Ήδη από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, μαθαίνουμε πως ο Jonathan Franzen έγραψε ότι η Mbue «θα ήταν μία αξιοθαύμαστη συγγραφέας όπου και αν ζούσε, σε όποια γλώσσα και να έγραφε — είμαστε πολύ τυχεροί που η ίδια και οι ιστορίες της ανήκουν στην Αμερική». Και δεν έχει μιλήσει μόνο ο Franzen για αυτό το βιβλίο. Το αγκάλιασαν πολλοί Αμερικανοί ομότεχνοί της, και όχι βέβαια μόνο Αφροαμερικανοί, ενώ προ δύο εβδομάδων τιμήθηκε και με το Pen/Faulkner, ένα βραβείο που πολύ σπάνια δίνεται σε πρωτοεμφανιζόμενο. Ο συγγραφέας των «Διορθώσεων», της «Ελευθερίας» και της πρόσφατης «Αγνής» δεν έχει άδικο — προφανώς. Το «Ιδού οι ονειροπόλοι» είναι ένα αμερικανικό βιβλίο. Αλλά η γοητεία του είναι όλα όσα κομίζει από το Καμερούν. Από την Αφρική. Το πάντρεμα των δύο στοιχείων είναι συναρπαστικό, αν και με έναν τρόπο βαθύ, μουντό ίσως, έναν τρόπο που σχεδόν σκύβει το κεφάλι. Και που δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά. Έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ τίμιο και πολύ γενναίο μυθιστόρημα. Και απολύτως τραγικό. Όπως επίσης έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο διπόλων.
Όλα είναι διπλά εδώ. Το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, ο Γιέντε και η Νένι, που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ — το μεγάλο τους όνειρο, η λαχτάρα τους, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα, αν και δεν ξέρουν σε τι συνίσταται ακριβώς αυτή η λαχτάρα, όπως και δεν ξέρουν, δεν έχουν ιδέα, τι θα συναντήσουν εκεί που θα πάνε. Το ζευγάρι των αφεντικών τους, έπειτα, ο χρηματιστής Κλαρκ και η σύζυγός του, η Σίντι, που είναι ένας άλλος Γιέντε και μία άλλη Νένι, απλώς κοιταγμένοι από άλλη σκοπιά. Πολλά δίπολα: η Αμερική και το Καμερούν, η Δύση και η Αφρική, ο πλούτος και η φτώχεια, η Wall Street και το Χάρλεμ, η άνοδος και η πτώση, το όνειρο και η κατάρρευσή του — η πίσω θέση της λιμουζίνας, του Κλαρκ, και η θέση του σοφέρ, του Γιέντε. Παντού δίπολα. Και η Mbue τούς φέρεται πάντα με τρυφερότητα, με αγάπη, με φροντίδα, αφήνοντας συχνά να μιλούν μικροί ρόλοι για το καθένα από αυτά τα δίπολα, και για την προφανή σύγκρουσή τους, με γλώσσα απλή και, όπως λέγαμε παλιά, αφτιασίδωτη, μια γλώσσα ενός χορού αρχαίας κωμωδίας ή τραγωδίας — ανάλογα με το τι διακυβεύεται κάθε φορά.
Είναι ένα μυθιστόρημα για τα όνειρα και το πάθος, για τις σχέσεις (των ζευγαριών), για τον λόγο και την επικοινωνία, για τη θέση της γυναίκας σε όλες τις κοινωνίες, για τη διαφορετικότητα και για τις τρομερές, συχνά αγεφύρωτες δυσκολίες αυτού που λέμε «πολυπολιτισμική κοινωνία».
Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι απλή, και ευθύγραμμη: O Γιέντε και η Νένι φτάνουν στην Αμερική, συμπτωματικά ένα χρόνο πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers, και ο Γιέντε βρίσκει δουλειά οδηγού σε ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της Lehman, ενώ παράλληλα δίνει έναν τεράστιο —και μάλλον εξαρχής καταδικασμένο— αγώνα για να πάρει πράσινη κάρτα, την οποία και καταφανώς δεν δικαιούται. Η Lehman Brothers, ο γίγαντας, θα παρασύρει τα πάντα στην πτώση της και θα αλλάξει το πεπρωμένο των πρωταγωνιστών του βιβλίου — και όλου του κόσμου, εν πολλοίς. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για να αναπτύξει η Mbue τον μύθο της: ύφεση, η αυγή της εποχής του Ομπάμα, ο κόσμος σε περιδίνηση. Αλλά στο μεταξύ αυτό, και μέχρι όλα να διαλυθούν και τα δίπολα να αποσυντεθούν και να διαχωριστούν, η Mbue θα έχει φτιάξει ένα γοητευτικό μικροσύμπαν που θα μυρίζει καμερουνέζικη κουζίνα, εξατμισμένη βενζίνη στους νεοϋορκέζικους δρόμους, δροσιά από το Σέντραλ Παρκ και αύρα από το χωριό του ζεύγους πέρα στην πατρίδα, το Λίμπε. Ένα μικροσύμπαν σκιαγραφημένο από μια άλλη ματιά, εντελώς φρέσκια — και απροσδόκητη:
Διαπίστωνε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον δρόμο περπατούσαν με τους ομοίους τους: ένας λευκός άντρας κρατούσε το χέρι μιας λευκής γυναίκας· ένας μαύρος έφηβος χασκογελούσε με άλλους μαύρους (ή Λατίνους) εφήβους· μια λευκή μητέρα έσπρωχνε ένα καροτσάκι μαζί με μια άλλη λευκή μητέρα· μια μαύρη γυναίκα κουβέντιαζε με μια άλλη μαύρη γυναίκα. [...] Ακόμα και στη Νέα Υόρκη, σε ένα μέρος με τόσες εθνικότητες και κουλτούρες [οι περισσότεροι] προτιμούσαν το δικό τους είδος. [...] Και γιατί να μην το κάνουν; Ήταν πολύ ευκολότερο από το να ξοδέψεις την περιορισμένη ενέργειά σου και να αναμειχθείς με έναν κόσμο που δεν ήσουν προορισμένος να γίνεις κομμάτι του. Αυτό καθιστούσε τη Νέα Υόρκη υπέροχη. Υπήρχε ένας κόσμος για τον καθένα. Εκείνη είχε τον κόσμο της στο Χάρλεμ και δεν θα δοκίμαζε ξανά να χωθεί στον κόσμο του κέντρου της πόλης, ούτε για μία ώρα.
Ένα μικροσύμπαν που η νεαρή συγγραφέας θα χαρεί πολύ να τον τσακίσει μπροστά στα μάτια μας. Να τον κάνει κομματάκια. Για να το πω μάλιστα από τώρα: δεν έχουμε να κάνουμε με ένα (ακόμα) μυθιστόρημα κατά της κακής Δύσης, ή της κακιάς Αμερικής, που δεν προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον σε όσους χτυπούν την πόρτα της. (Πάνω σε έναν τέτοιο παράλογο καμβά μπορούν βέβαια να χτιστούν άπειρες ηθογραφίες — και έχουν χτιστεί μπόλικες). Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τους μετανάστες καν (για να το πάω στα άκρα), ή «εναντίον τού Τραμπ», κατά των πλούσιων λευκών κλπ. κλπ., μολονότι είμαι σίγουρος πως υπάρχει και μία τέτοια (εσφαλμένη) ερμηνεία του έργου. Είναι ένα μυθιστόρημα για τα όνειρα και το πάθος, για τις σχέσεις (των ζευγαριών), για τον λόγο και την επικοινωνία, για τη θέση της γυναίκας σε όλες τις κοινωνίες, για τη διαφορετικότητα και για τις τρομερές, συχνά αγεφύρωτες δυσκολίες αυτού που λέμε «πολυπολιτισμική κοινωνία». Ούτε, προς Θεού, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο με καλούς και κακούς, και μάλιστα με καλούς μαύρους και κακούς λευκούς. Για την ακρίβεια, μια τέτοια ανάγνωση του βιβλίου δίνει σχεδόν τα αντίστροφα από τα «αναμενόμενα» αποτελέσματα: ο Γιέντε, ο φτωχός μαύρος μετανάστης, δεν είναι καθόλου «καλός», δεν είναι ένας βολταιρικός Καντίντ, ένας «ευγενής άγριος». Είναι ένα ανθρωπάκι, ένα τίποτα, ένας τύπος χωρίς περιεχόμενο — τα δε άδικα ξεσπάσματα της οργής του είναι αποτρόπαια σχεδόν όσο και οι τρομερές αποφάσεις που παίρνει κάθε φορά για τον ίδιο και για όλη την οικογένειά του.
