Ο τίτλος που συνοδεύει το κείμενο δεν είναι υποτιμητικός. Είναι η φράση που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τον εαυτό του ο ίδιος ο Κιαροστάμι στην εισαγωγή του βιβλίου που εξέδωσε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ως συνοδευτικό τις ρετροσπεκτίβας του κινηματογραφικού και φωτογραφικού του έργου, το 2004.
Προσπαθώντας να κατανοήσει και ο ίδιος τι ακριβώς είναι, αναφέρει μια σειρά από part-time ασχολίες που κάνει (συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές και του σκηνοθέτη, αφού όπως λέει κάνει ταινίες κάθε 2 χρόνια που τον απασχολούν για ένα εξάμηνο, οπότε μένει ένα μεγάλο κενό 1,5 χρόνου) με έμφαση όχι απαραίτητα στις πνευματικές, όπως την ποίηση, αλλά και στις τεχνικές, όντας μεταξύ άλλων ζωγράφος, εικονογράφος αλλά και σπουδαίος μαραγκός.
Ο Αμπάς Κιαροστάμι υπήρξε ένας πολυπράγμων καλλιτέχνης, δεν υπήρξε τόσο καθοριστικός στην ιστορία όλων των ενασχολήσεών του, αλλά τουλάχιστον σε αυτή του σινεμά πέτυχε πράγματα που τον τοποθετούν δικαίως σε σημαντική θέση της κινηματογραφικής ιστορίας. Υπάρχουν δύο σημαντικές στιγμές στην πορεία του ως σκηνοθέτης. Η πρώτη είναι η απόφαση που πήρε να παραμείνει στο Ιράν μετά την επανάσταση του 1979, σίγουρος πως το δέσιμό του με τον τόπο θα του παρείχε την έμπνευση η οποία θα ξεπερνούσε τις όποιες κυβερνητικές παρεμβάσεις.
Ο Αμπάς Κιαροστάμι υπήρξε ένας πολυπράγμων καλλιτέχνης, δεν υπήρξε τόσο καθοριστικός στην ιστορία όλων των ενασχολήσεών του, αλλά τουλάχιστον σε αυτή του σινεμά πέτυχε πράγματα που τον τοποθετούν δικαίως σε σημαντική θέση της κινηματογραφικής ιστορίας.
Φεύγοντας από το Ιράν πιθανά να έβρισκε περισσότερα χρήματα και μέσα για να απογειώσει την καριέρα του, αλλά δε θα έβρισκε ξανά τα τοπία και τους ανθρώπους που σημάδεψαν το περιεχόμενο των ταινιών του και του έδωσαν την ευκαιρία να εξελίξει την κινηματογραφική γλώσσα. Η δεύτερη στιγμή συμβαίνει το 1990, όπου κυκλοφορεί το Close-Up που του χαρίζει οριστικά το εισιτήριο για τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές αγορές, τον εδραιώνει ως σημαντικό σκηνοθέτη και του δίνει την ευκαιρία να προωθήσει πολύ ευκολότερα το σινεμά της χώρας του.
Το Close-Up διηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που ξεγελά μια οικογένεια λέγοντάς της πως είναι ο γνωστός ιρανός σκηνοθέτης Μοσέν Μαχμαλμπάφ και ο Κιαροστάμι μπλέκει μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, μπαίνει ο ίδιος μέσα στο φιλμ και ζητά από τους πρωταγωνιστές να αναπλάσουν την ιστορία, προσπαθώντας να εξερευνήσει τα κίνητρα του ήρωα και το αν όντως πρέπει να αντιμετωπιστεί ως απατεώνας ή όχι.
Η ταινία που συχνά σήμερα ψηφίζεται μέσα στις σημαντικότερες που έγιναν ποτέ, είναι η ιδανικότερη επίδειξη ενός είδους που θα περιγραφόταν ως μεταμοντέρνος νεορεαλισμός, αφού ο Κιαροστάμι δούλευε για χρόνια πάνω στη γλώσσα των Ιταλών αναμειγνύοντάς την με τη μελέτη του πάνω στη σχέση μέσου και θεατή που τον απασχολούσε από την αρχή της καριέρας του. Οι ιρανικές ταινίες είχαν αρχίσει ήδη να απασχολούν τους καλλιτεχνικούς διευθυντές ξένων φεστιβάλ, όμως το Close-Up έδωσε την οριστική ώθηση.
