Από την Ευτυχία Γιομελά
Ψυχίατρο, Ψυχαναλύτρια Ομάδας
Επ' ευκαιρία της ταινίας της Κωνσταντίνας Βούλγαρη "Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους;" θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό που χαρακτηρίζει την Ελληνική κοινωνία είναι η κενότητα, όπου το άτομο θέτει τον άλλον στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του αλλά ασχολείται μαζί του με τρόπο αρνητικό. Επιχειρεί να τον εκκενώσει, να τον θανατώσει ψυχικά, ενώ ταυτόχρονα "αδειάζει" και τον εαυτό του. Έτσι δεν λαμβάνει υπ' όψιν την αυτονομία, τις αξίες, τις επιθυμίες, τη σημασία του άλλου, την υλικότητα και την καταγωγή του. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να σχετισθεί με τον πλησίον, εφόσον ο πλησίον, αλλά και ο ίδιος, έχουν απωλεσθεί (κενωθεί ψυχικά).
Η ταινία, μέσα από την πληροφορία ότι ο πατέρας της πρωταγωνίστριας έχει συγγράψει το βιβλίο "Οι πυροβολήτριες του Δημοκρατικού Στρατού", φέρνει στο προσκήνιο την εποχή του εμφυλίου. Η εποχή αυτή επιβαρύνεται ήδη από την ματαίωση ενός πλούσιου φαντασιακού συλλογικού ως έθνους, που δεν κατάφερε να πραγματωθεί ως κράτος.
Η ελληνικότητα συνέχισε να εγκλωβίζεται σε μιά πατρίδα έσωθεν και έξωθεν διχοτομημένη, ενώ δεν υπήρξε ποτέ κάθαρση έτσι που το μίσος να μετασχηματισθεί σε κάτι που να εμπεριέξει τα τρομακτικά συναισθήματα, να καταστεί ανεκτή η ψυχική οδύνη και να συντελεσθεί το πένθος. Έτσι οι άνθρωποι, ολοκληρωμένοι ως πρόσωπα πλέον, θα μπορούσαν να αφήσουν πίσω τους το τραύμα που τους δίχασε. Αντίθετα, τα πένθη εκκενώνονται σαν τοξικά απόβλητα και συνεχίζεται η σχέση μαζί τους εν είδει κακοήθους συγχώνευσης, που κατά περίπτωση υφίσταται μετασχηματισμούς (το λεγόμενο πέρασμα στην πράξη). Έτσι προκύπτουν: η κενότητα που βρίσκει το συμπλήρωμά της σε μιά αναζωογονητική, λόγω των ανεπεξέργαστων απωλειών, παντοδυναμία (κενή παντοδυναμία), που αντιστοιχεί στο "άδειασμα" μεταξύ των ατόμων, η τοξικομανία, η διαστροφή (διότι όπου υπάρχει άρνηση για κάτι να πενθηθεί, απλά αντικαθίσταται στερούμενο της αληθινής του υπόστασης), το life style, η σύγχυση των ρόλων, ο φθόνος απέναντι στο διαφορετικό, η παραίτηση από την επιθυμία και τη νοηματοδότηση της ζωής.
Είμαστε ζωντανοί; Είμαστε νεκροί; Ούτε ναι, ούτε όχι. Αποτελούμε τα οργανικά μέρη μιάς κοινωνίας που της επιτρέπεται να υπάρχει υπό τον όρο να μην υπάρχει. Σ' αυτό συμπράττουν οι εξουσίες με ιδιαίτερη αλαζονεία σήμερα και το επιβάλλουν σαν νόμισμα συναλλαγής.
Σχόλια για την ταινία: Η Ηλέκτρα είναι μία τρυφερή νέα γυναίκα με σπουδές σκηνογραφίας στο εξωτερικό που βιοπορίζεται κρατώντας ένα παιδί. Η Ηλέκτρα φτιάχνει διαρκώς γλυκά τα οποία προσφέρει, ζωγραφίζει και κολλά αφισάκια οπουδήποτε περπατά στην πόλη. Επισκέπτεται στην φυλακή τον μνηστήρα τηςΜανούσο, έναν αναρχικό που έκαμε ληστεία σε τράπεζα για τους σκοπούς του κινήματος. Ο Μανούσος καταδικάζεται σε εικοσιπενταετή φυλάκιση. Η Ηλέκτρα συμμετέχει στην κίνηση αλληλεγγύης στον αναρχικό αγώνα. Συναντά έναν φίλο αρχιτέκτονα στις βόλτες με το σκύλο της. Επισκέπτεται συχνά τους αριστερούς καλλιτέχνες γονείς της, με τους οποίους θέλει να διατηρεί καλές σχέσεις, παρ'όλο το αδιέξοδο που φαίνεται να υπάρχει και από τις δύο πλευρές.
