Ορίστε μερικές χαρακτηριστικές κουβέντες της Άλις Μονρό από την συνέντευξη που έδωσε στη σουηδική τηλεόραση το 2013 αντί ευχαριστηρίου λόγου για το Νόμπελ, η οποία πλαισιώνει τώρα μια φρεσκοτυπωμένη ανθολογία με παλιότερες ιστορίες της («Για την αγάπη μιας καλής γυναίκας», μετ. Τρ. Παπαϊωάννου, εκδ. Μεταίχμιο).
Ερώτηση: Tι το ενδιαφέρον υπάρχει στην περιγραφή της ζωής στις μικρές καναδικές πόλεις; «Πρέπει απλώς να βρίσκεσαι εκεί» εξηγεί. «Νομίζω ότι οποιαδήποτε ζωή μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα, οποιοδήποτε περιβάλλον μπορεί να είναι ενδιαφέρον. Δεν νομίζω ότι θα ήμουν τόσο γενναία αν ζούσα σε πόλη και ανταγωνιζόμουν με τους άλλους για το τι μπορεί να θεωρηθεί γενικώς ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο. Δεν χρειάστηκε να το αντιμετωπίσω αυτό. Ήμουν η μόνη απ΄όσους γνώριζα που έγραφε ιστορίες, αν και δεν τις έλεγα σε κανέναν, και απ΄όσο ήξερα, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ήμουν η μόνη στον κόσμο που μπορούσε να το κάνει αυτό». Είχε πάντα τόση εμπιστοσύνη στο γράψιμό της; «Για μεγάλο διάστημα ναι, αλλά την έχασα εντελώς όταν μεγάλωσα και γνώρισα ορισμένους άλλους που έγραφαν. Τότε συνειδητοποίησα ότι η δουλειά ήταν λίγο δυσκολότερη απ' ό,τι περίμενα. Αλλά δεν τα παράτησα ποτέ. Ήταν απλώς κάτι που έκανα». Και πώς επηρεάζεται η γραφή της από το πέρασμα του χρόνου; «Α, εντάξει, με πολύ προβλέψιμο τρόπο. Αρχίζεις γράφοντας για ωραίες νεαρές πριγκίπισσες, έπειτα γράφεις για νοικοκυρές και παιδιά και αργότερα για ηλικιωμένες γυναίκες, κι αυτό απλώς συνεχίζεται, χωρίς αναγκαστικά να προσπαθείς να κάνεις κάτι για να το αλλάξεις. Αλλάζει η οπτική σου».
Δεξιοτέχνης της υποβολής και του υπαινιγμού, η καναδή πεζογράφος ανατέμνει σε βάθος τις ανθρώπινες σχέσεις, στέκεται σε σκηνές που αρχικά μοιάζουν ασήμαντες αλλά αποδεικνύονται ευεργετικές αν όχι σωτήριες, κι όσο στενάχωρα κι αν είναι τα θέματά της, οι ιστορίες της απέχουν πολύ από το να είναι καταθλιπτικές.
Αυτήν την διαδρομή επιχειρεί ν' αναδείξει η συλλογή «Για την αγάπη μιας καλής γυναίκας», τα διηγήματα της οποίας προέρχονται από τέσσερα παλιότερα βιβλία της Μονρό, τα "Ζωές κοριτσιών και γυναικών" (1971), "Κάτι που σκόπευα να σου πω" (1974), "Για την αγάπη μιας καλής γυναίκας" (1998) και "Η θέα από το Κάστλ Ροκ" (1998). Όσοι θεωρούσαν δεδομένο ότι το Μεταίχμιο θα εξέδιδε ατόφια τα παραπάνω έργα, μιας και μετά το Νόμπελ είχε σπεύσει να εξασφαλίσει τα δικαιώματά τους, ας προσγειωθούν στην πραγματικότητα. Με την ελληνική βιβλιοαγορά κατακρημνισμένη και με το διήγημα να εξακολουθεί ν' αντιμετωπίζεται ως αντιεμπορικό είδος, μια τέτοια κίνηση θα' ταν μάλλον ασύμφορη. Εξ ου και η λύση της ανθολογίας. Όπως μαθαίνουμε, η κορφολόγηση των ιστοριών έγινε από το εκδοτικό τμήμα του οίκου, σε συνεργασία με την μεταφράστρια και τη σύμφωνη γνώμη των ξένων, και αν –πράγμα απίθανο- η 87χρονη συγγραφέας δημοσιεύσει κάτι καινούριο, θα μεταφραστεί πάραυτα. Από τα προηγούμενα γραπτά της, όμως, ό,τι ήταν να εκδοθεί, εκδόθηκε.
H Άλις Μονρό άργησε να εμφανιστεί στο λογοτεχνικό στίβο. Την εποχή που κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, «Ο χορός των χαρούμενων σκιών», κόντευε πια τα 37. Εμπνευσμένα από την παιδική της ηλικία και γραμμένα μεταξύ νοικοκυριού και ανατροφής των παιδιών της κατά τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60, τα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής είχαν πρωτοδημοσιευτεί στο καναδέζικο περιοδικό «Tamarec Review», ο επικεφαλής του οποίου μπορούσε να καυχηθεί πως γνώριζε τους αναγνώστες του εντύπου με το μικρό τους όνομα! Η ίδια ταχυδρομούσε τα διηγήματά της και στον «New Yorker» αλλά ματαίως, ενώ αντίστοιχα αποθαρρυντική για τη δουλειά της ήταν και η στάση των αμερικανών εκδοτών. «Δεν υπάρχει αμφιβολία, η κυρία μπορεί να γράψει, αλλά είναι σαφές πως κατά κύριο λόγο είναι μια διηγηματογράφος», σημείωνε η επιμελήτρια του Alfred A. Knopf, απορρίπτοντας τόσο το παρθενικό όσο και το αμέσως επόμενο βιβλίο της Μονρό, το "Ζωές κοριτσιών και γυναικών".
Η συγκεκριμένη συλλογή, από την οποία μπορούμε τώρα να διαβάσουμε το ομότιτλο διήγημα, είναι το μοναδικό της έργο που χαρακτηρίστηκε από ορισμένους κριτικούς ως μυθιστόρημα. Κι αυτό, επειδή όλες οι ιστορίες του περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο κεντρικό χαρακτήρα, αναδεικνύοντας διάφορα επεισόδια από την πορεία ενός κοριτσιού που βαδίζει προς την ενηλικίωση. Η Νελ, το μυθιστορηματικό alter ego της Mονρό, μεγαλώνει σ' έναν κόσμο όπου το να είσαι γυναίκα σημαίνει ότι είσαι ευπαθής. Σ' έναν κόσμο όπου έτσι και παραδοθείς σ' έναν άντρα, η ζωή σου παύει να σου ανήκει, αναλαμβάνεις το φορτίο του εσαεί. