσι, είπαμε να σταματήσουμε για ένα τσίπουρο στον Βόλο.
Αφού βολτάραμε στην παραλία, αποφασίσαμε να μπούμε στην αγορά της πόλης, αναζητώντας κάποιο καφενείο λιγότερο «τουριστικό». Επιλέξαμε ένα βάσει ενστίκτου, παραγγείλαμε δυο τσίπουρα και αρχίσαμε να κοιτάμε τον κατάλογο για τα περαιτέρω. Τα τσίπουρα ήρθαν αστραπιαία μαζί με αξιοπρόσεκτους μεζέδες, που όμως −οποία έκπληξη!− δεν είχαμε παραγγείλει.
Κάπως έτσι πήραμε το βάπτισμα του πυρός και μπήκαμε στο παιχνίδι να ανακαλύψουμε τι θα μας φέρουν στον επόμενο γύρο. Ντρέπομαι που ομολογώ ότι ξεκινήσαμε για Σαλαμίνα μάλλον μεθυσμένοι, αλλά τουλάχιστον σταματήσαμε άμεσα και ήπιαμε δυο ενισχυμένους φραπέδες, για να έρθουμε στα ίσια μας. Έκτοτε, ο Βόλος έπαψε να είναι πέρασμα. Έγινε προορισμός.
Πρώτη ημέρα
Η πρώτη γνωριμία με τον Βόλο δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την παραλία, που σφύζει από ζωή. Έχοντας ως αφετηρία το μόλις ανακαινισμένο Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Βαγγέλης Παπαθανασίου», που καμαρώνει για τη μεγαλύτερη σκηνή των Βαλκανίων, θα συναντήσετε παρακάτω το δημαρχείο της πόλης, έργο του Δημήτρη Πικιώνη.
Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας είναι μια ενδιαφέρουσα και γραφική πλευρά της πόλης. Οι Μικρασιάτες φαίνεται πως είναι αυτοί που έφεραν στον Βόλο την ιεροτελεστία του τσίπουρου με τον κάθε φορά διαφορετικό μεζέ, γι’ αυτό και θα εντοπίσετε πολλά τσιπουράδικα: ταπεινά, ακριβά, trendy και «πειραγμένα», υπάρχει ένα για κάθε γούστο.
Λίγο πιο «μέσα», το νεοκλασικό κτίριο του Δημοτικού Ωδείου «συνομιλεί» με τον γυάλινο πύργο του Κέντρου Τέχνης «Τζόρτζιο ντε Κίρικο» το οποίο, εκτός από τις περιοδικές εκθέσεις που διοργανώνει, φιλοξενεί τη συλλογή με έργα Ελλήνων καλλιτεχνών που δώρισε ο συλλέκτης Αλέξανδρος Δάμτσας.

Περπατώντας στην πεζοδρομημένη λεωφόρο Αργοναυτών −μην ξεχνάτε πως βρισκόμαστε στην πόλη τους− εύκολα θα εντοπίσετε το εντυπωσιακό αρ νουβό ξενοδοχείο «Αίγλη» αλλά και το κινηματοθέατρο «Αχίλλειον», που το σχεδίασε ο Βολιώτης αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Αργύρης, λειτουργεί από το 1925 και έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Το εμβληματικό και ιδιαίτερα φωτογενές κτίριο της πόλης δεν είναι άλλο από τις πρώην καπναποθήκες του Παπαστράτου, με τους χαρακτηριστικούς ασημένιους θόλους. Εκεί όπου από το 1935 γινόταν η αποθήκευση και η επεξεργασία του καπνού, σήμερα στεγάζονται υπηρεσίες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η παρουσία του οποίου έδωσε νέα πνοή στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας.
Στο μεγάλο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου μπορείτε να πάρετε μια ανάσα. Εδώ βρίσκεται και ο ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που χτίστηκε το 1936 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και είναι σημείο αναφοράς της σύγχρονης πόλης. Στη συνέχεια θα βρείτε και το Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου, ένα από τα παλαιότερα μουσεία της χώρας, στο οποίο −για να είμαι ειλικρινής− δεν έχω πάει.
Αν αναζητάτε ένα ξεχωριστό μαγαζί για να πιείτε τον καφέ σας, να φάτε γλυκό, να ταξιδέψετε και στο παρελθόν, τότε η «Μινέρβα» σας περιμένει. Κομμάτι της ιστορίας τής πόλης σχεδόν ενενήντα χρόνια, στο ίδιο σημείο στην παραλία από το 1962, έφερε πρώτη τον φραπέ στον Βόλο και είναι διάσημη για την περίφημη «πάστα φούρνου», η οποία… δεν φτιάχνεται στον φούρνο.

