Πόσο άλλαξα, πόσο παρέμεινες ο ίδιος. Από τον Σπύρο Πανταζή

Πόσο άλλαξα, πόσο παρέμεινες ο ίδιος. Από τον Σπύρο Πανταζή Facebook Twitter
0

Περπατώντας στην Ελλάδα του μνημονίου συνειδητοποιείς σε πόσα πράγματα άλλαξε αυτή η χώρα αλλά και σε πόσα παρέμεινε η ίδια. Ιχνηλατείς τις συνήθειες των πολιτών και τις συγκρίνεις με παλαιότερες. Αναδιφάς την διασκέδαση τους, τα ενδιαφέροντα τους, την πολυποίκιλη ερμηνεία που προσδίδουν στα γεγονότα. Αναρωτιέσαι αν το κρισιακό αφήγημα ήταν ευκαιρία δημιουργίας και εκσυγχρονισμού σε ένα έστω στρεβλό περιβάλλον ή αν νομοτελειακά οδήγησε στον περαιτέρω ανορθολογισμό της ελληνικής κοινωνίας, ενισχύοντας τα ταπεινότερα μεταπολιτευτικά ένστικτα και παράλληλα εμπεδώνοντας ένα αίσθημα ανομίας ή καλύτερα ανομίας για λίγους.

Ποιές είναι λοιπόν οι δυναμικές που αναπτύσσονται στην Ελλάδα της κρίσης; Ποιά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εντοπίζονται στη συμπεριφορά των πολιτών; Επικρατεί μία καθολική διάθεση αλλαγής και ενδεχόμενης ανακατάληψης της δημόσιας σφαίρας ή όχι; Το παρόν άρθρο αποτελεί μία συνοπτική προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των παραπάνω ερωτημάτων.

Αυτό το καλοκαίρι είδαμε ανθρώπους να θέλουν να ξεφύγουν από μεταπολιτευτικό υπερθέαμα των μεγάλων νυχτερινών κέντρων της όψιμης ευμάρειας και της αλλοτινής ένδειξης νεοπλουτισμού. Σε μία κρυφή στάση αναστοχασμού και παράλληλης ενοχής για όλα αυτά που στο παρελθόν έκαναν και ενδεχομένως μετάνιωσαν ή έθεσαν ηθελημένα ή αθέλητα σε μερική ή οριστική αδράνεια, κατέκλισαν μαζικά τους μικρούς χώρους διασκέδασης αλλάζοντας τις συνήθειες τους και θέτοντας στο επίκεντρο τη διαφορετική προοπτική ψυχαγωγίας που χαρίζει λόγου χάρη ένα μπαρ ή μία μουσική σκηνή.

Παρατηρήσαμε κόσμο να αποφεύγει τις οργανωμένες πλαζ συνειδητοποιώντας τη ματαιότητα των πρότερων συνηθειών τους ή ακόμα και ανακαλύπτοντας την άγνωστη για πολλούς αθηναίους μέχρι εσχάτως κρυφή γοητεία του 'ελεύθερου' μπάνιου. Αντικρίσαμε επιχειρηματίες σεβόμενους την ανάγκη των καιρών και τη μείωση του ΦΠΑ, να ρίχνουν κατά πολύ τις τιμές τους. Επιτέλους, υπήρξαν μαγαζιά που υιοθέτησαν το τόσο διαδεδομένο στο εξωτερικό happy hour. Τα ουζερί και τα τσιπουράδικα επανήλθαν στην μόδα, όχι εν είδει ενός αφελούς και κοντόφθαλμου επαρχιωτισμού αλλά εξαιτίας μίας βαθύτερης ανάγκης για ποιότητα ζωής σε περιόδους λιτότητας. Χαρήκαμε για μία χώρα που θέλει να τολμήσει, να ερωτευτεί, να αλλάξει, να συνδιαλεχτεί, να επιχειρηματολογήσει και να επανα-επινοήσει φέρνοντας στο προσκήνιο νέες ιδέες καινοτόμες και διαφορετικές.

