Η Κιμώνα Βασιλάκη-Βενιέρη δημιούργησε μια «τοσοδούλα», χάρμα οφθαλμών γκαλερί, τη Red Carpet, και έκλεισε επιδεικτικά το μάτι στη σοβαροφάνεια όσων νομίζουν ότι η τέχνη είναι άβατο.
Στην οδό Σολωμού, στα Εξάρχεια, μια μικρούλα γκαλερί με γκράφιτι απέξω τραβάει αμέσως το μάτι. Λέγεται Red Carpet και στα εγκαίνιά της έχουν μαζευτεί πολύχρωμα τυπάκια που σφύζουν από νιάτα, ομορφιά και ενέργεια.
Η Κιμώνα μου μιλάει ήρεμα, ο λόγος της είναι ώριμος και κατασταλαγμένος. «Τι έγινε, Κιμώνα, έπεσες στη μαρμίτα της ωριμότητα και του ζεν;» λέει αστειευόμενη. «Δεν έχει σημασία ο χρόνος», συνεχίζει με μια φιλοσοφική διάθεση. «Μπορεί στα 20 να νιώθεις 50 και το αντίστροφο».
Τη ρωτάω τι την παρακίνησε να ανοίξει γκαλερί. Η γκαλερί ήταν ένα πείραμα, όπως μου εξηγεί. Ένα πείραμα για το οποίο ρίσκαρε μαζί με την παιδική της φίλη, την Άννα Μολόι. Ήξεραν ότι ήθελαν να κάνουν κάτι σχετικό με την τέχνη, αλλά δεν είχαν προσδιορίσει τι ακριβώς. Μεγαλωμένες και οι δυο στη Νέα Υόρκη από καλλιτεχνικές οικογένειες, έχουν την τέχνη στο αίμα τους.
«Τα Εξάρχεια έχουν μια δική τους, εντελώς ξεχωριστή ταυτότητα. Υπάρχει μια ανοχή στη διαφορετικότητα και μια ελευθερία. Κι έπειτα, τα μαγαζιά, τα εστιατόρια, τα βιβλιοπωλεία, τα δουλεύουν κυρίως οι ιδιοκτήτες τους, τα τρέχουν οι ίδιοι με μεράκι, όχι ξένες εταιρείες».
Σε μια βόλτα στα Εξάρχεια το μάτι της Κιμώνας έπεσε σε ένα πωλητήριο στην οδό Σολωμού. Ήταν ένα υπογειάκι που το χρησιμοποιούσε παλιότερα ένας υδραυλικός. Το αγόρασαν σε μια πραγματικά χαμηλή τιμή, δίνοντας όλες τους τις οικονομίες. Η Κιμώνα μου εξηγεί ότι αρχικά το είδαν ως μια καλή επένδυση. «Επένδυση;» τη ρωτάω με έκπληξη και σκέφτομαι τον εαυτό μου στα 24, «κόκαλο», να κάνω οτοστόπ για να γυρίσω απ’ τα Οινόφυτα.

Στην Ελλάδα ερχόταν κυρίως τα καλοκαίρια. Στη διάρκεια του κορωνοϊού, όμως, κόλλησε εδώ και της άρεσε. Στην Ελλάδα είναι σε πρώτο πλάνο ο άνθρωπος, μου λέει. «Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Αν ένας νέος άνθρωπος πεθάνει στην Αθήνα, το σκέφτεσαι και το συζητάς για μήνες, για χρόνια, δεκαετίες. Στη Νέα Υόρκη το έχεις ξεχάσει τα επόμενα πέντε λεπτά. Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
Στην Αθήνα νιώθει ότι κάτι δυναμικό γίνεται στην τέχνη, κάτι επωάζεται. Της αρέσει που διάφορες παρέες νέων ανθρώπων ξεκινούν art projects σε απροσδόκητους χώρους με λίγα μέσα.
«Βρίσκω άκρως ενδιαφέρον αυτό το πειραματικό στοιχείο, γιατί το πείραμα εκπλήσσει και αυτόν που το κάνει», λέει. Επέλεξε τα Εξάρχεια γιατί τα αγαπά, όπως λέει, και αν ήταν καρτούν τα μάτια της θα έβγαζαν καρδούλες. «Τα Εξάρχεια έχουν μια δική τους, εντελώς ξεχωριστή ταυτότητα. Υπάρχει μια ανοχή στη διαφορετικότητα και μια ελευθερία. Κι έπειτα, τα μαγαζιά, τα εστιατόρια, τα βιβλιοπωλεία, τα δουλεύουν κυρίως οι ιδιοκτήτες τους, τα τρέχουν οι ίδιοι με μεράκι, όχι ξένες εταιρείες. Ό,τι δεν είναι εταιρεία ή αλυσίδα για μένα σημαίνει αντίσταση. Τα Εξάρχεια αντιστέκονται!»

