Μια αρνητική κριτική

Μια αρνητική κριτική Facebook Twitter
0

Της Έλενας Λάμπρου

Καταρχήν θα μιλήσω ως θεατής και ύστερα ως δημιουργός. Από την μικρή εμπειρία μου ως εικαστική κριτικός έχω καταλάβει ότι αυτό που διαχωρίζει έναν καλό κριτικό από έναν κακό κριτικό δεν αφορά μόνο την δυνατότητα του να διαμορφώσει μία όσο το δυνατόν αντικειμενική άποψη, βασισμένη τόσο στις γνώσεις του όσο και στην μοναδική αντίληψη του, αλλά κυριότερα στο να εκφράζει αυτήν την άποψη.

Αφορμή για αυτό το άρθρο υπήρξε μία πρόσφατη επίσκεψη μου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ένας χώρος ο οποίος πάντα είχε τον αδιαμφισβήτητο θαυμασμό και εκτίμησή μου, στον οποίον φιλοξενούνταν μία μεικτή παραγωγή που εμπεριείχε μία ορχήστρα δωματίου που έπαιζε έργα του J.S Bach σε συνδυασμό με σύγχρονο χορό, στο πρώτο μέρος και στο δεύτερο μία λειτουργία του Μότσαρτ από την χορωδία και ορχήστρα του ΠΑ.ΜΑΚ.

Το δεύτερο μέρος, το φοιτητικό, μολονότι απείχε μακράν από την τελειότητα, μπορώ να πω πως ήταν τουλάχιστον αξιοπρεπές. Για το πρώτο όμως, το επαγγελματικό, έχω να δηλώσω με κάθε βεβαιότητα πως, με διαφορά, ήταν από τις χειρότερες παραστάσεις που έχω δει στην ζωή μου. Είχε το θαύμα να συνδυάζει όλα εκείνα τα στοιχεία που συμπληρώνουν μία εξαιρετικά κακή παραγωγή: την φανερή έλλειψη concept, την απουσία συνοχής και διάδρασης διαφορετικών στοιχείων χωρίς καμία αισθητική διευκρίνιση των παραστατικών και αισθητικών επιλογών του, την αποτυχημένη προσπάθεια για πρόκληση και εντυπωσιασμό την στιγμή που ήταν προφανές πως δεν μπορούσε να χειριστεί τις αδυναμίες του, την αυθαίρετη επιλογή υπερβατικών στοιχείων χωρίς να φαίνεται το ίδιο το έργο να γνωρίζει το γιατί, πόσο μάλλον να αιτιολογείται στο κοινό, πράγμα που το κατέστησε θλιβερά ανιαρό και τα δύο κυριότερα: φανερή έλλειψη γνώσης του αντικειμένου και ουσιαστικής δουλειάς πάνω σε αυτό. Δηλαδή κάτι ελαφρώς κατώτερο από αυτό που θα περίμενε κανείς από μία παιδική παράσταση (διότι υπάρχουν και εξαίρετες παιδικές παραστάσεις που συμπεριλαμβάνουν όλα τα παραπάνω). Αυτό που με ενόχλησε όμως περισσότερο από όλα, νομίζω ότι ήταν η φανερή καλλιτεχνική και οργανωτική προχειρότητα που απέπνεε, καθώς και το δεδομένο του χειροκροτήματος που θα ερχόταν στο τέλος.

Συνειδητοποίησα πως δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα έτσι για μια παράσταση που φιλοξενούνταν από έναν αντίστοιχα σημαντικό οργανισμό όπως είναι το Μέγαρο Μουσικής. Το φαινόμενο είχε επαναληφθεί πριν λίγο καιρό σε ένα θεατρικό έργο με εξαιρετικά υψηλό κόστος, ύστερα πάλι σε παράσταση έργου του Αριστοφάνη, ύστερα πάλι στην παλιά Όπερα Θεσσαλονίκης, στην Λυρική, στο Εθνικό Θέατρο και όσο το σκεφτόμουν τόσο μεγάλωνε η λίστα με όσες ακριβές παραγωγές με είχαν απογοητεύσει σφόδρα τόσο για την ποιότητα όσο και την προχειρότητα του αποτελέσματος που είχαν να προσφέρουν.

"Μα γιατί να έχουμε τόσες κακές παραγωγές στην Ελλάδα;"αναρωτήθηκα, την στιγμή που γνωρίζω πολύ καλά ότι το δημιουργικό δυναμικό της χώρας είναι σε αξιοπρεπή επίπεδα- με όλες τις δυσχέρειες- και ο προϋπολογισμός των συγκεκριμένων παραγωγών βρισκόταν μέχρι πρότινος στα ύψη. Αλλά τελικά δεν είναι ζήτημα προϋπολογισμού, δεν είναι ζήτημα κρίσης διότι με εξαιρετικά υψηλό προϋπολογισμό έχουν ανέβει εξαιρετικά κακές παραστάσεις, εξαιρετικά κακή μουσική, εξαιρετικά κακός κινηματογράφος και τέχνη.

Στο ερώτημα υπάρχουν πολλές εξηγήσεις και οι περισσότερες από αυτές είναι αρκετά διαδεδομένες σε σημείο αποδοχής. Εγώ θα θέσω όμως την πιο αυτονόητη για το επάγγελμα μου, την οποία συνειδητοποίησα καθώς αποχωρούσα από την αίθουσα: Αυτοί οι φορείς δεν έχουν να λογοδοτήσουν πουθενά. Ο κάθε οργανισμός μπορεί να επιλέγει, αντίστοιχα να ανεβάζει όποιο έργο θεωρήσει ότι θα του αποφέρει κάποιο κέρδος με την αιτιολογία ότι προάγει τον πολιτισμό και το τραγικό είναι ότι όντως αυτό ακριβώς κάνει, είναι ο σημαντικότερος καθρέφτης του ελληνικού πολιτισμού σήμερα και δεν υπάρχει κανείς να τον ελέγξει. Όμως ποιος θα μπορούσε να αναλάβει αυτό το φορτίο;

Οι δύο βασικότεροι ελεγκτές στην πολιτιστική παραγωγή της εποχής τους είναι οι κριτικοί και το κοινό, το κοινό το οποίο φέρνει τα έσοδα και οι κριτικοί που το παραπέμπουν. Μα ποιοι κριτικοί; Προσπάθησα να θυμηθώ την τελευταία φορά που διάβασα μία εμπεριστατωμένη, ειλικρινή και ξεκάθαρα αρνητική κριτική πάνω σε ένα ελληνικό δρώμενο από κάποιον επιφανή κριτικό, κάποιον τέλος πάντων που έγραφε κάπου εκτός blog και το αποτέλεσμα της αναζήτησης μου έφτανε κοντά στο μηδέν. Ο περιορισμένος αριθμός τους μαζί με την προφανή διπλωματία  τους πάνω σε οτιδήποτε το δυσάρεστο δυστυχώς τους περιορίζει τόσο σε ισχύ όσο και σε δημοτικότητα έτσι ώστε στο τέλος η άποψη τους να είναι ελάχιστης σημασίας. Επίσημα οι αρνητικές κριτικές δεν πολύ-κυκλοφορούν οπότε και δεν υπολογίζονται. Οι πολιτιστικοί μας φορείς ξοδεύουν εν καιρώ κρίσης αρκετά χρήματα δίχως καμία πίεση για το αισθητικό αποτέλεσμα πέραν της τιμής του εισιτηρίου και του περιστασιακού καπρίτσιου του εκάστοτε σκηνοθέτη.

Οι Κριτικοί

Αποφάσισα λοιπόν να κάνω κάτι που ως πολύ νέα κριτικός, μέχρι στιγμής απέφευγα να κάνω. Να γράψω μία αρνητική κριτική, μία κριτική πάνω στην κριτική. Είναι ειρωνικό όταν σκέφτεται κανείς πως όταν επιλέγεις το συγκεκριμένο επάγγελμα, το αρνητικό πόρισμα είναι συνώνυμο της λέξης. Στην πράξη όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Κανείς αναγκάζεται να επιλέγει μεταξύ του να' ναι αγαπητός ή όχι. Όχι μόνο στους φορείς αλλά και στους συναδέλφους, τους συνεταίρους, τους ανωτέρους και τους γνωστούς του. Πρέπει να το πάρει απόφαση πως απ' την στιγμή που θα 'ναι καλός κριτικός δεν θα τον συμπαθεί πολύς κόσμος αλλά μερικοί θα τον λατρεύουν. Οι καλλιτεχνικοί φορείς θα τον φοβούνται και κατά πάσα πιθανότητα το πολιτιστικό υπόβαθρο της χώρας θα τον ευγνωμονεί. Γι΄ αυτό και ένας καλός κριτικός δεν πρέπει να έχει προσωπικές βλέψεις πάνω στον συγκεκριμένο τομέα. Παλαιότερα τον ρόλο αυτόν τον αναλάμβαναν οι ίδιοι οι δημιουργοί μεταξύ τους. Σπουδαίες προσωπικότητες συγκροτούσαν σπουδαίες ομάδες διανοούμενων πάνω στις οποίες η κοινωνία μπορούσε αναπαυτικά να στηρίζει την πολιτιστική λειτουργία της χωρίς ιδιαίτερο φόβο ότι αυτή θα έπεφτε κάτω από ορισμένα επίπεδα. Με τον θάνατο αυτών όμως, η δυναμική της εξέχουσας προσωπικότητας έπεσε και ενώθηκε με το υπόλοιπο χάος, εξού και η νέα αναγκαιότητα του κριτικού.