Ξεχωρίσαμε μία νέα γενιά που επενδύει στη δύναμη της μόρφωσης της και στο συγκριτικό πλεονέκτημα της εκπαίδευσης της σε σχέση με προηγούμενες. Νέα άτομα με ανοιχτούς ορίζοντες και περίσσια γνώση. Μια πιθανώς μεταμοντέρνα κοινωνία καταναλωτών πολιτισμικών αγαθών αναδυόμενη μέσα από τον κονιορτό της κρίσης. Παιδιά που ψάχτηκαν στους δρόμους της εναλλακτικής μουσικής, που υπήρξαν δεκτικά στην street art, που παρακολούθησαν κινηματογραφικά έργα και τα ανέλυσαν ενδελεχώς και που προσπάθησαν να ταξιδέψουν με κάθε μέσο σε εποχές που η φοιτητική κινητικότητα τελεί υπό καθεστώς περιορισμού αν όχι διωγμού.

 

Συγκλονιστήκαμε όμως με το γεγονός πως η εν λόγω γενιά τα κάνει όλα αυτά έχοντας στο μυαλό της στο εξωτερικό. Όχι γιατί πιστεύει πως εκεί είναι απαραίτητα η γη της επαγγελίας ή πως το εκεί δημόσιο χρέος είναι χαμηλότερο και η ανεργία μικρότερη, αλλά διότι απελπισμένα προσπαθεί να ανακαλύψει τη κανονικότητα σε καιρούς που ταυτοποιούνται ως μη κανονικοί. Επειδή πέραν του γεγονότος πως δεν δίνονται χρήματα και κίνητρα για επενδύσεις νιώθει αηδιασμένη με την δυσανεξία με την οποία αντιμετωπίζεται η ιδιωτική πρωτοβουλία και στην χώρα. Επί πλέον, έχει συνειδητοποιήσει από καιρό πως το πελατειακό σύστημα των πατεράδων της κατέλαβε όλες τις θέσεις σε αυτό που στο συλλογικό φαντασιακό είχε εγγραφεί ως εγχώριο 'δημόσιο' βιλαέτι και εκτός του ότι δεν μπορεί δεν θέλει κιόλας να γίνει μέρος του.

Συν τοις άλλοις, μπορεί να είναι ένα σύνολο νέων ατόμων σημαντικό μέρος των οποίων αποδέχεται πλήρως την ελληνική υπαιτιότητα στη δημιουργία του χρέους, από την άλλη όμως παρακολουθεί αμήχανα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να γκρεμίζεται και να υποδαυλίζεται εκ των έσω, την ανάπτυξη να συμβολοποιείται σε αόριστες υποσχέσεις και τη λιτότητα να προσλαμβάνει εξωφρενικές και εμμονικές διαστάσεις. Είναι με άλλα λόγια, ένα νέο συλλογικό υποκείμενο καταδικασμένο να ζει σε μία ηδονιστική κοινωνία -φαινομενικά ακρωτηριασμένο, εσωτερικά όμως έτοιμο να αρνηθεί και να αντιπαρατεθεί στην κυρίαρχη μιντιοκρατική ιδεολογία της μετριότητας- διαβασμένο και εξωστρεφές, πράγμα που φαίνεται στην αποστροφή του να αποδεχτεί ως κάτι το φυσιολογικό πως ένα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό κόμμα πρόδηλα διακηρύσσει το μίσος και τη μισαλλοδοξία ενάντια στην πάσης φύσεως ιδιαιτερότητα, αντιστρατευόμενο πλήρως στην ύπαρξη και στο δικαίωμα συμμετοχής στην ανοιχτή κοινωνία. Είναι τέλος η πρώτη μεταδικτατορική γενιά στην οποία τα λόγια του ποιητή απηχούν εξόχως ενδοσκοπικά και διασταλτικά: ''Πότε θ' ανθίσουν τούτοι οι τόποι; πότε θα ρθούνε καινούριοι ανθρώποι, να συνοδεύσουνε τη βλακεία, στην τελευταία της κατοικία;''.


Παράλληλα με όλους αυτούς είδαμε και άλλους που δεν θέλουν να διαρρήξουν τη 'πετυχημένη' μεταπολιτευτική τους σχέση – όχι φυσικά με την έννοια των ουσιωδών κοινωνικών κατακτήσεων της μεταδικτατορικής περιόδου αλλά με εκείνη των αντίστοιχων ρουσφετολογικών - τόσο με το κράτος όσο και με τους συμπολίτες τους. Ανθρώπους που νοηματοδότησαν και συνεχίζουν να το κάνουν την ύπαρξη τους μέσω το πώς να κλέβουν το κράτος, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο αισθάνονται κυρίαρχοι και ασφαλείς αναγνωρίζοντας και αυτοπροβάλλοντας τους εαυτούς τους και την υπεροχή τους σε μία σχέση αλληλεξάρτησης και απάτης. Καταστήματα που συνέχισαν να μην κόβουν αποδείξεις αλλά και έλεγχοι που ποτέ δεν έγιναν. 'Θαυμάσαμε' για νιοστή φορά Έλληνες επιχειρηματίες που δεν θέλουν να ξεφύγουν από την πεπατημένη στρατηγική δημιουργίας παραπλήσιων καταστημάτων αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον και εξαντλώντας την ελληνική επιχειρηματικότητα στους σύγχρονους γιαουρτ-άδες πλέον της εποχής μας.

