Oλες οι πρωτεύουσες των ευρωπαϊκών χωρών διαθέτουν έναν χάρτη, μία έρευνα σπιθαμή προς σπιθαμή, όπου κάθε δρόμος, κάθε κτίριο, κάθε άγαλμα, έχει κάτι να θυμίσει από το παρελθόν. Ο επισκέπτης –ειδικά όταν είναι ξένος– παίζει λιγάκι την τυφλόμυγα, διότι ξέρει μεν ότι βλέπει, αλλά ελάχιστα καταλαβαίνει. Μάλιστα, όταν έχουμε να κάνουμε με την αρχαιότερη πρωτεύουσα της ευρωπαϊκής ηπείρου, η αφήγηση τόπων, κτιρίων, δρόμων, μνημείων, αρχαιολογικών χώρων μοιάζει με αιώνιο παραμιλητό. Όταν ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί επισκέφτηκε την Αθήνα το 1667 σημείωσε: «Επτά χιλιάδες συνολικά είναι τα σπίτια της Αθήνας – όλα κεραμοσκέπαστα και πολύ στέρεες πέτρινες κατασκευές. Εδώ δεν πρόκειται να δεις ξύλινο σπίτι ή χτισμένο με τούβλα και λάσπη και σκεπασμένο με χώματα. Όλα τα οικοδομήματα είναι τέλειες λιθοδομές, στρωμένες με κουρασάνι, ασβέστη και γύψο. Τα σπίτια έχουν στέρνες για να μαζεύουν τα νερά της βροχής (που πέφτουν στις στέγες και τους εξώστες). Επειδή δεν έχει λασπουριά, δεν κατασκευάζουν καλντερίμια».
Η έρευνα των δύο συγγραφέων απλώνεται σε έντεκα κεφάλαια και ο οδηγός τους ακολουθεί τους τόπους, τα κτίρια και τους δρόμους. Πλάκα, Ακρόπολη, εμπορικό κέντρο Αιόλου, οδός Ακαδημίας και λεωφόρος Αλεξάνδρας, Ελαιώνας, πλατεία Συντάγματος, Ομόνοια, Χαυτεία και Πατήσια. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρεμβολή από τα αποσπάσματα γνωστών έργων που σχολιάζουν και δίνουν άλλη βαθύτητα σε όσα βλέπει (και δεν βλέπει) το μάτι. Αντί, λοιπόν, να κάνουμε συνολική αποτίμηση, προτιμήσαμε να περιγράψουμε το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Πλάκα», για να πάρει ο αναγνώστης μια ισχυρή δόση από την πιο παλαιά συνοικία της Αθήνας.
Η ονομασία Πλάκα οφείλεται στην αρβανίτικη διάλεκτο και σημαίνει «παλαιός» (πλάκα Αθήνα: παλιά Αθήνα), καθότι συνδέεται με την κατοίκηση της περιοχής κατά τα τέλη του 16ου αιώνα από Αρβανίτες της Αργοναυπλίας. Επίσης, αρβανίτικη είναι και η ονομασία «Γκάγκαρος», ήτοι γνήσιος Αθηναίος, προέρχεται δε από τη λέξη «Βάγκαρης», ήτοι μισθοφόρος αποστρατευμένος.
Πλακιώτης ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανατάς και εμφανίστηκε στην πόλη το 1860. Γύριζε στους δρόμους της πόλης με το γαϊδουράκι του φορτωμένο κανάτια. Τις Κυριακές, όμως, μεταμορφωνόταν σε αριστοκράτη και οι εφημερίδες τον τιμούσαν με ειδικά σχόλια. Όταν έφτανε στην πλατεία Συντάγματος, η ορχήστρα της Φρουράς έπαιζε το γνωστό άσμα.
Το 1658 Γάλλοι Καπουτσίνοι μοναχοί ίδρυσαν μονή στην Αθήνα και έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους, σε αντίθεση με τους Βενεδικτίνους του Δαφνιού και τους Ιησουίτες. Άλλωστε, είναι οι πρώτοι που εκπόνησαν χάρτη της αρχαίας Αθήνας. Έγραφε ο Λόρδος Μπάιρον, που φιλοξενήθηκε στη μονή: «Μένω στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, μπροστά μου έχω τον Υμηττό, πίσω μου την Ακρόπολη, δεξιά μου τον ναό του Δία, μπροστά το Στάδιο, αριστερά μου την πόλη, ε, κύριε, αυτό θα πει τοπίο, αυτο θα πει γραφικότητα! Δεν υπάρχει, κύριε, τίποτα παρόμοιο στη Λόντρα, όχι, ούτε καν η κατοικία του Λόρδου Δημάρχου».