Μια σειρά από ανήσυχους προγραμματιστές έψαξε το παρελθόν του Κιαροστάμι και άλλων σκηνοθετών της γενιάς του, όπως και νεότερους (τον Τζαφάρ Παναχί για παράδειγμα) και έβαλε το Ιράν στον κινηματογραφικό χάρτη. Μέσα σ’ αυτούς, προεξέχων μάλιστα, ο Δημήτρης Εϊπίδης, ήδη από την πρώτη χρονιά της διεθνοποίησης του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1992, έφερνε ξεκίνησε μια διαρκή σχέση με τον Κιαροστάμι, που κορυφώθηκε 12 χρόνια αργότερα με ένα μεγάλο αφιέρωμα.
Μετά το Close-Up, ο διεθνούς κύρους πια Κιαροστάμι έκανε τις γνωστότερες ταινίες του, θήτευσε σε επιτροπές κορυφαίων φεστιβάλ και πήρε το Χρυσό Φοίνικα το 1997 με τη Γεύση του Κερασιού, ένα βραβείο που όπως συχνά συμβαίνει στις Κάννες, δεν πήρε γιατί έκανε τότε την καλύτερη δουλειά του, αλλά ως μια επισφράγιση του συνολικού έργου του.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τις '90s πολυβραβευμένες ταινίες του (Και η Ζωή Συνεχίζεται, Μέσα στους Ελαιώνες, Γεύση του Κερασιού, Ο Άνεμος θα μας Πάρει), είναι περισσότερο μια επανεξέταση των θεματικών που δούλεψε εκτεταμένα σε μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους φιλμ, στα χρόνια πριν το 1990. Εκεί μέσα από πολύ απλές ανθρώπινες ιστορίες, εφηύρε τη γλώσσα του, αυτή που ονομάστηκε γενικώς και αορίστως «ποιητική» αργότερα. Η Εμπειρία (1973), ο Ταξιδιώτης (1974), η Αναφορά (1977) και το εξαιρετικό Πού Είναι το Σπίτι του Φίλου Μου; (1987) μοιάζουν σήμερα περισσότερο συναρπαστικά ως μια περιπέτεια σε αχαρτογράφητα κινηματογραφικά νερά.
Στον 21ο αιώνα ο Κιαροστάμι δεν κάθισε πάνω στην επιτυχία και συνέχισε τις εξερευνήσεις ενώ αποδείχθηκε πολύ ευέλικτος σε νέες τεχνικές. Πειραματίστηκε με παλαιότερες δουλείες του (κάτι που έκανε πάντα στην καριέρα του) και βοηθήθηκε από την ψηφιακή τεχνολογία για να φτιάξει μικρά μαθήματα κινηματογράφου, όπως τη χρήση του αυτοκινήτου στο σινεμά στο 10 on Ten, αλλά και τη μαγεία των τοπίων που επισκέφθηκε στην καριέρα του στο The Roads of Kiarostami. Παράλληλα, οι ταινίες μεγάλου μήκους του ήταν πλέον ταινίες όχι ενός Ιρανού αλλά ενός δημιουργού που είχε ξεπεράσει προ πολλού τα σύνορα μιας χώρας – το Γνήσιο Αντίγραφο (2010) ήταν συμπαραγωγή τεσσάρων ευρωπαϊκών χωρών και το Κάτι Σαν Έρωτας (2012) γυρίστηκε στην Ιαπωνία.
Πέθανε το 2016 στα 76 του, καθώς η υγεία του είχε επιδεινωθεί και βρισκόταν σε νοσοκομείο του Παρισιού δίνοντας μάχη με τον καρκίνο. Αφήνει πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη ταινιών, ποιημάτων, κατασκευών και φωτογραφιών, την σχεδόν σύσσωμη εκτίμηση του κινηματογραφικού κόσμου και κυρίως πολλών σκηνοθετών. Ένας από αυτούς, ο Νάνι Μορέτι, έκανε το 1996 την ιδιοσυγκρασιακή μικρού μήκους ταινία, Η Πρεμιέρα του Close-Up, όπου δίνει οδηγίες σε κινηματογράφο για το πώς ακριβώς πρέπει να είναι στημένα όλα για την πρεμιέρα ενός τόσο σημαντικού φιλμ.