Δυστυχώς η αρνητική κριτική είναι πολύ μεγάλη υπόθεση, απαιτεί γνώση και καλλιέργεια πάνω στο αντικείμενο ούτως ώστε να αντιμετωπίζεται με την σοβαρότητα και το βάρος που της αρμόζει. Η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα και το όνομα σου μαθαίνεται γρήγορα, ειδικά όταν είσαι ειλικρινής και επειδή η κοινωνία μας είναι στενή, όλο και κάποιος θα βρεθεί μπροστά μας που να μην θέλουμε να θίξουμε. Κάποιος θα σου απαντήσει, κάποιος άλλος θα παραπονεθεί και κάποιος τρίτος θα θιχτεί και θα έχουν όλοι τους δίκιο, διότι η έννοια της κριτικής έχει μπασταρδευτεί τα τελευταία χρόνια με την έννοια του τηλεοπτικού ξεκατινιάσματος και της προσωπικής διαφοράς, όπως έχουν μπασταρδευτεί αρκετές άλλες σημαντικές έννοιες. Συνεπώς δεν πολύ-κυκλοφορεί η εμπεριστατωμένη αρνητική κριτική και κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν διότι όλοι έχουμε ως δεδομένο ότι όλοι ανήκουν κάπου. Αυτός ο φόβος φαίνεται να έχει αφανίσει τους "κακούς" κριτικούς και μαζί με αυτούς την τολμηρή και αξιόπιστη κριτική σκέψη γύρω από το θέαμα. Είναι λογικό, δεν γίνεται να σε τρέμουν και να σε αγαπάνε ταυτόχρονα οπότε καλύτερα να κρατάμε το στόμα μας κλειστό και να ελπίζουμε για το καλύτερο.

Ο ρόλος του κριτικού είναι ο ρόλος του "ειδικού" τον οποίον δεν έχουμε σε ιδιαίτερη εκτίμηση σαν κοινωνία. Αυτό έχει μία λογική. Η πρώτη αιτία για αυτό είναι το γεγονός ότι η εμπιστοσύνη που δείχνουμε συνολικά στην ιδέα της ειδικότητας είναι συγκλονιστική, σε σημείο να έχουμε ξεγελαστεί σε τέτοιον βαθμό που σαν αποτέλεσμα η καθολική υπονόμευση της είναι γεγονός, ειδικά όταν μας λέει κάτι το ασυνήθιστο. Εκτός αυτού, το κοινό δεν χωνεύει τον κριτικό διότι αισθάνεται ότι του υποδεικνύει τι να πιστέψει και οι καλλιτέχνες δεν τον χωνεύουν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Όλοι έχουν δίκιο. Είναι όντως πολύ συχνό αυτό το φαινόμενο. Στην αντιπέρα όχθη όμως υπάρχει και η θετική ιδιότητα του η οποία είναι να μπορεί να εξηγήσει αυτό που σκέφτονται πολλοί και δεν τολμά να πει ανοιχτά κανένας και το σημαντικότερο: να μπορεί να το τεκμηριώσει με σοβαρά επιχειρήματα. Η ιδιότητα του κριτικού δεν είναι ούτε να θάψει ούτε να χειραγωγεί το κοινό, αλλά να κρατάει ψηλά τον πήχη και να κάνει ξεκάθαρο σε κάθε οργανισμό και καλλιτέχνη ότι τόσο η προσπάθεια όσο και τα λάθη τους δεν περνάν απαρατήρητα.

Το Κοινό

Ας ασχοληθούμε με το κοινό. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο κοινό για το κάθε θέαμα, ακόμα και αυτό το συγκεκριμένο κοινό όμως χωρίζεται σε υποκατηγορίες. Το κοινό του Μεγάρου Μουσικής παραδείγματος χάρη κατά βάση αποτελείται από άτομα που ασχολούνται πιο ενεργά με το αντικείμενο της μουσικής και από άτομα που έρχονται περιστασιακά για ευχαρίστηση. Η δεύτερη κατηγορία συνήθως έχει ως ουσιαστικό της κριτήριο μία βάση που έχει αναπτυχθεί μέσω κοινών ερεθισμάτων.

Το πρόβλημα του ελληνικού κοινού είναι ότι δεν έχει εντρυφήσει στην ιδέα του νεωτερισμού όσον αφορά τις παραστατικές και εικαστικές τέχνες, συνεπώς, σε μία εποχή όπου ο νεωτερισμός έχει ξεφύγει παγκοσμίως ούτως ή άλλως, προσπαθώντας να βγάλει ουσία από το τίποτα, εν αντιθέσει με το λαμπρότερο παρελθόν του, στο ελληνικό και παγκόσμιο κοινό μπορεί να σερβιριστεί οποιαδήποτε ηλιθιότητα ως νεωτερισμός και το κοινό θα το πιστέψει και ο κυριότερος λόγος που θα συμβεί αυτό είναι διότι στεγάζεται στο Μέγαρο, στο Εθνικό Θέατρο, στην Λυρική Σκηνή, την Επίδαυρο κοκ, οπότε σίγουρα ξέρουν τι κάνουν.

