Ο ίδιος ο Φριτς Λανγκ συχνά διηγούνταν ότι η ιδέα της ταινίας τού ήρθε καθώς ταξίδευε με πλοίο για πρώτη φορά στην Αμερική τον Οκτώβριο του 1924, και μάλιστα όταν πλησίαζε τη Νέα Υόρκη. Αντικρίζοντας την πόλη από μακριά, τους ουρανοξύστες με την τέλεια και υπνωτιστική ομορφιά τους αλλά και τους γιγάντιους δρόμους τους οποίους διέσχισε αργότερα, μια εμπειρία που απείχε από οποιαδήποτε άλλη είχε ως τότε στην Ευρώπη, ενεπνεύσθη τη μητρόπολη του μέλλοντος.
Ωστόσο, η θρυλική ταινία του 1927 Metropolis, ένα αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου, βασίστηκε σε μυθιστόρημα που έγραψε η γυναίκα του, Τέα φον Χάρμπου, επηρεασμένη από τα έργα του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς, της Μέρι Σέλεϊ και του Ογκίστ ντε Βιλιέ ντε λ’Ιλ-Αντάμ, θέλοντας να μιλήσει για τον κομμουνισμό και τον απολυταρχισμό. Το τελικό σενάριο το συνυπογράφουν και οι δυο.
Ο πρωτοπόρος σκηνοθέτης, γεννημένος στη Βιέννη το 1890, με μητέρα Εβραία που όμως είχε αλλάξει πίστη για να παντρευτεί τον καθολικό αρχιτέκτονα πατέρα του, άλλαξε πολλά ενδιαφέροντα μέχρι να καταλήξει στον κινηματογράφο – έκανε ακόμα και μαθήματα ζωγραφικής στο Παρίσι. Πάντως ξεκίνησε με σπουδές πολιτικού μηχανικού και αναπόφευκτα θα έλεγε κανείς ότι όλες μαζί οι εμπειρίες του συνέβαλαν σε μια προσωπική αισθητική η οποία εν τέλει έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον βωβό εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης τη δεκαετία του ’30 στη Γερμανία.
Η πρώτη εκδοχή έφτανε τα 210 λεπτά, μειώθηκε λίγο μετά στα 150 και κατέληξε 96, ώστε να γίνει πιο ελκυστική στο μεγάλο κοινό. Η διεθνής κριτική διχάστηκε, καθώς σημαντικοί διανοούμενοι τη βρήκαν αφελέστατη και ανόητη, ενώ άλλοι πρωτοποριακή κυρίως αισθητικά.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο όσον αφορά την προσωπική του ζωή είναι ότι κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο επέστρεψε στην Αυστρία για να καταταγεί, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Ρωσία και τα Βαλκάνια, όπου και έχασε το δεξί του μάτι. Πέρασε το υπόλοιπο της ενήλικης ζωής του φορώντας μαύρο κάλυμμα.
Η φιλόδοξη ταινία Metropolis, μια υπερπαραγωγή της παντοδύναμης εταιρείας παραγωγής UFA, γυρίστηκε μεταξύ 1925 και 1926. Αν και με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, η UFA επένδυσε στο όραμα του Λανγκ ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε στο ενεργητικό του μόνο μεγάλες επιτυχίες, έχοντας καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της εποχής του.
Κόστισε περί τα 5.000.000 προπολεμικά γερμανικά μάρκα, χρησιμοποιήθηκαν περισσότεροι από 30.000 κομπάρσοι, άντρες και γυναίκες, αλλά και 750 παιδιά από τις φτωχές συνοικίες του Βερολίνου. Συνολικά, τα γυρίσματα, που διήρκεσαν 18 μήνες, απέδωσαν 620.000 μέτρα αρνητικού ενός έργου επιστημονικής φαντασίας που περιγράφει ένα εφιαλτικό μέλλον με άκρως φουτουριστικά στοιχεία σε μια ανώνυμη μητρόπολη το 2026 μ.Χ., όπου οι μάζες ζουν σκλαβωμένες κάτω από εξαντλητικές συνθήκες εργασίας και με την επικυριαρχία μιας ανώτερης τάξης που ζει μέσα στη χλιδή. Όλοι υπηρετούν το μεγάλο αφεντικό Γιοχ Φρέντερσεν.
Κολοσσιαία σκηνικά, φουτουριστικές εικόνες που δεκαετίες αργότερα είδαμε σε εξαιρετικές sci-fi ταινίες, γοτθικές αναφορές σε μια μεσαιωνική εποχή, χρήση της σκιάς και του φωτός που προκαλεί αγωνία και την απειλή του κακού, απόκοσμο αστικό τοπίο, γεωμετρική, σχεδόν αρχιτεκτονική τοποθέτηση των σωμάτων του ανώνυμου πλήθους, η κυριαρχία των μηχανών που καταβροχθίζουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, άνθρωποι-σύγχρονοι σκλάβοι με σκυμμένο το κεφάλι που κινούνται γκροτέσκα σαν στρατιωτάκια, η πρώτη υπόνοια της ρομποτικής εποχής.
Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο για την εποχή αισθητικό επίτευγμα των σκηνογράφων Ότο Χούντε, Έριχ Κέτελχουτ και Καρλ Φόλμπρεχτ, που παραπέμπει στο μπάουχαους, στον κυβισμό, στον φουτουρισμό και στη βαγκνερική όπερα και το οποίο έμελλε να επηρεάσει τόσο τον κινηματογράφο όσο και την ποπ κουλτούρα εν γένει – η επιρροή του φτάνει μέχρι σήμερα.
Έτσι κι αλλιώς οι αναφορές στην Ιστορία της Τέχνης είναι διάχυτες, π.χ. στην περίπτωση της ιστορίας του Πύργου της Βαβέλ που οι σκηνογράφοι εμπνεύστηκαν από τον διάσημο στρογγυλό πύργο του Πόζναν της Πολωνίας. Η μεγάλη συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας Eugen Schüfftan καταγράφηκε ως εξαιρετικό επίτευγμα, όπως και μια σειρά ευρεσιτεχνιών που αργότερα μιμήθηκαν πολλοί σκηνοθέτες.
Η ιστορία, που εμπλέκει μόλις οκτώ κεντρικούς ηθοποιούς, θεωρήθηκε απλοϊκή και αφελής, ωστόσο αποτελεί πάντα μια ειδική αναφορά στην εξέλιξη της ιστορίας του κινηματογράφου. Σε αυτήν τη δυστοπική κοινωνία, όπου η ανώτερη τάξη ζει στην επιφάνεια ανέμελα και απερίσκεπτα, ενώ οι μάζες εργάζονται στα σωθικά της γης και των φαραωνικών κτιρίων, ο γιος του Φρέντερσεν, ο Φρέντερ, απολαμβάνει μια πλουσιοπάροχη ζωή σε ένα παραδεισένιο περιβάλλον.
Μια μέρα εισβάλλει σε αυτό μια εργάτρια, η Μαρία, μαζί με τα παιδιά των εργατών που τα έχει φέρει για να δουν πώς ζουν τα εύπορα «αδέλφια» τους, όπως αποκαλεί τα μέλη της ανώτερης τάξης. Καθώς διώχνονται βίαια, ο Φρέντερ την ακολουθεί στα χαμηλότερα στρώματα όπου βλέπει για πρώτη φορά την εξαθλιωμένη ζωή των εργατών και γίνεται μάρτυρας του θανάτου εργατών από μια μηχανή. Μάλιστα, στα μάτια του προσομοιάζει στον Μολώχ (το μπρούντζινο άγαλμα της ραβινικής παράδοσης). Τρέχει στον πατέρα του να του αναφέρει το τρομακτικό γεγονός που βίωσε.
Ο πατέρας του αδιαφορεί κι εκείνος αποφασίζει να βοηθήσει μυστικά τους εργάτες. Επιστρέφει στο εργοστάσιο, όπου παίρνει τη θέση ενός εργάτη που έχει καταρρεύσει. Ο Φρέντερσεν επισκέπτεται τον εφευρέτη Ρότβανγκ, ο οποίος υπήρξε κάποτε ερωτευμένος με τη γυναίκα που εν τέλει παντρεύτηκε ο Φρέντερσεν και πέθανε στη γέννα του Φρέντερ, και του αποκαλύπτει ένα ρομπότ με το οποίο πρόκειται να αναστήσει εκείνη.
Μαζί επισκέπτονται τις κατακόμβες της πόλης όπου παρακολουθούν μυστικά τη συγκέντρωση των εργατών, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και ο Φρέντερ. Η Μαρία τους ανακοινώνει την έλευση ενός «μεσολαβητή» που θα ενώσει τις δύο τάξεις, τους εργάτες και την κυρίαρχη κάστα. Γοητευμένος ο Φρέντερ, εκδηλώνει τον έρωτά του στη Μαρία.
Ο Φρέντερσεν ζητάει από τον Ρότβανγκ να κατασκευάσει ένα ρομπότ που θα αντικαταστήσει τη Μαρία και θα την υποβιβάσει στα μάτια των εργατών. Ο εφευρέτης, όμως, στόχο έχει να φτιάξει ένα ρομπότ που θα καταστρέψει τη Metropolis. Απάγει τη Μαρία και κατασκευάζει το ρομπότ, το οποίο, ως άλλη Μαρία, φέρνει το χάος ανάμεσα στους εργάτες, παροτρύνοντάς τους να καταστρέψουν τις μηχανές. Τα υπόγεια πλημμυρίζουν, απειλείται η ζωή των παιδιών τους, αλλά η αληθινή Μαρία, η οποία καταφέρνει να αποδράσει από το εργαστήρι του Ρότβανγκ, τα σώζει. Ωστόσο το πλήθος νομίζει ότι τα παιδιά είναι νεκρά, γι’ αυτό αρπάζει τη Μαρία-μηχανή και την καίει στην πυρά σαν μάγισσα.