Η δυσκολία προς την ομαλή αποσυγχώνευση και την πρόσβαση της νεαρής γυναίκας στην αυτονομία βρίσκει διέξοδο στην αιμομεικτικότητα, η οποία είναι το τελευταίο ανάχωμα πριν το αποχωρισμό και την αυτονόμηση από τη μητέρα. Προφανώς, και η ίδια η μητέρα έχει τη δική της σχετική προβληματική όταν δεν αντιλαμβάνεται το παιδί της ως ξεχωριστή οντότητα αλλά ως προέκταση του εαυτού της.
Η στρεβλή και ψευδής συμμόρφωση στην επανευρεθείσα αξία του παρελθόντος "Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια" που καλλιέργησε τον συμβιωτικό χαρακτήρα στις σχέσεις και ο οποίος διαπέρασε τις οικογένειες από γενιά σε γενιά, δεν ενεθάρρυνε την αυτονόμηση της μητέρας ούτως ώστε να επιτρέψει και τη δεύτερη γέννηση της κόρης της που ήταν η ψυχική της γέννηση. Η μητέρα εισβάλλει να ταΐσει μ'ένα "φοβερό" γλυκό την ενήλικη κόρη της, ενώ βρίσκεται στο μπάνιο σε "άβολη" στάση.
Την κριτικάρει για το βαθύ "ντεκολτέ" του φορέματός της, "αποκηρύσσοντας" τη σεξουαλικότητά της, ενώ και οι δύο γονείς, παραμένοντας κατά την άποψη τους διακριτικοί, δεν καταφέρνουν να την προστατέψουν από έναν βιασμό στην πρώτη ερωτική της συνεύρεση, στα 15 της χρόνια, στο δωμάτιό της, ενώ στο διπλανό δωμάτιο βλέπουν ταινία του Γκοντάρ. Την απαξιώνουν όσον αφορά τη δουλειά της και τη σχέση της με το Μανούσο αλλά και οι ίδιοι "αδειάζουν" τον εαυτό τους όταν μετατρέπουν σε κοσμική κίνηση την ανάγνωση του βιβλίου του πατέρα για τις πυροβολήτριες του Δημοκρατικού Στρατού, ή όταν παγερά αδιάφοροι ακούν στην τηλεόραση για το Γκουαντάναμο και καταναλώνουν με μανία ποσότητες γλυκών.
Στην ταινία η Ηλέκτρα δείχνει παιδική (η καλύτερη παρέα γι'αυτήν είναι το παιδί που κρατάει), κάνει γλυκά με τα οποία ¨μπουκώνει¨ τον εαυτό της όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο, ή ¨ξυραφιάζεται¨, για να διαπιστώσει ότι υπάρχει. Νοιώθει εγκλωβισμένη μεταξύ αρραγούς των πεποιθήσεων του Μανούσου, εξαιτίας των οποίων θα τον στερηθεί πολλά χρόνια από την κοινή τους ζωή και μεταξύ της παντελούς αδιαφορίας της κοινωνίας αναφορικά με αυτόν, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν και οι γονείς της. Συμμετέχει με άλλους σε αφελή και ανώδυνα "παρτυ" στα Εξάρχεια, όπου οι συμμετέχοντες καπηλεύονται την ταυτότητα του αναρχικού, προκειμένου να είναι κάποιοι. Η Ηλέκτρα έπρεπε να προσαρμοσθεί στις δυσκολίες των γονιών της, αλλά ακόμα χειρότερα, είχε χάσει μέσα της την επαφή με τους υποκειμενικούς της λόγους, με την υπεράσπιση ενός ατομικού τρόπου να είναι, τον οποίον δεν είχε
αναγνωρίσει ή προστατεύσει η μητέρα της.
Αλλες πληροφορίες που δίνει η ταινία σχετικά με τη σύγχυση των ρόλων: Η μητέρα του παιδιού που κρατά η Ηλέκτρα το "αδειάζει" κανονικά, γιατί κατά την Ηλέκτρα δεν το βλέπει ποτέ. Όταν η Ηλέκτρα πληροφορεί το Μανούσο ότι ο πατέρας του πάσχει από κλινική κατάθλιψη αυτός της απαντά ότι πάντοτε έπασχε.
