Μέσα στη γενικότερη γκρίνια για την απόσταση ανάμεσα στους τοπικούς κρατικούς φορείς σύγχρονης τέχνης σε σχέση με τους αντίστοιχους στο εξωτερικό, χάνονται καμιά φορά οι πιο σημαντικές προσπάθειες. Έτσι, είτε αντανακλαστικά είτε από κεκτημένη ταχύτητα, δεν αναφερθήκαμε ακόμη στην έκθεση «Ανέρευτοι Νήσοι» (Isole mai trovate / Islands never found / îles jamais trouvées), την οποία συνδιοργανώνει το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης μαζί με το Musée d' Art Moderne του Σεντ Ετιέν και το Comune di Genova / Palazzo Ducale της Γένοβας. Η έκθεση άνοιξε στις 17 Δεκεμβρίου στο Σεντ-Ετιέν και αποτελεί μια από τις ελάχιστες συνδιοργανώσεις σύγχρονων εκθέσεων στην οποία εμπλέκεται ενεργά ένας ελληνικός φορέας σύγχρονης τέχνης (όσο και εάν αυτό είναι μια υγιής συνήθεια παρόμοιων ιδρυμάτων στο εξωτερικό). Το ΚΜΣΤ έχει, βέβαια, ενεργή και εντυπωσιακά εξωστρεφή διάθεση και παράδοση διεθνών συνεργασιών, σε αντίθεση με άλλους φορείς της χώρας, κυρίως με τη συλλογή Κωστάκη. Η ενίσχυση αυτή της πρακτικής και στον χώρο της σύγχρονης τέχνης είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική και ευεργετική.
Έργα, λοιπόν, καταξιωμένων καλλιτεχνών, όπως οι Marina Abramovic, Louise Bourgeois, Michelangelo Pistoletto, Rebecca Horn, Lucas Samaras, Στέφανος Τσιβόπουλος Barthélémy Toguo, αλλά και εκπλήξεις, όπως η λαμπρή παρουσία του Γιάννη Κουνέλλη (που σπάνια παίρνει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις), ή επίσης αυτή του «ιστορικού» και καλτ καλλιτέχνη Luigi Ontani, παρουσιάστηκαν κάτω από το γενικότερο θεματικό πλαίσιο της «μοναδικής» Ιθάκης για κάθε καλλιτέχνη σε επιμέλεια των Lorand Hegyi, διευθυντή του Musée d' Art Moderne de Saint-Étienne Métropole, και της Κατερίνας Κοσκινά, πρόεδρο του Δ.Σ. του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Οι τόποι αποτελούν ένα είδος «φανταστικής πατρίδας» στο σύνολό τους, μια πατρίδα αποτελούμενη από διαφορετικά αλλά με μεταφυσικό τρόπο συναφή νησιά που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο επιμελητής Lorand Hegyi, «είναι πολύ μακριά από εμάς, δεν τα συναντάμε ποτέ ή αποκαλύπτονται πολύ αργά, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι προσιτά σε όλους». Αυτό που είναι πραγματικά ιδιαίτερο στην επιλογή καλλιτεχνών και έργων, πέρα από τον διεθνή χαρακτήρα και φυσικά την ελληνική παρουσία ή τη συνάθροιση σημαντικότατων μορφών στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης, είναι ότι η έννοια του «οικείου τόπου» προσεγγίζεται μοναδικά από κάθε καλλιτέχνη, χωρίς προβλέψιμους περιορισμούς στη γεωγραφία ή την κοινωνικοπολιτική σφαίρα.