Επόμενο σημείο ενδιαφέροντος είναι τα Παλαιά, η περιοχή που διασώθηκε από τον σεισμό του 1955 και η οποία φαίνεται πως είναι στ’ αλήθεια πολύ παλιά. Κατοικείται από το 3.000 π.Χ., ενδεχομένως ταυτίζεται με την αρχαία Ιωλκό, την πατρίδα του Ιάσονα, και σήμερα εκεί μπορείτε, εκτός από τα όμορφα νεοκλασικά, να δείτε ρωμαϊκά λουτρά, τα ερείπια του κάστρου, την πλατεία των Αγίων Θεοδώρων αλλά και μια οθωμανική πυριτιδαποθήκη του 1600 – ένα απίθανο μείγμα εποχών.
Στα Παλαιά βρίσκεται και το καταπληκτικό Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας, που στεγάζεται στο πρώην εργοστάσιο Τσαλαπάτα (1926). Πρόκειται για ένα σπάνιο δείγμα διασωζόμενου βιομηχανικού συγκροτήματος στον ελληνικό χώρο, που ανήκει στο Δίκτυο Θεματικών Τεχνολογικών Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, δυστυχώς όμως ο τυφώνας Ντάνιελ προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο μουσείο, που παραμένει προς το παρόν κλειστό.
Ο προσφυγικός συνοικισμός της Νέας Ιωνίας είναι άλλη μια ενδιαφέρουσα και γραφική πλευρά της πόλης. Οι Μικρασιάτες φαίνεται πως είναι αυτοί που έφεραν στον Βόλο την ιεροτελεστία του τσίπουρου με τον κάθε φορά διαφορετικό μεζέ, γι’ αυτό και θα εντοπίσετε πολλά τσιπουράδικα: ταπεινά, ακριβά, trendy και «πειραγμένα», υπάρχει ένα για κάθε γούστο.

Αφού φάτε και πιείτε όσο αντέχετε, πηγαίνετε μια βόλτα και στον αναλλοίωτο από το 1884 Σιδηροδρομικό Σταθμό Βόλου. Στον πρώτο όροφο λειτουργεί μουσείο µε σπάνιο υλικό από την ιστορία των σιδηροδρόµων στην περιοχή, σχεδόν απέναντι όμως θα βρείτε τον «Χαλβά Βόλου Παπαγιαννόπουλου», που εδώ και πάνω από έναν αιώνα κλέβει την καρδιά των απανταχού λάτρεων του χαλβά.
Δεύτερη ημέρα
Έχοντας το βουνό των Κενταύρων σε απόσταση αναπνοής, είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να «πεταχτεί» σε ένα από τα υπέροχα χωριά του. «Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα», λέει η λαϊκή σοφία: οι επιλογές είναι πολλές και εξίσου ενδιαφέρουσες, και καμία δεν πρόκειται να σας απογοητεύσει.
Μια επιλογή είναι να επισκεφθείτε τις Μηλιές, οι οποίες βρίσκονται κοντά στον Βόλο αλλά και… μακριά. Εξηγούμαι. Αν πάρετε το αυτοκίνητο, θα είσαστε εκεί σε μισή ωρίτσα το πολύ, υπάρχει όμως μια πολύ καλύτερη ιδέα, παρότι χρονοβόρα: ο Μουντζούρης.

Μπορεί να μην καίει πια κάρβουνο, το τρενάκι του Πηλίου εξακολουθεί όμως τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και το καλοκαίρι να ενώνει τα Άνω Λεχώνια με τις Μηλιές μέσω μιας μυθικής διαδρομής μήκους δεκαπέντε χιλιομέτρων, η οποία −συμπεριλαμβανομένης μιας μικρής στάσης για ξεμούδιασμα και χάζι στην Άνω Γατζέα− διαρκεί μιάμιση ώρα.
Η διαδρομή, που θεωρείται μνημείο σιδηροδρομικής αρχιτεκτονικής και συντέλεσε στην ανάπτυξη των χωριών του Πηλίου, ολοκληρώθηκε το 1903 υπό την επίβλεψη του Εβαρίστο ντε Κίρικο, έργο του οποίου είναι η μεγάλη μεταλλική γέφυρα του Ταξιάρχη ή Ντε Κίρικο –αν αναρωτιέστε, δεν πρόκειται για συνωνυμία, ο μηχανικός είναι ο πατέρας του ζωγράφου Τζόρτζιο ντε Κίρικο.
Η λίθινη πεντάτοξη γέφυρα Καλόρεμα είναι η πιο εντυπωσιακή και «ψαρωτική» από όλες όσες διασχίζει το τρενάκι, δεν θα δυσκολευτείτε να την εντοπίσετε. Φτάνοντας στις Μηλιές, πριν εγκαταλείψετε τον όμορφο σταθμό, αφιερώστε λίγο χρόνο για να δείτε με ποιο κόλπο θα στρίψει η μηχανή του τρένου για να πάρει θέση για την επιστροφή.