Λόγω των παραπάνω, η κρίση του κοινού συνήθως βγάζει μία έντονη αμηχανία και το κυριότερο, ανταποκρίνεται με εξαιρετική ανοχή μπροστά στο έκθεμα. Το ένστικτο του υποδεικνύει πως αυτό που βλέπει δεν είναι καλό, αλλά η επίγνωση του ότι δεν γνωρίζει πάνω στο αντικείμενο και ο φόβος του μην εκτεθεί, το συγκρατεί σε μία αδράνεια και παθητικότητα. Το κοινό φοβάται να εκφράσει δυναμικά και ειλικρινά μία άποψη διότι φοβάται ότι αυτό θα συνεπάγεται με το να βρίσκεται στο γήπεδο και ακόμα σημαντικότερα, όποτε υπάρχει κάποιος που να ξεχωρίζει από αυτό το δεδομένο, τον αντιμετωπίζει παρομοίως. Η συστολή μας να εκφέρουμε μία ξεκάθαρα αρνητική άποψη δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, διότι δίνει πάτημα για έρευνα και διάλογο. Κατά βάση όμως αυτός ο διάλογος δεν γίνεται διότι οι απόψεις είναι κοντινές και το μέτρο σύγκρισης περιορισμένο, συνεπώς και οι απαιτήσεις. Μόνη εξαίρεση βρίσκεται στις περιπτώσεις όπου κάτι είναι αδιαμφισβήτητα κακό, δηλαδή μας θίγει και τότε δίνουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια να εκφραστούμε ελεύθερα, υπό την ασφάλεια της αυτονόητης αντικειμενικότητας. Σαν Έλληνες, πάντα θέλουμε να φαινόμαστε ανοιχτόμυαλοι προς το άγνωστο και αυτό είναι κάτι θετικό. Όταν όμως αυτό παύει να είναι άγνωστο και είναι πάρα πολύ δικό μας, η πολιτιστική ανοχή αποδεικνύεται εγκληματική.

Συνήθως όμως, η διαδικασία που ακολουθεί ύστερα από μία κακή παράσταση είναι η εξής: Το κοινό χειροκροτεί, οι συντελεστές υποκλίνονται και ύστερα κυριαρχεί στον χώρο μία βαβούρα από φράσεις τύπου "ωραίο ήταν" ή "δεν μ' άρεσε", "λίγο παράξενο δεν ήταν;", "δεν ξέρω αν κατάλαβα τι ήθελε να πει ο ποιητής" κλπ... Προχωράνε πίσω στα καμαρίνια, δίνουν τα συγχαρητήρια τους και το όλο θέμα της κακής παράστασης λήγει ανώδυνα μαζί με την βραδιά. Κανείς δεν γίνεται δυσάρεστος, κανείς δεν δίνει σημασία, κανείς δεν το παίρνει προσωπικά, κανείς εκτός απ' τον κριτικό.

Η Σημασία της Αποδοκιμασίας.

Σε μία σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία το "λιντσάρισμα" θεωρείται απαγορευτικό ως μια ένδειξη βίαιης μη αποδοχής προς την ελεύθερη και ανεξάρτητη έκφραση του εκάστοτε καλλιτέχνη και της δουλειάς που έχει καταβάλει για το έργο του. Αυτό είναι ένα δεδομένο το οποίο δεν μπορώ να κλονίσω, ούτε και να αμφισβητήσω. Παρόλα αυτά θα φέρω σε αντιδιαστολή παραδείγματα χωρών στις οποίες ακόμα και σήμερα εφαρμόζεται ενεργά η προφορική αποδοκιμασία καθώς και παλαιότερων εποχών που συνέβη το ίδιο. Τα πιο προφανή παραδείγματα εν προκειμένω είναι χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία, η Ιταλία και η εποχή της Αρχαίας Ελλάδας. Όλες αποτελούν επιλογές που εφάρμοζαν και εφαρμόζουν την ίδια τακτική σε εποχές εξέχουσας πολιτιστικής παραγωγής.

Οι λόγοι που εφαρμόζεται το "λιντσάρισμα" είναι αρκετοί, για μένα όμως ο κυριότερος είναι και ο απλούστερος: ότι ο θεατής δεν έχει την δυνατότητα να γνωρίζει επακριβώς τι τον περιμένει-την ποιότητα του προϊόντος που πάει να δει. Συνεπώς περιορίζεται και η δυνατότητα επιλογής του. Όταν το αποτέλεσμα λοιπόν, δεν συμβαδίζει με τις προσδοκίες του, αντιδρά. Σημειωτέον είναι το γεγονός ότι ο θεατής έχει ήδη προπληρώσει να παρακολουθήσει το έργο, οπότε και έχει κάθε δικαίωμα να εκφράσει την γνώμη ή την δυσαρέσκεια του, όπως γίνεται άλλωστε με οποιοδήποτε άλλο προϊόν. Το μεγαλύτερο επίκεντρο της αποδοκιμασίας του, αν δεν είναι κάποιο άτομο- που έχει τύχει επανειλημμένα- κατά βάση βρίσκεται στην παραγωγή σαν σύνολο: σκηνοθέτη-παραγωγό- ερμηνείες- χώρος φιλοξενίας του έργου οπότε και δεν στοχοποιεί, διότι απευθύνεται σε ένα σύνολο πραγμάτων τα οποία αποτελούν το έργο.