Τα Χριστούγεννα του 1843 στήθηκε το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια από τη Ρωσία, καίτοι η πρώτη του εμφάνιση θα πρέπει να έγινε στη βασιλική κατοικία του Όθωνος, καθότι το έθιμο ήταν γερμανικό και υπήρχε στη Βαυαρία. Γράφει ο κυρ-Αλέξανδρος στο κείμενό του «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις»: «Ήκουες μειλίχιους ψιθυρισμούς ν' αναμειγνύονται με την νυκτερινήν αύραν και όλα αυτά, η μελωδία των ασμάτων, της κιθάρας οι φθόγγοι, το φύσημα της αύρας, οι ψιθυρισμοί εις το σκότος και των ανθέων το άρωμα απετέλουν κράμα τι ηδυπαθές, απερίγραπτον, άρρητον, το οποίον μόνον η τουρκική λέξις γκιουζέλ θα ηδύνατο κατά προσέγγισιν να εκφράση».
Τον Ιούνιο του 1825, όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε μέσα στον Κουλά της Ακροπόλεως, οι δολοφόνοι γκρέμισαν από τα βράχια το πτώμα του, το οποίο βρέθηκε στον περίβολο της εκκλησίας της Μεταμόρφωσης, όπου και τον έθαψαν οι ίδιοι κρυφά.
Τα Αναφιώτικα είχαν ιδιάζον παρελθόν. Επί Τουρκοκρατίας η περιοχή λεγόταν «Μαύρες Πέτρες», διότι εκεί κατοικούσαν σκλάβοι από την Αφρική. Σχολιάζει ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: «Λίγες οικογένειες μαύρων, δούλοι από τον καιρό της Τουρκοκρατίας, ξετρύπωσαν από τα χαμηλά χωματένια σπίτια τους. Μια γυναίκα, που όλα της τα ρούχα δεν ήταν παρά μία ρόμπα κι ένα λερωμένο μεσοφόρι, έβγαλε τα νερά έξω απ' το κατώφλι της, ενώ τα μικρά αραπάκια χόρευαν μέσα στη λάσπη».
Ο Μενδρεσές, ήτοι το ιεροσπουδαστήριο των Μουσουλμάνων, ιδρύθηκε το 1721. Ο πιο γνωστός «ένοικος» του Μενδρεσέ ήταν ο Μακρυγιάννης μετά την καταδίκη του για συνωμοσία κατά του Όθωνα. Στην κεντρική αυλή του κτιρίου υπήρχε ένας πλάτανος, στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Όσοι φυλακισμένοι αποφυλακίζονταν έλεγαν τη φράση «χαιρέτα μας τον πλάτανο», η οποία επιβίωσε μέχρι των ημερών μας.
Ο Όθων κατέφθασε στην Αθήνα υπό τον ήχο 101 κανονιοβολισμών. Εφόσον ούτε η πόλη των Αθηνών αλλά ούτε κι εμείς διαθέταμε αρκετό μπαρούτι, ζητήθηκε βοήθεια από τον Οσμάν Πασά, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να την προσφέρει, κι έτσι ο χαιρετισμός του βασιλέως της Ελλάδος έγινε με τουρκικό μπαρούτι και τουρκικές ομοβροντίες.
Άρειος Πάγος. «Πάγος» σημαίνει βράχος, ενώ για το επίθετο Άρειος έχουμε δύο εκδοχές: είτε από τις Αρές, θεότητες τύψεων, είτε επειδή ο Άρης δικάστηκε εδώ λόγω του ότι σκότωσε τον Αλιρρόθιο, γιο του Ποσειδώνα. Στον χώρο του Αρείου Πάγου υπήρχαν δύο λίθοι, ο της «Ύβρεως» κι εκείνος της αναίδειας. Κατά την παράδοση, το 53 μ.Χ., όταν ο Απόστολος Παύλος ήρθε στην Αθήνα. Εκεί κήρυξε τον χριστιανισμό στους Αθηναίους.
