Το όνομα Fofi's συνιστά τόσο την επωνυμία ενός εστιατορίου όσο και ένα κύριο όνομα. Υπήρξε για περίπου 20 χρόνια το όνομα ενός περιβόητου εστιατορίου στη καρδιά της πόλης του τέως Δυτικού Βερολίνου και ταυτόχρονα το όνομα της συντρόφου του επίσης περίφημου για το ανέμελο και ρέμπελο στυλ ζωής Έλληνα καλλιτέχνη Αλέξη Ακριθάκη. Το κύριο αυτό όνομα διαδόθηκε με τη ταχύτητα του φωτός εντός και εκτός των τειχών της άλλοτε διχασμένης πόλης, αποκτώντας θρυλικές διαστάσεις που μόνον αφηγήσεις του τύπου «χίλιες και μια νύχτες στο Εστιατόριο της Φώφης» θα μπορούσαν ίσως να αποτυπώσουν. Η έκθεση στο Μουσείο Άλεξ-Μυλωνά-ΜΜΣΤ συνιστά εν προκειμένω μια τέτοια εικαστική αφήγηση.
Πώς κατέστη κάτι τέτοιο εφικτό;
Ποιες ήταν οι πολιτικές, κοινωνικές αλλά και προσωπικές συνθήκες που συνέβαλαν στη δημιουργία, διατήρηση και μυθοποίηση ενός τέτοιου τόπου;
Ήταν απλώς το αποτέλεσμα του παροιμιώδους ελληνικού επειχειρηματικού δαιμονίου ή κάτι άλλο που ξεπερνούσε την αρχή του επιχειρείν με τη στενή χρηματο-οικονομική έννοια; Ή μήπως ήταν η έξοδος ενός αυτοεξόριστου ζευγαριού από το πνιγηρό ελληνικο-χριστιανικό κλίμα της τραγελαφικής χούντας προς μια δημοκρατικότερη πολιτεία; Διέξοδος ανάλογη με εκείνη που οδήγησε τους αυστριακούς φίλους Μισέλ Βύρτλε και Όσβαλντ Βήνερ να εγκαταλείψουν το έκδηλο αντιδημοκρατικό κλίμα που δεν έλεγε να κοπάσει στη μεταπολεμική Βιέννη και να δημιουργήσουν στο Βερολίνο εστιατόρια όπως το Αχ Βαχ (σε συνεργασία με το ζεύγος Ακριθάκη) ή αργότερα το επίσης, κοσμοπολίτικο Paris Βar; Τόπους δηλαδή που λειτουργούσαν σαν "ακυβέρνητες πολιτείες" των Αυστριακών αυτεξόριστων και που τους έδιναν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν άλλες μορφές ζωής.
Σίγουρα όλα αυτά έπαιξαν κάποιο ρόλο στη γέννηση του φαινομένου Fofi's, όμως δεν γνωρίζω αν επαρκούν για να ορίσουν και να εξηγήσουν ολοκληρωτικά αυτό που ακολούθησε. Άλλωστε, όπως συχνά συμβαίνει, η γενεσιουργός αιτία και η τελική εξέλιξη ενός πράγματος μπορούν να αποτελούν δυο τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο αφηγητής θα πρέπει σίγουρα να συμπεριλάβει στις εξιστορήσεις του και τη περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη πόλη του Βερολίνου μετά από τη δεκαετία του 60 και έως τη δεκαετία του 90, αν θέλει να ολοκληρώσει την εικόνα και το μετασχηματισμό του περιβόητου και εν τω μεταξύ ιστορικού εστιατορίου. Το λέω αυτό γιατί το εστιατόριο της Φώφης ήταν ένας τόπος που σαφώς σχετίζονταν με όλους τους άλλους τόπους (μουσεία, γκαλερί, μπαρ, εστιατόρια, κλαμπ, θέατρα, κ.α.) που υπήρχαν στη πόλη του Βερολίνου, αλλά πολλές φορές λειτουργούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιστρέφονται ή να επαναξιολογούνται εντός του οι σχέσεις που διατηρούσε με εκείνους.
Το Εστιατόριο της Φώφης δεν υπήρξε ποτέ ένας ουτοπικός τόπος αλλά ένας πραγματικός και ενεργός χώρος, ο οποίος, ως μια μορφή «ετεροτοπίας», με την σημασία που έδωσε σε αυτή τη λέξη ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, ενώ βρισκόταν εντός της πόλης του Βερολίνου και ήταν γεωγραφικά εντοπίσιμος, ήταν ταυτόχρονα εντελώς διαφορετικός και ταυτόχρονα «εκτός». Ήταν σαν να εισερχόταν κανείς όχι τόσο σε ένα ιερό τέμενος αλλά σε καράβι που είναι έτοιμο να σαλπάρει για άλλα μέρη. Τόπος κλειστός στον εαυτό του και ταυτόχρονα ανοιχτός στο απροσδόκητο και το ανατρεπτικό. Γι αυτό φρόντιζε ο Αλέξης Ακριθάκης, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία για να καταργήσει τους κανόνες της αστικής ευπρέπειας που άρμοζαν σε αυτό το κοσμοπολίτικο εστιατόριο.
Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της ετεροτοπίας είναι ότι μπορεί να φιλοξενεί πολλούς άλλους κοινωνικούς χώρους μέσα της (επιχειρηματικούς, καλλιτεχνικούς, λογοτεχνικούς, θεατρικούς, μόδας), οι οποίοι μπορούν κάλλιστα να είναι και ασύμβατοι μεταξύ τους. Για τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας αυτής της ετεροτοπίας, η οικοδέσποινα Φώφη αγρυπνούσε καθημερινά. Δεν έπαιζε όμως ποτέ απλώς το ρόλο μια απλής ταξιθέτριας που χωροθετεί και ελέγχει αυστηρά τις χωροθεσίας τόσο των εργαζόμενων όσο και των επισκεπτών, αλλά ενίοτε και το ρόλο μιας οικοδέσποινας που παρακινεί στην σχετική ανατροπή της τάξης εντός του οίκου της. Έτσι το εστιατόριο, όπως άλλοτε και το πλοίο, δεν ήταν μόνον ένα εργαλείο οικονομικής ευημερίας αλλά και δεξαμενή πολλών φαντασιώσεων και περιπετειών. Ας επισημάνουμε εδώ την αγάπη του Αλέξη Ακριθάκη για τα καραβάκια, για το έργο τέχνης ως καράβι, χώρο κλειστό στον εαυτό του που προσφέρει ασφάλεια και απολαύσεις, αλλά ταυτόχρονα και χώρο ανοιχτό στην απεραντοσύνη της θάλασσας και των κινδύνων της. Η Φώφη ήταν η καπετάνισσα σε αυτό το εστιατόριο-καράβι, το οποίο σε αντίθεση με τον Ναυτίλο του Καπετάνιου Νέμο ήταν πάντα εκτεθειμένο στον κίνδυνο του ναυαγίου (Ρεμπώ) και των κυμάτων μέθης που κάθε τόσο το κατέκλυζαν. Το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο εναλλάσσονταν στον μοναδικό εκείνο τόπο ανεξέλεγκτα και η σύγχυση μεταξύ τάξης και αταξίας, ορίου και υπέρβασης ήταν στην ημερήσια ή, αν θέλετε, στη νυχτερινή διάταξη.
Για όλους αυτούς τους λόγους το Εστιατόριο της Φώφης υπήρξε ένα τρόπον τινά συνολικό έργο τέχνης, ένα Gesamtkunstwerk. Το εστιατόριο ήταν μια πραγματική γιορτή για όλες τις αισθήσεις. Το ζητούμενο σε αυτό δεν ήταν μόνον η δημιουργία θεσπέσιων εδεσμάτων και η «πολιτισμένη» κοινωνική συνεύρεση αλλά και η πιθανή διαμόρφωση των παρευρισκόμενων σε κάτι άλλο από αυτό που ήδη ήσαν. Βρισκόταν κανείς εξαίφνης σε ένα τόπο συναντήσεων και μετασχηματισμών, σε ένα εργαστήριο δημιουργίας νέων μορφών και δυνατοτήτων ζωής, σε μια γενική απελευθέρωση όλων των συμβολικών δυνάμεων. Ό, τι πολιτιστικό συνέβαινε στη πόλη του Βερολίνου φιλτράρονταν και αποκτούσε εκεί μέσα μια ιδιαίτερη μορφή έκφρασης. Κοντολογίς, η τέχνη παρατηρούνταν κάτω από την οπτική της ζωής.
Άλλωστε, τα έργα τέχνης τα οποία βρίσκονταν στους τοίχους δεν αποτελούσαν διακοσμητικές παρεμβάσεις, αλλά τα δώρα διάσημων καλλιτεχνών που είχαν φιλοξενηθεί και πολλές φορές ανταπέδιδαν τη φιλία ή την ευγνωμοσύνη τους στην οικοδέσποινα με τα έργα τους.
Ως γνωστόν ο Πλάτωνας έτρεφε μεγάλη περιφρόνηση όχι μόνον για τη ρητορική αλλά και για την οψοποιητική (καλλωπισμό), την κομμωτική αλλά και την μαγειρική, πιστεύοντας ότι όλες μαζί κατατάσσονται στη «κολακεία». Τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε πρόσβαση στην ιδανική Πολιτεία του. Εντελώς αντίθετα, η αντιπλατωνίστρια και κοσμοπολίτισσα Φώφη Ακριθάκη μετέτρεψε ένα τόπο της γαστρονομίας σε μια μικρή αισθησιακή πολιτεία εντός της πολιτείας του Βερολίνου, κάτι σαν κράτος εν κράτει για κάθε λογής υποκείμενα. Όπως και του λόγου μου.
Διονύσης Καββαθάς (1977-1997 κάτοικος Βερολίνου και τακτικός θαμώνας του fofi's).
σχόλια