Και πώς ξεκίνησε το πρότζεκτ;» τη ρωτάω. Πώς στήνεις απ’ το μηδέν μια γκαλερί; «Ξεκινάς με το χρώμα», λέει. Το έβαψε μοβ, όπως το υπνοδωμάτιό της. Έτσι, αμέσως πήρε χαρακτήρα. Παρατηρούσε τον κόσμο να σταματά, να το χαζεύει και να ρωτάει περί τίνος επρόκειτο.
«Το μοβ είναι πολύ θηλυκό χρώμα. Σε συνδυασμό με το τέλειο γκράφιτι που έφτιαξε ο kompleeet (Stylianos Triantafyllou), ο χώρος άρχισε να ξεχωρίζει από μακριά. Έτσι μου καρφώθηκε η ιδέα να κάνω μια έκθεση με εφτά καλλιτέχνες».
«Πώς χωράνε εφτά καλλιτέχνες σε δεκαπέντε τετραγωνικά;» τη ρωτάω έκπληκτη. «Et voilà η πρόκληση» λέει και ανασηκώνει τους ώμους.
Ο χώρος είχε και ένα αποθηκάκι σαν εσοχή που σκέφτηκε να το κάνει video room. «Moυ έλεγαν ότι δεν ήταν καλή ιδέα. Ευτυχώς που μερικές φορές γίνομαι ξεροκέφαλη, γιατί αποδείχτηκε καλή ιδέα, όπως και η απόφαση να βάλω τα φώτα από μέσα. Στο μέλλον θέλω να γίνει σαν dark room για installation».

Τη ρωτάω πώς προέκυψε το βίντεο του Υue Yang Guo –τoν γνώρισε σε ένα φεστιβάλ στο Μπιλμπάο, είναι από μια φυλή της Ταϊβάν. Έχει τον τίτλο «2024: Η χρονιά που γυρνάω στον εαυτό μου». Πιάσαμε κουβέντα και ήθελα πολύ να μου τη δώσει να το δω.
«Νομίζω ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες δέχτηκαν όταν κατάλαβαν πόσο κουλ περιοχή είναι τα Εξάρχεια». Μου αφηγείται πώς γνώρισε τους υπόλοιπους καλλιτέχνες.
«Με την Camille Cornillon βρεθήκαμε σε μια έκθεση στο “Living Room” της Κυψέλης – θέλησα να δω έργα της και ξετρελάθηκα. Τον Στυλιανό Τριανταφύλλου τον γνώρισα σε jazz live. Toν Capten, στο Victoria Square project, και ερωτεύτηκα τη δουλειά του. Για την Venera Kazarova έκανα πολλή έρευνα. Μου άρεσαν και η περφόρμανς και τα κοστούμια της. Ο Raed Issa είναι αρκετά γνωστός καλλιτέχνης, έχει κάνει εκθέσεις σε πολλά μέρη του κόσμου. Τον βρήκα από μια έκθεση, την «I will write our will above the clouds» που οργάνωσε το Fana Collective. Με την Κατερίνα Σκάση μεγαλώσαμε μαζί, μου έχει πει ότι είμαι η μούσα της. Με συγκινεί η σκέψη όλων των καλλιτεχνών έτσι όπως αποτυπώνεται στα έργα τους. Οπότε, δεν ξέρω αν το σύμπαν των επτά πλανητών το δημιούργησα εγώ ή αν με βρήκε μόνο του».
«Και τώρα», της λέω, «η δύσκολη ερώτηση των δέκα χιλιάδων ευρώ. Σκέφτεσαι καθόλου ότι κάποιος μπορεί να πει πως η Κιμώνα είναι κόρη της διάσημης εικαστικού Λυδίας Βενιέρη και εγγονή του πελώριου γλύπτη Takis (Παναγιώτη Βασιλάκη), οπότε λογικό είναι να ανοίγει γκαλερί, αφού έχει τις πλάτες τους, το όνομά τους;»


