Σάββατο, 23:00, στα Εξάρχεια.
Έχουμε μαζευτεί όλες στην Καλλιδρομίου, κάτω από το σπίτι της μέλλουσας νύφης (όλες παντρεύονται, έχει κάτι το νερό μάλλον), για να πάρουμε ταξί. Μόνο εγώ φοράω τα κανονικά μου ρούχα, οι άλλες έχουν φορέσει παγιέτες και φούτερ με αστραπές προκειμένου να είναι έτοιμες για την ντίσκο Boom Βoom στις Τζιτζιφιές. Όταν, επιτέλους, μαζευόμαστε και σταματάμε ένα ταξί, ανοίγω την πόρτα και λέω «Καλησπέρα. Στις Τζιτζιφιές πάμε». (Πάντα ήθελανα το πω αυτό). Λέω στα κορίτσια ότι ένα από τα πρώτα ρεπορτάζ μου για τη LifΟ το 2006 ήταν για την ντισκοτέκ Boom Boom. O ιδιοκτήτης κ. Σούλης, ένας αρχοντάνθρωπος με γκρι κοτσίδα, μου είχε πει «Γράψε ό,τι θες, δυσφήμισέ με, αν χρειάζεται, αλλά γράψε».
23:20, στην Boom Boom.
Στην είσοδο μια αφίσα ανακοινώνει «Μαγαζί πλήρες και μπάτσελορ». «Εγώ είμαι αυτή», λέει η Μυρτώ και χοροπηδάει. Μέσα τα τραπέζια είναι περισσότερα, αλλά η ξύλινη πίστα με τους καθρέφτες παραμένει ίδια. Μας οδηγούν σ’ ένα τραπέζι με τιγρέ καθίσματα, γεμάτο μπαλόνια που γράφουν «Η ώρα η καλή» και «Να ζήσετε», τα οποία είναι μάλιστα στερεωμένα με κλάμερ μαλλιών. Στις 12 ακριβώς ο DJ Soulis ανεβαίνει στο κουβούκλιο ανάμεσα από τα πλαστικά λουλούδια κι αρχίζει το πρόγραμμα. Η αμηχανία κρατάει δυο τραγούδια ακριβώς - ορμάνε όλοι στην πίστα. Χορεύουμε σε κύκλο το «Σου ’δωσα την αγάπη μου, καθετί που ’χα μες στην καρδιά μου» κάτω από πράσινα φωτορυθμικά. Δίπλα μας, μπροστά από τον καθρέφτη, χορεύει ενθουσιωδώς μια πολύ κοντή και χοντρή κοπέλα, που φοράει μια μπλούζα που λέει «Yes please». Δεν είχα ποτέ μου συνειδητοποιήσει πόση ώρα διαρκούν τα παπάκια, ούτε η Μακαρένα, ούτε το «σκα-σκα-σκα σουσού». Ή εγώ έχω γεράσει ή διαρκούν παραπάνω κι από την Πέμπτη του Μπετόβεν. Ένα αγόρι δίπλα μας, σε μια ύστατη προσπάθεια να ρίξει μια ξανθιά, όμορφη κοπέλα, έχει ανοίξει διάπλατα το πουκάμισό του σαν να είναι ο Σάκης Ρουβάς και τη στροβιλίζει στην πίστα υπό τους ήχους του «It’s raining men», ενώ ο DJ Soulis διακόπτει τη ροή του προγράμματος για να κάνει ανακοινώσεις « Ένα Νισάν με αριθμό πινακίδας ΙΧΑ 2530 μπλοκάρει την είσοδο. Ε-πα-να-λαμβάνω, μπλοκάρει την είσοδο» ή «Άκη, πού είσαι; Η Μαρίνα είναι ερωτευμένη μαζί σου και ντρέπεται να σ’ το πει και σε θέλει σε γάμο με παπά και με κουμπάρο».
Ώρα 2:00, καθισμένες στο τιγρέ μας τραπέζι.
Ο κ. Σούλης εύχεται από το μικρόφωνο «Χρόνια πολλά στη Βιβή και στην Αγγελική και στην Εύα. Και στη Μυρτώ που παντρεύεται», ενώ εμείς χειροκροτάμε. Έρχονται στο τραπέζι και τα δώρα του μαγαζιού: ένα κεράκι και δυο σακούλες με δώρα (ένα γουρουνάκι-κουμπαράς, ένα αρκουδάκι που λέει «I love you» κι ένα περίεργο πλαστικό βάζο). Το καλύτερο δώρο, όμως, είναι μια πελώρια παλιομοδίτικη κούκλα ντυμένη νύφη, με πέρλες και καπελίνο - το ακρυλικό κρινολίνο της ανοιγοκλείνει μάλιστα σαν ομπρέλα. Έχει ένα λοξό, σατανικό βλέμμα. «Φαντάσου», λέω στη Μυρτώ ψιθυριστά, κάτω από την ντισκομπάλα, «ότι ένα βράδυ θα ξυπνήσεις και θα τη δεις πάνω απ’ το κρεβάτι σου, ενώ γύρω σας θ’ αστράφτουν οι βροντές και οι αστραπές. Το πρόσωπό της θα παραμορφώνεται σιγά-σιγά, ενώ θα σου χαϊδεύει γλυκά τα μαλλιά. Εσύ θα την κοιτάς πετρωμένη. Θα σου πιάσει το χέρι -κρύο σαν πέτρα- και θα σου πει «Ακολούθησέ με στο φως».
σχόλια