Το σίγουρο είναι πως για να εκφράσει κανείς προφορική αποδοκιμασία πρέπει να έχει την ευχέρεια της γνώσης πάνω στο αντικείμενο που παρακολουθεί και αυτό προϋποθέτει μία συλλογική κουλτούρα όταν αφορά μεγάλα μεγέθη όπως είναι το κοινό. Συνεπώς μήπως η αποδοκιμασία δεν είναι εν τέλει εκδήλωση έλλειψης πολιτισμού αλλά αντίθετα υποδεικνύει μία μαζική απαίτηση για ποιοτικό αποτέλεσμα; Δηλαδή είναι δείγμα πολιτισμού; Ναι και όχι. Δυστυχώς όταν δεν εφαρμόζεται υπό των παραπάνω προϋποθέσεων μπορεί να αποκτήσει έναν εξαιρετικά επιβραδυντικό για τον πολιτισμό χαρακτήρα. Μπορεί όντως να προάγει τον συντηρητισμό και το μαζικό κόμπλεξ και αυτός είναι ο αρνητικός χαρακτήρας του, οπότε και έχει προϋποθέσεις.

Παρ 'όλα αυτά υπάρχουν και εναλλακτικοί τρόποι ουσιαστικής διαμαρτυρίας και το χειροκρότημα ως άλλη μία ηχητική ένδειξη -επιβράβευσης αυτή την φορά-είναι μία από αυτές. Αν το πάρουμε ως δεδομένο ότι ύστερα από το τέλος της παράστασης θα ακουστεί το χειροκρότημα και οι συντελεστές θα δεχθούν συγχαρητήρια, ελάχιστη σημασία θα έχει αν το έργο άρεσε ή όχι εφόσον το αποτέλεσμα θα είναι όμοιο. Το χειροκρότημα είναι επιβράβευση και δίνεται αποκλειστικά στον θεατή σαν επιλογή να το πραγματώσει.

Οι συντελεστές

Είναι λίγες οι φορές που οι συντελεστές δεν έχουν επίγνωση ότι η παράσταση τους ήταν ή πρόκειται να είναι κακή και ειδικά στην Ελλάδα. Συνήθως έχουν μία καλή ιδέα για το που υστερούσαν οι ίδιοι διότι σαν καλλιτέχνες, διαθέτουν οι περισσότεροι έναν σχετικό αισθητικό προσανατολισμό.

Τα σημάδια για μία κακή παραγωγή φαίνονται εξ 'αρχής: κακή κατανομή του προϋπολογισμού (π.χ μία τεράστια αμοιβή σε έναν σολίστ του εξωτερικού του οποίου το κοινό στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένο), περιορισμός χρόνου προετοιμασίας του concept, κακή συνεννόηση παραγωγής-συντελεστών και το συνηθέστερο πρόβλημα, αυτό που ακούγεται πιο συχνά στα αυτιά μου: ο συντονισμός να βρίσκεται σε θέσεις που ουσιαστικά δεν θα 'πρεπε να ανήκει. Κοινώς: το μέσον. Το μέσον δεν είναι αυτό που προσωπικά με ενοχλεί. Πάντα υπήρχε, πάντα θα υπάρχει και θα υπάρχει παντού, το ζήτημα είναι η έκταση και η ποιότητα της εφαρμογής του.

Αυτό που γίνεται σε αυτές τις παραγωγές είναι η εξής διαδικασία: Υπάρχει ένα μέρος των συντελεστών που γνωρίζει τα παραπάνω εξ 'αρχής. Είναι προϊδεασμένο για το τι θα επακολουθήσει αλλά κρατάει το στόμα του κλειστό. Βγαίνει στη σκηνή με σκυφτό το κεφάλι, δίνει μισή παράσταση διότι γνωρίζει ότι δεν κάνει τέχνη και καταβάλει περισσότερη προσπάθεια να συνυπάρξει με τους υπόλοιπους παρά για το ίδιο το έργο. Ύστερα υπάρχει εκείνο το μέρος των συντελεστών που προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους ότι παρ' όλα τα φαινόμενα, πρόκειται για μία ικανοποιητική παραγωγή με την οποία οφείλουν να είναι ικανοποιημένοι τόσο αυτοί, όσο και το κοινό. Η βέβαιη αποτυχία της παραγωγής κυκλοφορεί σαν κοινό μυστικό μεταξύ των κλειστών κύκλων τους, χωρίς φυσικά ποτέ να λέγεται τίποτα, διότι προφανώς αυτό θα σήμαινε τον πλήρη καλλιτεχνικό και κοινωνικό αποκλεισμό τους από τους φορείς που τόσο πολέμησαν να υπηρετούν. Η παράσταση γίνεται, καθώς ήταν το αναμενόμενο είναι μέτρια έως κακή και οι θεατές (κατά βάση οι γνωστοί των συντελεστών) μεταφέρονται στα καμαρίνια να τους πουν συγχαρητήρια.