"Παροπλισμένος σε μια απομόνωση κενή, σαν να μη ζητούσε τίποτε από τη ζωή, παρά μόνο ένα απάγγιο, ένα ησυχαστήρι. Είχε την αδειοσύνη του ηττημένου ανθρώπου, του ανθρώπου που έχει παραιτηθεί από όλα και που θεωρεί ανίκανο τον εαυτό του να πει έστω και μια λέξη για σοβαρά πράγματα. Ηταν σα να του έλεγε:
κοίτα, σ' αγαπάω, αλλά μην περιμένεις από μένα, τον φτωχό σου γέρο, συμβουλές".
Ο φίλος της αρχιτέκτονας είναι αμήχανος και μπερδεμένος με το πως να συμπεριφερθεί στην κόρη του που κατέφυγε στο χασίς, ενώ η γυναίκα του, χωριατοπούλα που αστικοποιήθηκε, αφομοιώθηκε στο lifestyle του νεοπλουτισμού της μεταπολίτευσης προσφέροντας στον εαυτό της την υπαρξιακή κατοχύρωση της τσιχλόφουσκας. Εδώ καταδεικνύεται ότι το χασίς και το life style, ως ύπουλη παγίδα της μεταπολίτευσης, είναι οι ιδανικοί παρτενέρ σε μιά σχέση αμοιβαίας σαγήνης και συμβίωσης που αποκλείουν κάθε αφύπνιση της συνείδησης και της αυθεντικότητας. Τέλος, συγχυτικός φαίνεται ο ρόλος της εξουσίας απέναντι στους αναρχικούς με τις εξοντωτικές και αναντίστοιχες ποινές, διότι αποδίδει φθόνο.
Η μόνη διέξοδος για την Ηλέκτρα είναι ο έρωτάς της προς τον Μανούσο. Φαίνεται πως για αυτόν και τους συντρόφους του, είναι θέμα υψίστης σημασίας να νοηματοδοτήσουν την ζωή τους διαρρηγνύοντας με τις πρακτικές τους την κρύπτη της μελαγχολίας, μέσα στην οποία εγκλωβίστηκε ένας ολόκληρος λαός και η οποία σαν μήτρα ασφυκτική επέφερε την υπαρξιακή του κατάρρευση, ακόμα και αν αυτό φέρει το προσωπείο μιάς "αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι".
Όπως στους υπαρξιστές, η συνείδηση (οριζόμενη ως το "είναι δι' εαυτόν") έχει τέτοια φύση ώστε να είναι πάντα ελεύθερη να επιλέγει ή να αρνείται τα δεδομένα χαρακτηριστικά του κόσμου. Η αυθεντικότητα φαίνεται να είναι ένα κάλεσμα για υπευθυνότητα, ακόμη και για ηρωισμό (σε περίπτωση πολέμου). Η γεμάτη πάθος προσωπική επιλογή και στράτευση είναι στοιχεία θεμελιώδη για την αληθινή ύπαρξη. Κατά το Μανούσο οι αναρχικοί σύντροφοι αναλαμβανουν μέσα από την ευθύνη των πράξεων τους την ευθύνη της ύπαρξής τους. Βεβαίως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αφού το κακό έχει πλημμυρίσει τον κόσμο και δεν απουσιάζει ποτέ ώστε να γίνει αντικείμενο σκέψης, έχουν ταυτισθεί και αυτοί με αυτό και έχουν καταστεί διωκόμενοι διώκτες. Αναμφίβολα, είναι πολύ θυμωμένοι και απογοητευμένοι από διάφορα πολιτικά, κοινωνικά και ελευθεριακά κινήματα τα οποία απέτυχαν στο
παρελθόν.
Αν όμως οι ομάδες τους χαρακτηρίζονται από κάποιο βαθμό συνοχής και υπαρξιακής συνέχειας, αυτό σημαίνει ότι σε αντίθεση με την αχρονικότητα και τα ανεπεξέργαστα συναισθήματα που εκτενώς σχολιάστηκαν πιο πάνω, αποδέχονται τον χρόνο και την την πραγματικότητα του περιορισμού, δηλαδή την απώλεια. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν την έχουν νοιώσει στο πετσί τους παραμένοντας για χρόνια στις φυλακές. Η αποδοχή του περιορισμού δηλώνει την ιδιαιτερότητα και τη μη σύγχυση των ορίων.