Ταυτόχρονα, είδαμε μία ελληνική κυβέρνηση που καλώς έπραξε λαμβάνοντας το μέτρο μείωσης του ΦΠΑ αλλά ως άλλη μετατροπή του ευρώ κάποτε δεν έκανε το παραμικρό να την προστατέψει. Δεν έλειψαν όμως από το καλοκαίρι αυτό και εκείνοι πως ως γνήσια μεταπολιτευτικά τέκνα και θιασώτες του μεσσιανισμού ακόμα και σήμερα πιστεύουν πως η εκλογή ενός κόμματος από μόνη της είναι μία προϋπόθεση sine qua non, ικανή να τους επαναφέρει στον χαμένο παράδεισο των ψευδαισθήσεων τους.


Κάπως έτσι διαμορφώνεται το ελληνικό μωσαϊκό της κρίσης, μια διήγηση παραδοξότητας και αντιθέσεων σαν όλες τις ιστορίες που εκτυλίσσονται σε περιόδους όπου ο παλαιός βηματισμός φαντάζει πληγωμένος και ένας καινός απειλεί να τον ξεπεράσει. Από τη μία βλέπουμε την έκδηλη προσπάθεια συλλογικοτήτων να προχωρήσουν και από την άλλη αναχρονιστικές τάσεις να την κρατάνε πίσω. Ατομικότητες που σε ορισμένες περιπτώσεις βίωσαν την κρίση εντονότερα και ίσως βιαιότερα από όσο τους αναλογούσε, κατάφεραν όμως να την εκλογικεύσουν και να θέσουν τις βάσεις για να την ξεπεράσουν, απέναντι σε παλαιοεπιχειρηματίες που γύρισαν την πλάτη τους στην ελληνική απομάγευση, μένοντας πιστοί στην ελκυστική ενθύμηση ενός άλλοτε γενναιόδωρα και αλόγιστα ποτισμένου φυλλοβόλου μεταπολιτευτικού δέντρου. Ξέχασαν όμως πως ο καρπός του ήταν προπομπός πόνου επικαλυπτόμενος από γλυκό δηλητήριο. Λησμόνησαν πως ο τελευταίος αποδείχτηκε κούφιος.

ΥΓ1. Εξαιτίας χωροχρονικών περιορισμών απουσιάζει από τη νέα γενιά η αναφορά σε ένα ακριβώς αντίρροπο, συλλογικό, πειθαρχημένο, φανατισμένο αλλά και βαθύτατα φοβισμένο υποκείμενο που στρέφεται προς το άκρο. Εξελίσσεται σε μαζικό και είναι καιρός να γίνει αντιληπτό για να αντιμετωπιστεί.


ΥΓ2. Η υπόνοια για τους οικονομικούς εθνικισμούς της Ευρώπης που διατυπώθηκε δεν επιδιώκει να λειτουργήσει ως φενάκη για την αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις.


ΥΓ3. Η σύνδεση του σήμερα με το 'ακονιτικό' πνεύμα του εύκολου κέρδους που διαπότισε την μεταπολίτευση ουδεμία διάθεση έχει να υποβαθμίσει την δεύτερη, καθότι σε αυτή τη περίοδο σημαντικά βήματα κοινωνικού εκσυγχρονισμού σημειώθηκαν, το τιτάνιο έργο της εθνικής συμφιλίωσης πραγματώθηκε και παρά τους αδαείς και εκ του πονηρού συμψηφισμούς-παραλληλισμούς ορισμένων η καχεκτική δημοκρατία ξεπεράστηκε.


*Ο Πανταζής Σπύρος σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι τελειόφοιτος της νομικής σχολής του πανεπιστημίου του Essex.

 

 

Ελλάδα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