Η Mbue κάνει θαύματα εδώ. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν χαρίζεται σε κανέναν. Εκεί που διαβάζεις κάτι τέτοιο:
Καθώς [η Νένι] περιέφερε τα ορεκτικά στο δωμάτιο [...] χαμογελούσε και έγνεφε στις φίλες της Σίντι, που τις είχε συναντήσει όλες στα Χάμπτονς. Ήταν καλές και ευγενικές μαζί της: της είχαν δώσει συμβουλές για τα οφέλη της γιόγκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της είχαν μιλήσει για τα καλύτερα κέντρα για γιόγκα στην πόλη (σας ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες, κυρία, έλεγε πάντοτε)· της υπενθύμιζαν πάντα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να τις φωνάζει με το μικρό τους όνομα (κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να κάνει, καθώς αυτό στο Λίμπε ήταν ένδειξη έλλειψης σεβασμού)· της έκαναν κομπλιμέντα για το απαλό της δέρμα και το υπέροχο χαμόγελό της (και το δικό σας δέρμα είναι όμορφο και απαλό, κυρία)· ρωτούσαν πόσο χρόνο χρειάστηκε για να φτιάξει τα πλεξιδάκια της (μόνο οκτώ ώρες, κυρία).
Εκεί λοιπόν που διαβάζεις κάτι τέτοιο, και είτε χαμογελάς είτε προβληματίζεσαι είτε και τα δυο, πέφτεις επάνω σε ανθρώπους εξαρτημένους από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, σε διαλυμένες οικογένειες, σε κλέφτες, εκβιαστές, κομπιναδόρους, ρατσιστές, αφερέγγυους, σε συζύγους που δέρνουν τις γυναίκες τους και αμέσως μετά παίζουν με τον γιο τους... σε σκηνές διόλου πολιτικώς ορθές, αλλά —τωόντι— βγαλμένες από τη ζωή. Που, εδώ που τα λέμε, είναι δύσκολη. Και που, εδώ που τα λέμε επίσης, αν είχαν γραφτεί από λευκό συγγραφέα θα σήκωναν θύελλα διαμαρτυριών — θύελλα.
Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο βιβλίο αυτής της νεαρής Αμερικανοκαμερουνέζας, που η ίδια ζει το δικό της American dream, και δείχνει να το απολαμβάνει — το δικαιούται εκατό τοις εκατό. Κάποιοι πάλι από τους ήρωές της δεν το έζησαν ποτέ. Γι' αυτό και είναι όνειρο, άλλωστε: επειδή δεν μπορεί να είναι για όλους.
Έπειτα από είκοσι έξι χρόνια η Φατού ήταν έτοιμη να σταματήσει να πλέκει μαλλιά για να βγάζει τα προς το ζην και να γυρίσει σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να πάρει μόνη της μια τέτοια απόφαση. Ακόμα και αν ο Ουσμάν [ο σύζυγός της] ήθελε να γυρίσουν, τα παιδιά της ήταν πλέον Αμερικανοί πολίτες και δεν είχαν πάει ποτέ στη χώρα των γονιών τους. Και τα επτά παιδιά της, τα τρία λίγο μετά τα είκοσι και τα άλλα τέσσερα στην εφηβεία, δεν ήθελαν με τίποτα να ζήσουν στη δυτική Αφρική. Κάποια δεν θεωρούσαν καν τους εαυτούς τους Αφρικανούς. Όταν τους ρωτούσαν από πού ήταν, απαντούσαν συχνά από τη Νέα Υόρκη, από την Αμερική. Το έλεγαν με περηφάνια, το πίστευαν. Μόνο όταν τους πίεζαν παραδέχονταν απρόθυμα πως οι γονείς τους ήταν Αφρικανοί. Όμως εκείνοι ήταν Αμερικανοί, συμπλήρωναν πάντοτε. Κι αυτό πλήγωνε τη Φατού και την έκανε να αναρωτιέται μήπως εντέλει τα παιδιά της πίστευαν πως ήταν καλύτερα από εκείνη επειδή ήταν Αμερικανοί κι αυτή μια Αφρικανή.