Αντιθέτως λοιπόν, αφού το κακό πλημμυρίζει το χώρο και δεν επιτρέπει να τεθεί καμμία εμπειρία σε εκκρεμότητα, οι πρακτικές των αναρχικών συντρόφων αποβλέπουν στο να δημιουργηθεί κάποια εκκρεμότητα από την οποία να προκύψει κάτι καινούριο και διαφορετικό, και όχι στην καταστροφή γιά την καταστροφή σαν αυτοσκοπό τους.
Υπάρχει η "βασική εμπιστοσύνη" ότι ο άνθρωπος μπορεί να υπάρχει μεσα στις αβεβαιότητες, τα μυστήρια, τις αμφιβολίες, χωρίς τη βασανιστική αναζήτηση των αιτιών και των αποτελεσμάτων τους. Άλλωστε, "μόνο στο παράξενο μπορεί να φτιάξει κανείς το όνειρο". Η πίστη στην πεποίθηση αυτή στοιχειοθετεί μια ασκητική, ηθική στάση που δίνει τη δυνατότητα να αποφευχθεί ο πρόωρος κορεσμός σε μια εκδοχή της πραγματικότητας ή σε ένα περιγεγραμμένο θεωρητικό σχήμα, έτσι ώστε η όποια πραγματικότητα που θα προκύψει να διατηρεί ανοικτό τον δυνάμει χαρακτήρα της ανθρώπινης συνθήκης. Δεν καταφεύγουν ή στην εκκένωση των σχέσεων ή στην παντοδυναμία.
Με τις σκέψεις αυτές, έρχεται στο νου ένα κείμενο από τους «Χτίστες» του Γ. Χειμωνά (εκδόσεις Καστανιώτη 2001) ".... Τότε θα παρουσιαστεί ο κήρυκας. Αποτάσσεται το μέλλον. Ασεβεί προς το μέλλον της σιωπής. Έρχεται για να αναγγείλει. Επειδή οι δύο πράξεις της ζωής του είναι ο ερχομός και η αναγγελία. Δεν είναι πράξεις αλλά δύο τρομαχτικές και έμφυτες λειτουργίες του σώματος και της ψυχής του. Έρχεται η βασιλεία των αγγελειοφόρων. Είναι οι αντίθετοι των προφητών. Οραματίζονται αυτό που έχει γίνει. Επιτρέπεται στον κήρυκα να αποβιβαστεί. Στάθηκε πάνω σε ένα ανάχωμα από πέτρες στη μέση του νερού. Προσωρινό νησί αντίκρυ στην παραλία των ανθρώπων."
Εδώ τους αποδίδεται ο ρόλος του κήρυκα που πράττει τον ερχομό και την αναγγελία, δηλαδή την Παρουσία και τον Λόγο. Έχουν την παρρησία να εμφανιστούν μπροστά μας και μας αναγγέλουν, μας ειδοποιούν για κάτι πολύ σημαντικό. Γαι αμφότερα και τα δύο κωφεύει η εποχή μας και η κοινωνία αδιαφορεί για τις εξοντωτικές ποινές τις αναντίστοιχες των ενεργειών τους, εκδικούμενη ίσως στο πρόσωπο τους τα δικά της απωθημένα.
Αυτό φέρνει στο νού το ποίημα του Β. Λεοντάρη, "Εν γη αλμυρά",
('Ερασμος 1996)
"Τιτίβισμα του τίποτε
ήξερες τελικά πως να επιζήσεις
δεν μπλέχτηκες εσύ σε οράματα
και σε χαμένες υποθέσεις
ήξερες να φυλάγεσαι περίκομψα
ξέφυγες την αισθητική καταστροφή.
Έντομο ανθεκτικό της μετατέχνης
ζουζούνι της τεχνολογίας του αισθήματος
χαζοχαρούμενο και χαζολυπημένο
διακοσμητικό του ανύπαρκτου
ήξερες τελικά πως να επιζήσεις
όχι σαν τη δική μου τη φωνή
που πνίγηκε
στο βόγγο του υπαρκτού."
Ο Μανούσος καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκισης. Ας προσέξουν οι κύριοι δικαστές σε ποιούς περιορίζουν τον ουρανό μέσα από τα κάγκελα. Είναι από τους λίγους που ξέρουν να εκτιμούν την ομορφιά των αστεριών.
σχόλια