Με αυτήν τη κίνηση, το δεδομένο χειροκρότημα στο τέλος και την απουσία υπολογίσιμης αρνητικής κριτικής, το κοινό στέλνει ένα πολύ δυνατό μήνυμα αποδοχής ολόκληρης αυτής της διαδικασίας, από την κακή χρηματοδότηση μέχρι την κακή πρόβα. Αποδέχεται μία κακή παράσταση, αποδέχεται την επιλογή κατώτερων συντελεστών, ανίδεης διαχείρισης και ελάχιστης ποιότητας. Αποδέχεται οι μεγάλοι οργανισμοί να προσβάλουν την νοημοσύνη και αισθητική του. Όποιοι και αν είναι οι λόγοι που συγκροτούν τα παραπάνω, είτε είναι τίμιοι είτε όχι, έχει ελάχιστη σημασία όταν πέφτει το τελικό χειροκρότημα ως επικύρωση της διαδικασίας.

"Μα ο κόσμος ξαναέρχεται στο Μέγαρο, στο Εθνικό κλπ, ο κόσμος πληρώνει συνεπώς ο κόσμος προτιμάει αυτές τις παραγωγές". Υπάρχει μία μερίδα κόσμου η οποία όντως τις προτιμάει, αυτό μπορεί να έρθει από προσωπικό γούστο ή από περιορισμένο μέτρο σύγκρισης. Δεν θα ασχοληθούμε με αυτό το κοινό όμως διότι δεν είναι αυτό το οποίο συγκροτεί το πρόβλημα. Όπως είπα πρωτύτερα το κοινό δεν μπορεί να είναι 100% βέβαιο για το τι πρόκειται να δει και με την πεποίθηση ότι αυτό το οποίο αντίκρισε και τον ξένισε την προηγούμενη φορά ήταν νεωτερισμός, επιστρέφει να δει τον επόμενο με ελάχιστες απαιτήσεις. Ένας ακόμα λόγος που ο κόσμος επιστρέφει είναι το όνομα. Δεν υπάρχουν πολλά Μέγαρα Μουσικής, ούτε πολλά Εθνικά Θέατρα. Ο αριθμός των φορέων που ασχολούνται με θεματικές τέτοιου βεληνεκούς είναι πολύ περιορισμένος, συνεπώς το ίδιο περιορισμένος είναι και ο ανταγωνισμός τους. Οπότε και οι θεατρόφιλοι του Εθνικού θα επιστρέφουν πάντοτε να αντικρίσουν τον νεωτερισμό του μήνα, μέχρι ένας κριτικός να τους πει ότι δεν αξίζει τα λεφτά τους και να μεταφέρει την προσοχή τους ίσως σε έναν μικρότερο και πιο ποιοτικό οργανισμό, από τους οποίους μέχρι πρότινος είχαμε αρκετούς.

Η αναφορά στο εξωτερικό

Σε αυτό το σημείο οφείλω να κάνω μία αναφορά στο εξωτερικό, διότι δυστυχώς πάντα το θέτουμε ως μέτρο σύγκρισης για το τι μας επιτρέπουμε να κάνουμε και τι όχι, κάτι που κατά βάσει μας οδηγεί σε περισσότερα προβλήματα απ' όσα μας ταιριάζουν. Τα πράγματα λοιπόν δεν διαφέρουν τόσο τραγικά όσο νομίζουμε. Υπάρχουν άπειρες παραγωγές σε λαμπρά πολιτιστικά κέντρα του εξωτερικού που φέρονται με την ίδια ασέβεια προς τον θεατή όπως οποιοδήποτε άλλο κέντρο. Το κοινό, μολονότι πιο συνηθισμένο σε μεγάλες και διαφορετικές παραγωγές δεν είναι απαραίτητα και πιο εκλεπτυσμένο. Το αμερικάνικο από το Ευρωπαϊκό διαφέρουν σφόδρα, το γαλλικό με το γερμανικό, το ιταλικό με το ρωσικό κοκ.

Όλα όμως έχουν δύο πάρα πολύ κοινούς παρονομαστές: την αντιμετώπιση του θεατή και την παρουσία κριτικών. Δύο πράγματα που κάθε οργανισμός οφείλει να τρέμει. Βλέπουμε ότι στην Γερμανία, ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα κέντρα αστικού πολιτισμού, το κοινό είναι παρομοίως συγκρατημένο όπως το δικό μας: "Δεν ξέρω άρα δεν μπορώ να κρίνω". Βάσει αυτού η Γερμανία έχει το ελεύθερο να βομβαρδίσει το κοινό της με κουβάδες άχρηστων πανάκριβων παραγωγών, όπως γίνεται και εδώ. Στις εκατό κακές παραγωγές θα βρεθεί μία καλή και ίσως και ένα αριστούργημα στις χίλιες. Εκεί στο οποίο διαφέρουμε δεν είναι ούτε το κοινό, ούτε η μαζική κουλτούρα, ούτε καν το οικονομικό πρόβλημα, αλλά στην νοοτροπία των οργανισμών που στεγάζουν αυτές τις παραγωγές. Οι πιο πετυχημένοι μεγάλοι οργανισμοί, ακόμα και αν γνωρίζουν πόσο ανίδεο είναι 70% των φορών το κοινό τους, ακόμα και αν ποντάρουν σε αυτό το γεγονός, γνωρίζουν επίσης ότι σε κάθε περίπτωση, για να βγάλουν κέρδος πρέπει να προσφέρουν το λιγότερο ένα καλοστημένο θέαμα. Αυτό σημαίνει περισσότερες πρόβες, περισσότερη δουλειά, καλύτερο cast και περισσότερα χρήματα. Μα είμαστε σε καιρό κρίσης, είναι δυνατόν να απαιτούμε ακριβές παραγωγές σε τέτοιους καιρούς; Ναι, όταν από την συνολική χρηματοδότηση για κάθε έργο συχνά καταλήγει περίπου το εν τρίτο να πηγαίνει σ' αυτό καθαυτό ή το έργο να δείχνει σε ποιότητα το εν τρίτον του προϋπολογισμού του, ναι, έχουμε δικαίωμα να απαιτούμε πολύ ακριβότερες παραγωγές, αντάξιες της χρηματοδότησης τους.

Με την έναρξη της κρίσης έγινε ένας μεγάλος σαματάς γύρω από τις περικοπές στους πολιτιστικούς φορείς του τόπου, μεταξύ άλλων. Αυτές οι περικοπές σήμαιναν δύο πράγματα: Ότι η κυβέρνηση δεν είχε καμία διάθεση να βασιστεί στο εγχώριο πολιτιστικό προϊόν, κάτι που ήδη ξέραμε οι περισσότεροι και ότι αυτοί οι φορείς δεν υπήρξαν ποτέ κερδοφόροι. Η μη κερδοφορία τους, μήπως έλεγε κάτι για το επίπεδο του κοινού; Ότι δηλαδή στην Ελλάδα έχουν μεγαλύτερη επιτυχία τα μπουζούκια απ 'ότι η ουσιαστική τέχνη; Οι συγκεκριμένοι φορείς έχουν δηλώσει επανειλημμένως πως κάτι τέτοιο ισχύει. Μα για την χώρα με την φήμη ότι έχει (ή μέχρι πρότινος είχε) τα περισσότερα θέατρα και εκδοτικούς οίκους στην Ευρώπη, η χώρα στην οποία τα διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και κινηματογράφου είναι κάθε χρόνο sοld out με ελάχιστη σημασία του πόσο ακριβά είναι ακόμα και σήμερα, επιτρέψτε μου από τα φαινόμενα να διαφωνήσω. Το κοινό υπάρχει και μάλιστα διψάει, το μόνο που του μένει είναι να διεκδικήσει. Βάσει αυτού, ίσως τα νούμερα να μην είναι εν τέλει τόσο ενδεικτικά για την ποιότητα του κοινού όσο για την ποιότητα των ίδιων των φορέων. Όπως είπα, το πολυπληθές κοινό που έχει η Γερμανία και η Γαλλία και η τεράστια παραγωγή τους δεν σημαίνει τόσο ότι το κοινό είναι πιο εκλεπτυσμένο από το ελληνικό -με εξαίρεση τον παράγοντα της συνήθειας- όσο το γεγονός ότι το show είναι καλύτερο, οπότε πουλάει.

Ο Δημιουργός

Το ερώτημα που με ταλανίζει προσωπικά είναι το εξής: Εμείς γιατί να πρέπει όλη αυτήν την κατάσταση να την ανεχθούμε; Το κοινό που δηλώνει πως δεν ξέρει κρατάει στάση συνεσταλμένη, εγώ όμως και οι συνάδελφοι μου και το πιο εκλεπτυσμένο κοινό που ασχολείται με το αντικείμενο και ξέρει, διότι είναι η δουλειά μας να ξέρουμε, γιατί να αναγκαζόμαστε να αποδεχθούμε την έλλειψη δουλειάς ως νεωτερισμό, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν είναι; Γιατί να πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό και το κυριότερο: γιατί να πρέπει ακόμα και ύστερα από τέτοιες παραγωγές εμείς να κυνηγάμε κάποτε να διαβούμε τις πύλες αυτών των λαμπρών οργανισμών για να προσφέρουμε τέχνη, να γίνουμε κάτι μέσω αυτών;

Πλέον ξέρουμε βαθιά μέσα μας πως όσο και αν δουλέψουμε, όσο ψηλά και αν φτάσουμε και όσο χαμηλά και αν θέσουμε την τιμή μας, οι φορείς θα επιλέγουν την χειρότερη λύση. Όχι λόγω παρουσίας μέσου ή έλλειψης χρημάτων, αξίας, ταλέντου και ανταγωνισμού, αλλά διότι πολύ απλά μπορούν. Έχουν την δυνατότητα να προσφέρουν στο κοινό την κατώτερη ποιότητα, την ελάχιστη δουλειά, την άγνοια, την φτηνή αισθητική και καλλιτεχνική τεμπελιά ως τέχνη που αξίζει αντίτιμο υλικό, χρονικό και το κυριότερο, πνευματικό.

