Κυριακή 13:10, στο μετρό
Δίπλα μου, ανάμεσα στον κόσμο που συνωστίζεται στο βαγόνι -η Αθήνα είναι όλη κλειστή λόγω του Κλασικού Μαραθωνίου- είναι ένα παιδάκι. Θα 'ναι δεν θα 'ναι έξι χρόνων.
«Δεν πρέπει να επηρεάζεσαι με την κάθε βλακεία που σου λένε», του λέει κάπως αυστηρά η μητέρα του, που φοράει ένα γκρι παλτό και σκούφο. «Μαμά, μήπως εσύ θα έπρεπε να σταματήσεις να μου κάνεις παρατηρήσεις;», απαντάει αυτό. Το κοιτάω εξεταστικά έτσι όπως κρατιέται απ’ τα κάγκελα του βαγονιού: έχει μπλε μάτια με μακριές, μαύρες βλεφαρίδες. «Όχι», του λέει εκείνη λίγο πιο μαλακά, «κάνω παρατηρήσεις σε όλους, όχι μόνο σ' εσένα». «Εντάξει, λοιπόν. Κι εγώ θα φύγω απ’ τον δημόσιο αυτόν χώρο», της απαντάει εκείνο με ύφος επιτρόπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι ασύλληπτο το τι βγαίνει ώρες-ώρες από το στόμα των παιδιών. Το παιδί μιας γνωστής μου της είπε «εγώ κοκώσει νινί», ενώ χάιδευε τη φουσκωμένη κοιλιά της που φιλοξενούσε το μελλοντικό του αδερφάκι.
Πρόσφατα ανακάλυψα το παιδικό μου ημερολόγιο. Είναι ένα ροκοκό κιτς κατασκεύασμα που ανοίγει με μια σπασμένη πλέον χρυσή κλειδαριά. Στο εξώφυλλο έχει ένα κοριτσάκι με καπέλο. Για κάποιον λόγο το είχα ψεκάσει με το άρωμα της Barbie κι έτσι ακόμα μυρίζει πλαστικό. Ανάμεσα σε διάφορα φρικιαστικά του στυλ «Εύχομαι να ψοφήσει» για μια ηλικιωμένη θεία που προφανώς με είχε αγνοήσει κάποτε, πρωτότυπες ποιητικές συνθέσεις για διαφημίσεις αρωμάτων (επιφανειακό παιδί του καπιταλισμού), περιγράμματα από φλούο φορέματα που είχα σχεδιάσει μόνη μου, έγραφα «Η μαμά δεν ξέρει τι σημαίνει να τρως μόνο ένα αυγό για βραδινό».
Κυριακή 13.30, στο σταθμό Μέγαρο Μουσικής
Η Βασιλίσσης Σοφίας είναι κλειστή λόγω του Μαραθωνίου κι έτσι αρχίζω να περπατάω κατά μήκος της λεωφόρου με τα χέρια μου βαθιά μέσα στις τσέπες, ενώ τουρτουρίζω απ’ το κρύο. Στ’ αριστερά οι δρομείς είναι στην τελική ευθεία πριν απ’ τον τερματισμό, ενώ ο αέρας φυσάει μανιασμένος: άνθρωποι τυλιγμένοι με αλουμινόχαρτα και αδιάβροχα, ένας είναι γυμνός από τη μέση και πάνω, κάποιοι απλώς βαδίζουν γρήγορα λίγο πριν απ’ το τέλος. Λίγο πριν απ’ το Αρεταίειο μου φαίνεται ότι ακούω κλάμα μωρού, αλλά δεν δίνω σημασία. Σε λίγο το ξανακούω. Γυρνάω και βλέπω ένα ζευγάρι γύρω στα τριάντα που τρέχει στον μαραθώνιο, τσουλώντας εναλλάξ ένα καρότσι - μέσα είναι ένα μωρό που ουρλιάζει. Το μωρό φοράει έναν άσπρο σκούφο μέσα στο αεροδυναμικό του καρότσι, που είναι τυλιγμένο με το χοντρό νάιλον που χρησιμοποιούν οι καφετέριες τον χειμώνα για να κάνουν το πεζοδρόμιο κομμάτι του μαγαζιού (κατοχυρωμένη ελληνική πατέντα). Η μητέρα του έχει μακριά ξανθά μαλλιά. Σκέφτομαι την αντίστοιχη περίπτωση που ζευγάρι Ελλήνων θ’ αποφάσιζε να τρέξει σε μαραθώνιο 42 χιλιομέτρων με μωρό στο καρότσι, ενώ έξω έχει 7 βαθμούς. Νομίζω ότι ακούω ήδη τις στριγκλιές των παππούδων/ γιαγιάδων που φωνάζουν «Ιιιιιιιιιι…..Το παιδίιιιιιι μες στο κρύο». Ένας Άγγλος φίλος μου έλεγε πάντα πως οι Ελληνίδες μανάδες τραβάνε όλα τα φωνηέντα στο τέλος, ειδικά όταν φωνάζουν τις κόρες τους. («Μαρίναααααα, Δέσποινααααααα», τσίριζε κοροϊδευτικά). Μερικές μέρες μετά μιλάω με μια Αμερικανίδα δημοσιογράφο - με ενημερώνει πως το να τρέχεις με το καρότσι είναι συνηθισμένο στην Αμερική. «Τα παιδιά μου το λάτρευαν, όταν ήταν μικρά», μου λέει. «Το μόνο κουραστικό είναι ότι όταν έτρεχα μου έκαναν ερωτήσεις συνέχεια». «Τι ερωτήσεις δηλαδή;» λέω. Ήθελαν να μάθουν τα πάντα. Πώς πετάνε τα πουλιά; Από τι είναι φτιαγμένα τα σύννεφα;
Τ’ αστέρια κολυμπάνε στον ουρανό, όπως τα κύματα στη θάλασσα;».
σχόλια