Τι γίνεται με τον άστεγο που είχε στολίσει χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μικρή του γωνιά επί της Σταδίου; Βρίσκεται ακόμα εκεί, είναι καλά στην υγεία του; Ρητορικό το ερώτημα, καθώς δεν είναι πολύ πιθανό να γνωρίζει κάποιος την απάντηση αν δεν τυχαίνει να τον βγάζει ο δρόμος του από το συγκεκριμένο σημείο. Και όμως, πλήθος κόσμου και ΜΜΕ (ακόμα και η βρετανική «Telegraph») είχαν ασχοληθεί μαζί του την περίοδο των εορτών, μετατρέποντάς τον, εν αγνοία του, σε «viral» θέμα πριν από δύο εβδομάδες μόλις. Είναι ανώφελο να παραπονιέσαι για τους καταιγιστικούς ρυθμούς των παγκοσμιοποιημένων social (και παραδοσιακών) media την εποχή μας, που εναλλάσσουν ιστορίες και πρωταγωνιστές με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όμως η συγκεκριμένη περίπτωση αναδεικνύει και ένα άλλο φαινόμενο, αυτό της εποχικής ενασχόλησής μας με ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Πόσο υποκριτικό είναι να δείχνουμε ενδιαφέρον για τους άστεγους συμπολίτες μας τις ημέρες των εορτών, όταν, δηλαδή, μια συγκίνηση πλανάται στον αέρα και κατεβαίνουμε στο κέντρο για τα ψώνια μας (άρα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το φαινόμενο), αλλά και όταν βάζει πολύ κρύο και οι ειδήσεις μιλούν για τα «έκτακτα μέτρα του δήμου»;
Ο άστεγος με το χριστουγεννιάτικο δέντρο λέγεται Χρήστος και δεν ξέρουμε πολύ περισσότερα γι' αυτόν, ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε πώς κατέληξε στον δρόμο, μόνο ότι γράφει ποιήματα. Είναι ένας από τους 1.300 περίπου ανθρώπους που έκαναν Χριστούγεννα στους δρόμους της Αθήνας, όπως τους υπολόγισε η ΜΚΟ Πράξις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της οργάνωσης, ο αριθμός των ανθρώπων που είναι στον δρόμο (μια κατηγορία μόνο από αυτούς που χαρακτηρίζονται ως άστεγοι) κινείται γύρω στα 2.000 άτομα. Το Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων το 2013 είχε καταγράψει ότι το 77% των αστέγων είναι άντρες και το 76% είναι 26-55 ετών, το 54% από αυτούς είναι Έλληνες και το 46% αλλοδαποί, το 24% δεν έχει οικογένεια, το 50% είναι άγαμοι, το 61% είναι ουσιοεξαρτώμενοι. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης, σε μια άλλη, μεγάλη έρευνα το 2014 στη μητροπολιτική περιφέρεια της Αθήνας, είχε βρει ότι οι άστεγοι στον δρόμο είναι 2.360, αυτοί που στερούνται κατοικίας (αλλά δεν κοιμούνται στον δρόμο) 15.436, αυτοί που αποχωρούν από ιδρύματα χωρίς δυνατότητα αυτόνομης στέγασης 8.700, αυτοί που βρίσκονται σε επισφαλή κατοικία 25.700 και εκείνοι που απειλούνται με έξωση 15.000. Αν κάνουμε μια πρόχειρη σύγκριση με τα ευρήματα μιας έρευνας του 2009, θα δούμε τις αλλαγές που έχουν επιφέρει πέντε χρόνια οικονομικής κρίσης. Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης το 2009 είχε καταγράψει 21.206 άτομα και για τις τέσσερις κατηγορίες σε όλη την Ελλάδα (1.627 άστεγοι στον δρόμο, 624 στερούμενοι κατοικίας, 8.801 σε επισφαλείς συνθήκες, 10.154 σε ακατάλληλη κατοικία).
Όσοι ζουν έξω βιώνουν τη χειρότερη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, νιώθουν αόρατοι, πολλές φορές κάνουν να μιλήσουν σε έναν άλλο «κανονικό» άνθρωπο εβδομάδες ή μήνες.
Να τα ρίχνουμε όλα στην κρίση που μαστίζει τον τόπο –και από την οποία δεν μπορούμε να βγούμε ακόμα– είναι ατελέσφορο. Η αντίφαση, πάντως, παραμένει, όταν υποτίθεται ότι ενισχύονται οι υπερεθνικοί μηχανισμοί για την (μακρο)αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ η διαχείριση των κοινωνικών διαστάσεών της επαφίεται σε εθνικές και τοπικές Αρχές, φορείς του ιδιωτικού και του τρίτου τομέα με μειωμένες χρηματοδοτήσεις και χωρίς καμία πρόβλεψη στα μνημόνια. Είναι πασιφανές ότι σοβαρό σχέδιο δεν υπάρχει για το πρόβλημα της στέγασης. Το μόνο που γίνεται είναι μια επείγουσα διαχείριση με προσέγγιση έκτακτης ανάγκης και βραχυπρόθεσμες λύσεις.
Η προσέγγιση αυτή, όπως γράφει και το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων στη μελέτη του για την κοινωνική επισφάλεια και έλλειψη στέγης στην Αθήνα, «αδυνατεί να απαντήσει στις αυξημένες και διαφοροποιημένες ανάγκες του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κοινωνικό και στεγαστικό αποκλεισμό, ενώ παράλληλα μετακυλίει στους εμπλεκόμενους φορείς ευθύνες πέραν των δυνατοτήτων τους, οδηγώντας τους σε εξάντληση. Ο κατάλογος των δυσκολιών που προκύπτουν από κρατικές επιλογές ή ολιγωρίες είναι μακρύς: εξαιρετικά μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές, ισοπέδωση προς τα κάτω της θεραπείας και των αμοιβών προσωπικού, επέκταση της μερικής απασχόλησης και των συμβάσεων μικρής διάρκειας για τους επαγγελματίες κοινωνικής πρόνοιας, περιορισμοί στην επιλογή των ωφελουμένων, χαμηλή χρηματοδότηση ανά ωφελούμενο, διάβρωση των διαδικασιών δημόσιας διαβούλευσης, προτιμησιακή χρηματοδότηση για την Εκκλησία της Ελλάδας και μεγάλες ΜΚΟ κ.λπ.».
Ναι, τα μνημόνια έχουν ισοπεδώσει την κοινωνική πολιτική, όμως τουλάχιστον ας αρχίσουμε από τα βασικά. Για παράδειγμα, η ελληνική γραφειοκρατία ζητά διεύθυνση μόνιμης κατοικίας για μια σειρά βασικών υπηρεσιών και παροχών, όπως η έκδοση ΑΦΜ, πρόσβαση στην εκπαίδευση, έκδοση βιβλιαρίου ανασφάλιστου, ένταξη σε προγράμματα κοινωνικής στήριξης, ένταξη στις διατάξεις του νόμου για την ανθρωπιστική κρίση κ.ά. Δηλαδή, οι άστεγοι αποκλείονται από όλα τα παραπάνω!
Η έλλειψη στέγης στις μέρες μας δεν αφορά μόνο παραβατικούς, τοξικομανείς ή ψυχικά ασθενείς, όπως ήθελε παλιά το στερεότυπο. Σήμερα, έπειτα από πέντε χρόνια κρίσης, μπορεί να βρεθεί στον δρόμο πραγματικά ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Όσοι ζουν έξω βιώνουν τη χειρότερη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού, νιώθουν αόρατοι, πολλές φορές κάνουν να μιλήσουν σε έναν άλλο «κανονικό» άνθρωπο εβδομάδες ή μήνες. Με ένα υποκριτικό –και ενοχικό– ενδιαφέρον συγκεκριμένες μέρες του έτους δεν κάνουμε τίποτα στην ουσία.