Η κακή τέχνη (αυτή δηλαδή που χαρακτηρίζεται από δημιουργική τεμπελιά και υποβιβασμό του κοινού της) υπήρχε και θα υπάρχει πάντα με μία ιδιαίτερη αξία, όχι όμως όταν λειτουργεί αντιπροσωπευτικά. Οι μεγάλοι οργανισμοί δημιουργήθηκαν για να στεγάζουν την αφρόκρεμα της κουλτούρας του τόπου που αντιπροσωπεύουν και όχι για να είναι απλά άλλη μία πειραματική σκηνή. Πρόσφατα συνειδητοποίησα πως συνέβαινε το αντίθετο και ο μόνος τρόπος να σταματήσει είναι να υπάρχει ένας αντίθετος πόλος στην αντιπέρα όχθη που ασκεί πίεση. Ο κριτικός και ένα κοινό που δεν επικροτεί.

Καταλήγω λοιπόν στα εξής: Αν το κοινό είναι όντως ανίδεο, δεν αυξάνεται αλήθεια η ευθύνη η δική μας, του ειδικευμένου κοινού να κρίνει και να αντιδράει; Και δεν είναι ο ρόλος των μεγάλων πολιτιστικών φορέων να το διαφωτίσει; Αντιθέτως όμως όπως έχουμε επαναλάβει, οι πολιτιστικοί φορείς αντί να διαφωτίζουν το κοινό τους φαίνονται να ποντάρουν στην άγνοια του για να έχουν την ελευθερία να ανεβάζουν κατώτερη τέχνη. Η Ελλάδα δεν έχει σοβαρή παραγωγή σε σταθερή βάση, την ώρα που το υλικό της σφύζει από υποσχέσεις, υποσχέσεις που μένουν αφανείς ή αποχωρούν για το εξωτερικό. Η χώρα μένει με το Μέγαρο Μουσικής και το τάδε Μέγαρο Μουσικής, το οποίο όταν δεν ξοδεύει υπέρογκα ποσά για να στεγάσει καλλιτέχνες του εξωτερικού (διότι σίγουρα είναι ανώτεροι των εγχώριων σωστά;) αντιμετωπίζει την καλή ελληνική παραγωγή ως φαινόμενο όταν προφανώς αυτό αποτελεί αποκλειστικά δική του ευθύνη, είτε αυτό αφορά μία παραγωγή των έξη ευρώ ή των έξη χιλιάδων. Έτσι μεταβήκαμε από την εποχή Κουν στην εποχή Κιμούλη, από τον ελεύθερο καλλιτεχνικό πειραματισμό στον ακριβό πνευματικό αυνανισμό.

Σαν κατακλείδα οφείλω να τονίσω κάτι: Στον Ελληνικό χώρο έχω δει εξαιρετικές παραστάσεις, τόσο από μικρές ομάδες όσο και από αυτούς τους μεγάλους οργανισμούς και αντίστοιχα πολύ κακές παραστάσεις στο εξωτερικό.

Οι κατονομασμένοι και μη φορείς είχαν και έχουν τον προσωπικό μου θαυμασμό και θεωρώ πως αξίζουν την αντίστοιχη αντιμετώπιση από όλους. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο δημιουργήθηκε το παραπάνω κείμενο.

Αυτό που με καίει είναι η κυριαρχούσα τάξη σε αντιδιαστολή με την νέα γενιά καλλιτεχνών και η ασέβεια με την οποία ενίοτε αντιμετωπίζουν το κοινό όσον αφορά την έλλειψη σοβαρότητας πάνω στο αντικείμενο. Δεν γίνεται φοιτητικές εργασίες να είναι ανώτερες μεγάλων παραγωγών όπως δεν γίνεται να λέμε ότι η Ελλάδα αυτήν την στιγμή έχει μόνο αυτόν τον πολιτισμό να επιδείξει, όταν μόνο αυτός ο πολιτισμός φαίνεται.

Τόσο στο παρόν όσο και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν της, η Ελλάδα έχει να υπερηφανεύεται για αληθινά χρυσές εποχές καλλιτεχνικής δημιουργίας και υψηλού πήχη τόσο στο κοινό όσο και στις ενδεικτικές παραγωγές της και το χρέος, όπως άλλωστε σε όλα τα υπόλοιπα πέφτει στους ώμους μας. Των δημιουργών, των κριτικών και του κοινού στο να απαιτήσουμε άλλη μία χρυσή εποχή στα ελληνικά δρώμενα.

Ελλάδα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