«Καταρχάς, να πω ότι δεν με νοιάζει τι θα πουν, ούτε νιώθω ότι χρειάζεται να αποδείξω κάτι. Αν κάποιος με κρίνει χωρίς να με ξέρει, τόσο το χειρότερο για εκείνον. Φυσικά, το ότι η μαμά μου είναι η Λυδία Βενιέρη παίζει σημαντικό ρόλο. Άκουγα για τέχνη ακόμα και μέσα στον αμνιακό σάκο. Έπειτα, έχω μεγαλώσει στο Soho, μέσα στο στούντιό της, με τόσες γκαλερί τριγύρω.
Όταν ήμουν πολύ μικρή, δεν καταλάβαινα, δεν διαχώριζα τη ζωή απ’ την τέχνη. Όταν είσαι μια σταλιά παιδάκι μπορεί να σε τρομάξει η τέχνη αλλά και να σε γοητεύσει –όλο αυτό μπορεί επίσης να δημιουργήσει μια σχέση με το μαγικό, το υπερβατικό, το αλλιώτικο. Πήγα και σε καλλιτεχνικό λύκειο. Η τέχνη δεν ήταν μέρος της ζωής μου αλλά η ζωή μου».
«Και, φυσικά, παππούς σου ήταν ο διάσημος γλύπτης Takis. Έχεις κάποια μνήμη απ’ αυτόν;»
«Ως παιδάκι έκλεβα μαγνήτες» λέει και γελάει πονηρά σαν να την έπιασαν να κάνει σκανταλιά. «Ήμουν περίπου τεσσάρων χρονών όταν έκλεψα τους μαγνήτες του, ενώ δεν έπαιρνα ποτέ τίποτα. Φυσικά, δεν γνώριζα τότε τη δουλειά του παππού, αλλά είχα εμμονή με τους μαγνήτες». «Θυμάσαι ιστορίες από εκείνον;» συνεχίζω.


«Στην Ελλάδα ερχόμουν μόνο τα καλοκαίρια. Τον παππού μου τον έβλεπα τότε, όταν πηγαίναμε πότε στο Γεροβουνό και πότε στη Λυκόβρυση. Κάποια στιγμή μας πιάσαν οι γονείς μου που με μάθαινε να καπνίζω –επειδή έτρεμαν τα χέρια του έφτιαξε μια εφεύρεση με μικρές μαγνητικές πίπες και καπνίζαμε παρέα. Αλλά και η γιαγιά μου, η Liliane Lijn, η πρώτη του γυναίκα, είναι επίσης πειραματική καλλιτέχνις και είναι πολυ κουλ».
«Γιατί επέλεξες, τελικά, να ανοίξεις στην Αθήνα την γκαλερί και όχι στη Νέα Υόρκη;» «Περνάω ωραία εδώ», απαντά με ειλικρίνεια. «Τελικά, μου άρεσε η ιδέα να δημιουργήσω κάτι σαν διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα, για να μπορώ να δείχνω από εδώ καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο».
«Έχεις κάποιο όνειρο;» τη ρωτάω. «Δεν ξέρω αν είναι όνειρο με την έννοια που το λες, αλλά θα μου άρεσε να κάνω μικρά art films, όπως θα μου άρεσε και να ντύνω ταινίες με μουσική. Συνέχεια ψάχνομαι με τις μουσικές. Ανακάλυψα τη Γιοβάννα που μεσουράνησε στα ’70s και την αγαπώ».
«Ποιο τραγούδι περιγράφει την ψυχή σου;» ρωτάω. «Το “Solaris” του Tomita. Και το “Emanuel” απ’ την ομώνυμη ταινία».
«Τι άλλο αγαπάς;» «Τις γάτες. Γιατί ο πρώτος μου έρωτας ήταν γάτος, και γιατί μετά τις 12 το βράδυ γίνομαι γάτα κι εγώ».