Ακολουθώντας τους υπόλοιπους, θα φτάσετε στο μονοπάτι που οδηγεί στην πλατεία του χωριού με την υπέροχη θέα. Εδώ μπορείτε να φάτε και να πιείτε, μην παραλείψετε όμως να επισκεφθείτε τον Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών κι ας μη σας γεμίζει το μάτι.
Φτιαγμένος για να περνά απαρατήρητος από τους Τούρκους, ο ναός, που ανακαινίστηκε το 1741 αλλά δεν ξέρουμε πότε χτίστηκε, έχει δώδεκα κρυφούς τρούλους, ιδιαίτερη ακουστική χάρη σε σαράντα οκτώ ανάποδα πιθάρια ενσωματωμένα στην οροφή και μερικές από τις πιο ξεχωριστές αγιογραφίες που έχω δει − παρατηρήστε τον ζωδιακό κύκλο στον πρόναο και θα καταλάβετε τι εννοώ.
Σπουδαία είναι και η βιβλιοθήκη του χωριού, η οποία συνδέεται ιστορικά με τη Μηλιώτικη Σχολή, που ιδρύθηκε από τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Άνθιμο Γαζή, και περιλαμβάνει 3.355 παλαιά τυπωμένα βιβλία, 116 χειρόγραφα, καθώς και αντικείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον που ανήκαν σε αυτήν.
Σε περίπτωση που η ιδέα της εκδρομής με το τρενάκι δεν σας γοητεύει, ο Άγιος Λαυρέντιος είναι κοντά στον Βόλο και μια τέλεια ιδέα – κατά την ταπεινή μου γνώμη πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα ορεινά χωριά στην Ελλάδα, πνιγμένο στις καστανιές, στα πλατάνια και στις οξιές.

Παλαιότερα δεν τον γνώριζε σχεδόν κανείς από τους περιστασιακούς επισκέπτες της περιοχής, τα τελευταία χρόνια όμως έχει γίνει γνωστός χάρη στο «Μουσικό Χωριό», τη διεθνή μουσική κοινότητα που πραγματοποιεί εκεί πληθώρα εκδηλώσεων στο τέλος του καλοκαιριού, από το 2006.
Αφού αφήσετε το αυτοκίνητο έξω από τον οικισμό, πάρτε το «αρχαίο» και ζόρικο καλντερίμι που θα σας οδηγήσει στην καταπληκτική, ολοζώντανη πλατεία με τα αυθεντικά παραδοσιακά καφενεία και το παλιό κοινοτικό κατάστημα με το χαρακτηριστικό ρολόι. Το «σύστημα» του τσίπουρου με μεζέ που κάθε φορά αναβαθμίζεται τηρείται κι εδώ με ευλάβεια, οπότε δύσκολα θα ξεκολλήσετε από το τραπέζι.
Όταν νιώσετε έτοιμοι, ανηφορίστε προς το ομώνυμο μοναστήρι, που ολοκλήρωσε το 1378 ο Αγιορείτης μοναχός Λαυρέντιος, όταν εγκατέλειψε τη Μόνη Μεγίστης Λαύρας με αφορμή την επικράτηση της αίρεσης των Βαρλαάμ και Ακινδύνου.
Αν πάλι το μονοπάτι σάς φαίνεται… Γολγοθάς, αναζητήστε την πλατεία Χατζίνη, το καταπράσινο ξέφωτο στην άκρη του χωριού με θέα τη γειτονική Δράκεια, όπου το μυαλό ταξιδεύει και η φύση ησυχάζει – αν είστε οργανωμένοι, μπορείτε να καθίσετε εκεί με τις ώρες.