«Τελικά δεν ήταν τόσο χάλια!» ακούω από μια κοπέλα, καθώς φεύγουμε απ' τα εγκαίνια της έκθεσης που παρουσιάζεται μέχρι τις 23 Οκτωβρίου -στο πλαίσιο των φετινών Δημητρίων- στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Η παρέα της όμως την αποπαίρνει. Θεωρούν ότι τελικά ήταν τόσο χάλια.
Δεν είναι οι μόνοι που κρυφακούω να γκρινιάζουν. Νωρίτερα ένας νεαρός έλεγε στο φίλο του ότι «ας μην ήταν γκόμενα του Λένον και κανείς δε θα νοιαζόταν για την τέχνη της» (βλακώδες επιχείρημα - ήταν ήδη γνωστή ως εικαστικός όταν γνωρίστηκαν), ενώ μια κυρία που είδε την αποκλειστική περφόρμανς, μιλώντας στο τηλέφωνο καθώς κατέβαινε τη σκάλα για να βρει φίλη της που δεν είχε καταφέρει να μπει για τη μία και μοναδική παράσταση την καθησύχαζε: «Καλύτερα που δεν πρόλαβες. Ήταν μία σαχλαμάρα!»
Πολλοί απ' αυτούς που έκαναν ουρές ελπίζοντας να μπουν ίσως δεν είχαν ιδέα τι να περιμένουν. Πολλοί είχαν καταλάβει μάλιστα ότι θα ήταν παρούσα. Περνώντας την ουρά με τον Στέφανο (παρότι έφτασα απ' τους τελευταίους) ο κόσμος διαμαρτυρόταν: «Τι είστε εσείς και περνάτε δηλαδή;» έλεγαν και σκεφτόμουν πόσες φορές είχα βρεθεί στη θέση τους. «Γιατί δε λέτε; Τι είστε; Είστε μουσικοί όπως οι προηγούμενοι;»
Δεν τόλμησα να πω ότι ήμουν δημοσιογράφος με πρόσκληση και αφού περάσαμε τους αυστηρούς ελέγχους, μπήκαμε στην αμφιθεατρική αίθουσα που ήταν ήδη σχεδόν γεμάτη. Πήγα όσο πιο πίσω γινόταν για να μη φάω κάποια καλή θέση κάποιου, καθώς η σκέψη μου, όχι χωρίς ενοχές, ήταν ακόμα στους ταλαίπωρους που περίμεναν και τελικά δεν χώρεσαν.
Μας απαγορεύουν να τραβήξουμε βίντεο ή να βγάλουμε έστω και μια φωτογραφία «για σοβαρούς νομικούς λόγους» και παρότι παίζω με την ιδέα να παραβώ την απαγόρευση και να τραβήξω έστω και κάτι μικρό για να βάλω στο ποστ που διαβάζετε, αποφασίζω να φερθώ σα καλό παιδί. Μετράω τα ονόματα που αναγράφονται στο πρόγραμμα πως θα είναι στη σκηνή. 33 άτομα μπροστά στα μάτια μας λοιπόν, 230 καλεσμένοι, η αναμενόμενη μικρή αργοπορία, ορθοστασία. Κι όλα αυτά γιατί; Για 15 μόλις λεπτά πειραματικής περφόρμανς; Ήταν αυτονόητο ότι όσοι δεν είχαν ιδέα για το χιούμορ αλλά και το στυλ της Όνο θα θεωρούσαν το πράγμα πολύ κακό για το τίποτα.
Όταν πάντως κλείνουν τα φώτα, θυμάμαι γιατί την αγάπησα τόσο, όχι μόνο όταν πρωτοείδα έργα της (σε μια έκθεση των Fluxus το 1997, κατά σύμπτωση στο ίδιο ακριβώς μουσείο που βρισκόμαστε τώρα) αλλά κυρίως όταν πήγα στην μεγάλη και καταπληκτική αναδρομική της έκθεση στο MOMA της Νέας Υόρκης πέρσι. Σε αντίθεση με την στερεοτυπική παρουσίαση της ως διαβολικής χήρας που διέλυσε τους Μπιτλς, η Όνο ήταν πάντα γεμάτη ιδέες, ταλέντο, και φαντασία. Η βαθιά ανθρώπινη τέχνη της είναι έξυπνη, τρυφερή, προσβάσιμη σε όλους και συχνά παιχνιδιάρικη.