Μέχρι το 1880 οι κουρείς ήταν και «οδοντοβγάλτες», πρακτικοί παθολόγοι και δερματολόγοι. Έκαναν αφαιμάξεις με βδέλλες, διέθεταν επίσης βότανα για το κρυολόγημα, ενώ έκαναν και ξόρκια. Τα καλλυντικά των κουρείων ήταν ανθόνερο, ξίδι, μαντέκα (χοιρινό ξίγκι για το μουστάκι). Μία κρεμασμένη έξω από την είσοδό του κουρείου βρεγμένη πετσέτα σε καλάμι σήμαινε ότι ο κουρέας ήταν έτοιμος για τον επόμενο πελάτη. Στα κουρεία της Παλαιάς Αγοράς σύχναζαν κυρίως άντρες των κατώτερων τάξεων.
Στην Αγορά υπήρξε και χώρος διαπόμπευσης κλεφτών. Έτσι, όταν συλλαμβανόταν κλέφτης, τον περιέφεραν εκεί με τα κλοπιμαία στην πλάτη, δέρνοντάς τον. Στη διαπόμπευση μετείχαν και περαστικοί. Άλλη πρακτική αφορούσε το «κοφίνωμα». Έβαζαν τον παραβάτη να γονατίσει, τον κάλυπταν με ένα κοφίνι καί κάθονταν πάνω του, βρίζοντάς τον.
Το πρώτο κτίριο στην Αθήνα που κτίστηκε ως ξενοδοχείο, ήτοι ο Αίολος, ήταν έργο του Σταμάτη Κλεάνθη και σώζεται χωρίς ιδιαίτερες αλλοιώσεις. Στο ξενοδοχείο προσφέρονταν δωμάτια και έπιπλα ευρωπαϊκά (ας σημειωθεί ότι η ύπαρξη κρεβατιών στα δωμάτια δεν ήταν ακόμα διαδεδομένη), πρόγευμα, ευρωπαϊκά κρασιά και άλλα οινοπνευματώδη, ενώ στο εστιατόριο παρεχόταν ευρωπαϊκό, αλλά επιπλέον και τουρκικό μενού.
Ο Τζορτζ Φίνλεϊ, που συνέγραψε την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έγινε γνωστός σε ολόκληρη την Ευρώπη με έργα σπάνιας ευρυμάθειας. Από την άλλη, όμως, έγινε πασίγνωστος για τον βρομερό συνεταιρισμό του με τον Ντον Πατσίφικο, που αξίωνε από την ελληνική κυβέρνηση αδικαιολόγητες αποζημιώσεις. Όλα αυτά, δε, γίνονταν υπό την προστασία του λόρδου Πάλμερστον (Λουδοβίκος Ρος).
Πολυκατοικία Σκουζέ. Εκεί διέμεινε από το 1895 μέχρι τον θάνατό του ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904), όταν αναγκάστηκε να μετακομίσει από την αρχοντική κατοικία του στην οδό Φιλελλήνων 16, λόγω της χρεοκοπίας στην οποία τον οδήγησε η πτώση των μετοχών του Λαυρίου το 1873. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ροΐδη χαρακτηρίζονται από μεγάλη ένδεια, αφού το μοναδικό του εισόδημα ήταν ο μισθός του έφορου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, θέση την οποία διατηρούσε μόνον επί πρωθυπουργίας Χαρ. Τρικούπη.
Εξαίρετη και εξόχως διοσκουρική βρίσκουμε την εξής παρατήρηση: με τη Σχολή Χιλλ συνδέεται η εμφάνιση της πρώτης κουνιστής πολυθρόνας στην Αθήνα, την οποία έφεραν από την Αμερική οι δύο αδελφές της Φανής Χιλλ, όταν ήρθαν για να τη βοηθήσουν στο έργο της. Όπως μνημονεύει ο Ρος, στην οικία Χιλλ «έπινέ τις την εσπέραν τέϊον πράγματι καλόν και ηδύνατο να σαλεύηται επί έδρας δίκην αιώρας κινουμένης». Η οικία Χιλλ επίσης ήταν από τα πρώτα σπίτια στην Αθήνα με τζάμια και παράθυρα, αλλά και σόμπα.
Από τη Σχολή Χιλλ αποφοίτησαν η Αμαλία Αικατερίνη Μπότσαρη, η Σοφία Τρικούπη, η Ελίζα Σκουζέ, η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η Λιλίκα Νάκου, η Μυρτιώτισσα, η Αγγελική Χατζημιχάλη, η Κυβέλη, η Κατίνα Παξινού, η Ελένη Παπαδάκη, η Βάσω Μανωλίδου κ.ά.
Έπεται συνέχεια επτακοσίων σελίδων.
σχόλια