Όταν βλέπουν να λιώνει σαν άψυχο μέταλλο, καταλαβαίνουν ότι έχουν εξαπατηθεί – ο Ρότβανγκ βρίσκει τη Μαρία και την κυνηγάει στη στέγη ενός καθεδρικού ναού. Τον προλαβαίνει ο Φρέντερ με τον οποίο παλεύει σώμα με σώμα ώσπου ο Ρότβανγκ πέφτει και σκοτώνεται στο κενό. Τελικά, ο Φρέντερ αποδεικνύεται ο «διαμεσολαβητής» που ενώνει τους εργάτες με τον πατέρα –δίνουν τα χέρια–, και το τελικό συμπέρασμα είναι το εξής: «Ο διαμεσολαβητής μεταξύ του μυαλού και των χεριών πρέπει να είναι η καρδιά».
Είναι όμως ειλικρινής αυτή η σχέση κεφαλαίου και εργατικής τάξης; Ο ίδιος ο Λανγκ, πολλά χρόνια αργότερα, δήλωσε σε συνέντευξή του στο «Cahiers du Cinéma»: «Δεν μπορεί κανείς να πει σήμερα ότι η καρδιά είναι ένας μεσάζων μεταξύ εγκεφάλου και χεριού, εδώ πρόκειται για ένα καθαρά οικονομικό πρόβλημα. Γι’ αυτό δεν αγαπώ το Metropolis. Είναι ένα ψέμα, το συμπέρασμα είναι ψεύτικο. Αλλά τότε δεν ήμουν τόσο συνειδητοποιημένος πολιτικά όσο είμαι σήμερα…». Τα ίδια επανέλαβε και σε συνέντευξή του στον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς.
Η πρώτη εκδοχή έφτανε τα 210 λεπτά, μειώθηκε λίγο μετά στα 150 και κατέληξε 96, ώστε να γίνει πιο ελκυστική στο μεγάλο κοινό. Η διεθνής κριτική διχάστηκε, καθώς σημαντικοί διανοούμενοι τη βρήκαν αφελέστατη και ανόητη, ενώ άλλοι πρωτοποριακή κυρίως αισθητικά. Μάλλον για τους λάθος λόγους υπήρξε η αγαπημένη ταινία του Χίτλερ, εξού και με το που ανέβηκε στην εξουσία το ναζιστικό κόμμα, ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς πρότεινε στον Λανγκ τα ηνία της UFA. Εκείνος μάζεψε τα πράγματά του αμέσως και έφυγε για το Παρίσι, αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του Τέα φον Χάρμπου, με την οποία ουσιαστικά είχαν χωρίσει – έτσι κι αλλιώς, εκείνη είχε προσχωρήσει στον ναζισμό.
Στη Γαλλία έκανε μια γαλλόφωνη ταινία και λίγο μετά ταξίδεψε στην Αμερική, όπου έκανε μια δεύτερη, σημαντική καριέρα στο Χόλιγουντ. Αν για κάτι είχε παράπονο μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1976, ήταν ότι δεν ξαναείδε την αυθεντική εκδοχή του Metropolis, όπως σχεδόν κανένας σινεφίλ διεθνώς. Το 2008 βρέθηκε μια ξεχασμένη κόπια στο Μπουένος Άιρες και το Ίδρυμα Λανγκ, με συμπληρωματικό υλικό από μια άλλη κόπια από τη Νέα Ζηλανδία, αποκατέστησε το 95% της ταινίας· όπου έλειπαν κάδρα ή ήταν εντελώς κατεστραμμένα, έμεινε μαύρο. Το αποτέλεσμα προβλήθηκε μια κρύα νύχτα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο κατά την περίοδο της Μπερλινάλε στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
Ωστόσο, το 1984 ο Ιταλός συνθέτης Τζόρτζιο Μορόντερ (γνωστός από το Εξπρές του Μεσονυχτίου) ανέλαβε και ολοκλήρωσε μια εκδοχή με δική του μουσική και ένα τελικό μοντάζ που πήρε διεθνή διανομή, αλλά, παρόλο το πάντρεμα με επιτυχίες που είχε γράψει για μεγάλους ποπ σταρ των ’80s, όπως ο Φρέντι Μέρκιουρι, η Μπόνι Τάιλερ, η Pat Benatar και ο Adam Ant, δεν ικανοποίησε τους σινεφίλ.
Αργότερα κυκλοφόρησε και μια επιχρωματισμένη κόπια που επίσης δεν ικανοποίησε πολλούς. Η εκδοχή που θα δούμε στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» είναι η πλήρως αποκατεστημένη του 2010 με την πρωτότυπη μουσική που έγραψε το 1927 ο Gottfried Huppertz, σε ζωντανή εκτέλεση της Babylon Orchester Berlin και διεύθυνση του γνωστού αρχιμουσικού Στέφανου Τσιαλή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.