Αφού δεν μπορώ να το τραβήξω με το κινητό, θα το περιγράψω: Καθώς οι μουσικοί της Φιλαρμονικής του Δήμου βγαίνουν στη σκηνή κι αρχίζουν να παίζουν τις Κυκλάδες ντυμένοι στα μαύρα, εμφανίζονται και οι περφόρμερ. Ο καθένας και η καθεμία παίρνουν ένα κομμάτι λευκής γάζας και αρχίζουν να τα δένουν στους μουσικούς. Το μέτωπο στην αρχή, μετά τα χέρια στο όργανο, τα μάτια. Καθώς η ώρα περνά και η μουσική παίζει ελαφρώς πιο ξεκούρδιστη, κάποιος τυλίγει με γάζες τον μαέστρο που δυσκολεύεται πια να διευθύνει. Μια κοπέλα τυλίγει τα μάτια ενός μουσικού που θα πρέπει πλέον να παίζει από μνήμης. Αυτός που παίζει τα κρουστά δε μπορεί πια να χρησιμοποιεί την μπαγκέτα, ενώ ο φλαουτίστας έχει πλέον μια γάζα στα χείλη του. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να προσπαθούν και καθώς οι περφόρμερ σαν αράχνες πλέκουν τον ιστό τους, ο ένας μουσικός αρχίζει να συνδέεται με τους άλλους με μακριές γαζες - στο τέλος ενώνονται όλοι μεταξύ τους. Η πρώην μαυροντυμένη φιλαρμονική, σταδιακά ατονεί: ένα ένα τα όργανα σταματούν να παίζουν, για πρακτικούς λόγους. Τα πνευστά φαλτσάρουν ή μόλις που ακούγονται, οι ρυθμοί πέφτουν, η μελωδία εξουδετερώνεται λεπτό το λεπτό, αλλά επιμένει.
Το χιούμορ της Όνο είναι, φυσικά, παρόν. Κι οι θεατές γελούν, προβλέποντας αυτό που θα συμβεί. Στο τέλος, όταν παύει και η τελευταία νότα και όλοι οι μουσικοί είναι δεμένοι μεταξύ τους, οι περφόρμερ τούς σηκώνουν σιγά-σιγά και έναν-έναν και τους οδηγούν προς την έξοδο. Έχουν σταματήσει να παίζουν, αλλά έχουν γίνει ένα.
Από τον Μπουταρη και την εικαστική ελίτ μέχρι 18χρονα κορίτσια με πίρσινγκ και αγόρια με τατού, όλοι βγαίνουμε με διαφορετικά συναισθήματα. Κρυφακούω έναν να λέει στο φίλο του «Εγώ γενικά δε μπορώ την εννοιολογική τέχνη». «Τι είναι εννοιολογική;» τον ρωτά αυτός. «Πού να σου εξηγώ τώρα...» Αλλά δεν νομίζω ότι θα ήταν δύσκολο να καταλάβει.
Η Όνο κάνει κάτι πολύ ξεκάθαρο, με γιαπωνέζικη απλότητα που ίσως μοιάζει απλοϊκή. (Κάποιοι σίγουρα θα είχαν εκτιμήσει περισσότερο τα έργα της αν ήταν πιο δύσκολα και δυσνόητα. Θα πίστευαν ότι υπήρχε κάτι σπουδαίο που οι ίδιοι δεν έπιασαν.) Άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με τρυφερότητα, η Yoko Ono σκέφτεται μια ιδέα και σε αφήνει να την εκτελέσεις εσύ. Να διαλογιστείς, να παίξεις ένα ρόλο, να φτιάξεις μια κατάσταση στο μυαλό σου, να γελάσεις, να το χαρείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι σκάλες προς τον ουρανό στην κάτω αίθουσα.
Σου έδινε τις εξής οδηγίες:
Και έκανες ό,τι ήθελες. Μπορούσες να φανταστείς ότι πλησίαζες στον παράδεισο, να συλλογιστείς για την ανθρώπινη ύπαρξη ή να χαζομαρίσεις.
Στον πάνω όροφο υπήρχαν τα 100 «φέρετρα» που τράβηξαν μέχρι και τον Μπαμπούλα για να βγάλει φωτογραφίες του μαζί τους, φτιαγμένα από λεπτό ξύλο, με ένα φυτό να βγαίνει από εκεί που κανονικά θα ήταν το κεφάλι. Γέμιζαν το χώρο σαν γλυκόπικρες αναμνήσεις της θνητότητας, ανθισμένα, και τελικά σχεδόν αισιόδοξα.