Μια σειρά από λιθογραφίες της Louise Bourgeois με τίτλο «Quarantania» (1974-1990) αναφέρεται σε μια περιοχή αλχημικών συνισταμένων πέρα από τον πλανήτη και τις ορατές διαστάσεις του, αλλά τελικά είναι οικεία μέσα στην άναρχη φαντασία των καλλιτεχνών. Αυτό το έργο, σε αντιπαράθεση, παραδείγματος χάριν, με την φωτογραφία της καλλιτέχνιδος Danica Dakic με τίτλο «Le Grand Galerie 1», στην οποία μια οικογένεια, μάλλον Ρομ, ποζάρει μπροστά σε μια εικονογράφηση (αφίσα) μιας ρωμαϊκής στοάς, η οποία βίαια «διακόπτει» το φυσικό περιβάλλον (ένα χωράφι στη μέση του πουθενά), δημιουργεί διευρυμένους συνειρμούς, ξεπερνώντας τα στενά όρια του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν συχνά τα κακώς εννοούμενα «συντηρητικά» ιδρύματα σύγχρονης τέχνης έννοιες όπως η μετανάστευση, ο αποκλεισμός, ο βίαιος εκτοπισμός ή η αναζήτηση πατρίδας. Στην έκθεση «Ανεύρετοι Νήσοι» κάτι τέτοιο δεν αντιμετωπίζεται όπως θα το χειρίζονταν τα ΜΜΕ, διότι η Τέχνη, ακόμη και μέσα στην πιο πολιτικοποιημένη της διάσταση, δεν είναι ούτε αυτή καθαυτή πολιτική ούτε ρεπορτάζ. Οι συμβολικά «διαπλανητικές» εικονογραφήσεις της Bourgeois συνομιλούν με τον σουρεαλισμό στη σκηνοθεσία της φωτογραφίας μιας οικογένειας «flaneurs» μέσα σε έναν μη-τόπο για τη μεταναστευτική διαλεκτική, το χωράφι! Η μιζέρια και η δυσμένεια του εκτοπισμού, ενώ υπάρχει σε αυτήν τη φωτογραφική δουλειά ως καταγγελία, ίσως και να παίρνει τη μορφή της ουτοπίας μέσα στη γενικότερη αφηγηματική ενότητα της έκθεσης και μέσα από τις αλληλεπιδράσεις με τα καίρια διαλεγμένα έργα, όπως αναφέρω σε αυτή την περίπτωση. Με ανάλογο τρόπο, το ίχνος της ξύλινης βάρκας στο αφαιρετικό αριστούργημα του Κουνέλλη εμπλουτίζει την αφήγηση στο γνωστό πλέον από την επανειλημμένη εμφάνισή του σε εκθέσεις στην Ελλάδα έργο του πολύ νεότερου Έλληνα καλλιτέχνη Στέφανου Τσιβόπουλου, στο οποίο τρεις μετανάστες σε μια ξερονησίδα συζητούν τον τρόπο με τον οποίο θα ανακτήσουν τα δικαιώματά τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους αντί να ψάχνουν τροφή και νερό, φανερώνοντας έτσι μια σειρά διαφθορών και χειρισμών που εμπεριέχονται στην κρατική αντιμετώπιση του πολιτικού ασύλου.
«Νήσοι», με αυτή την έννοια, αποκαλούνται στη συγκεκριμένη έκθεση οι δημιουργικές περιοχές, προσωπικές και μοναδικές, αλλά και το όραμα για τον κόσμο του κάθε καλλιτέχνη και κατ' επέκταση του κάθε υποκειμένου στα έργα. Μακάρι και του κάθε θεατή. «O καλλιτέχνης», αναφέρει χαρακτηριστικά η επιμελήτρια Κατερίνα Κοσκινά, «είναι ένας εσαεί ταξιδιώτης και κατά συνέπεια άπατρις. Άπατρις, όμως, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αφού είναι προορισμένος να ζει και να δημιουργεί πορευόμενος συνεχώς στην αναζήτηση της δικής του ουτοπίας, που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα βρει, ή έστω θα προσεγγίσει... Της νήσου που δεν είναι άλλη από το έργο του». Κάτω από αυτήν τη σκοπιά, η πραγματικά δυνατή έκθεση, στην οποία, βέβαια, μπορεί κανείς να βρει κάποιες ελλείψεις όσον αφορά πολύ σύγχρονες εκφάνσεις και εικαστικές εκφράσεις και μέσα (με την έννοια του τώρα και της αιχμής), παρουσιάζει και προσφέρει ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μια εξιδανικευμένη εκδοχή της έννοιας του «οικείου», του «σπιτιού», της «πατρίδας» ως μιας περιοχής που δεν περιορίζεται σε γεωγραφικά, κοινωνικά, πολιτικά μήκη και πλάτη, αλλά απλώνεται ρευστά μέσα στον κόσμο της φαντασίας και καταφέρνει να αγγίξει μια στιγμή αγαλλίασης. Το ζητούμενο είναι να καταφέρει και ο θεατής να συντονιστεί με τη στιγμή!
σχόλια