Πιο πέρα σου έδιναν πινέλα για να βάψεις όπως ήθελες μια βάρκα προσφύγων. Σε μια άλλη αίθουσα καθόσουν και, αν ήθελες, κολλούσες τα κομμάτια σπασμένου καθρέφτη καθώς σκεφτόσουν κάτι ωραίο.
Οι ανατολίτικες φιλοσοφίες έχουν επηρεάσει τη δουλειά της Όνο, και καμιά φορά έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε έναν κόσμο δημιουργικής αυτοβελτίωσης και διαλογισμού, και πως αυτή προσπαθεί να βγάλει από μέσα σου τον καλύτερό σου εαυτό. Έξω από ένα ολοσκότεινο δωμάτιο υπήρχε απλώς η οδηγία να μπούμε μέσα και να αγγίξουμε ο ένας τον άλλον. Βαδίζοντας στο σκοτάδι, άγγιζες και σε άγγιζαν θέλοντας και μη, αποδεχόμενος την ανάγκη αλλά και τη χρησιμότητα της ανθρώπινης επαφής και της εμπιστοσύνης. Σε άλλη αίθουσα είχε πέντε δέντρα (ένα γιγάντιο μπονσάι, δύο ελιές, μια μανόλια) και έγραφες στο χαρτάκι που σου έδιναν μια ευχή, και την κρεμούσες στα κλαδιά.
Ήταν πρακτικά αδύνατο να φύγεις χολωμένος μετά απ' την επαφή με τα τρυφερά και αισιόδοξα έργα της. Ακόμα κι αυτοί που χαλάστηκαν όμως, γρήγορα ξαναβρήκαν το κέφι τους με τις ωραίες μουσικές του πάρτι των εγκαινίων του Φεστιβάλ Δημήτρια 2016.
Καθώς την άκουγα στη γιγαντοοθόνη να λέει δυο λόγια για τα έργα της και να μιλά για το ταξίδι των έργων και των ιδεών της στη Θεσσαλονίκη («Σ' αγαπάω Ελλάδα, κι η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου και οι πρόγονοί μου. Όλοι σ' αγαπάμε Ελλάδα») σκέφτηκα μήπως αυτός που γκρίνιαζε πως η έκθεσή της είχε γίνει εδώ μόνο και μόνο επειδή ήταν «η γκόμενα του Λένον» είχε τελικά δίκιο.
Είναι αλήθεια πως πιθανότατα η Όνο δεν θα ήταν τόσο διάσημη παγκοσμίως αν δεν ήταν γυναίκα του Λένον. Παρ' όλα αυτά με τους Fluxus ήταν ήδη γνωστή στους εικαστικούς κύκλους πριν τη γνωριμία τους, ήταν απ' τις λίγες γυναίκες εικαστικούς που έχαιραν τόσο μεγάλης εκτίμησης, και η δουλειά της συζητιόνταν απ' το Τόκιο μέχρι τη Νέα Υόρκη και τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις. (Στο Λονδίνο ήταν που γνώρισε τον Λένον, ούσα καλεσμένη -η μοναδική γυναίκα που της ζητήθηκε να κάνει τις δικές της περφόρμανς- στο Συμπόσιο Destruction in Art. Ο δε δημοσιογράφος Νίκος Φωτάκης εύστοχα το περιέγραψε: "Όταν έγιναν ζευγάρι με τον Λένον, εκείνος ήταν ένας ποπ σταρ κι εκείνη μία από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της ΝΥ. Τηρουμένων των αναλογιών, ήταν σαν να τα φτιάχνει η Τέιλορ Σουίφτ με τον Άι Γουέι Γουέι.")
Έτσι, καταλήγω, πως δεν είναι απίθανο να γινόταν έκθεση της Όνο στη Θεσσαλονίκη έτσι κι αλλιώς. Μετά από σχεδόν 60 χρόνια εικαστικής παρουσίας, η καλλιτέχνης θα δικαιούνταν μια έκθεση και χωρίς να είναι η σούπερ σελέμπριτι που είναι τώρα, όπως εκθέσεις έχουν γίνει στο Μουσείο για εκατοντάδες άλλους καλλιτέχνες που δεν ήταν πανδιάσημοι ή συγγενείς πανδιάσημων.
Η μόνη διαφορά είναι πως αν γινόταν έκθεσή της στη Θεσσαλονίκη και η Όνο δεν είχε υπάρξει «γκόμενα του Λένον» όπως την είπε απαξιωτικά ο νεαρός, κάποιοι θα ήμασταν παρόλα αυτά στα εγκαίνια. Αυτός που σίγουρα δεν θα είχε έρθει, θα ήταν σίγουρα ο εν λόγω νεαρός...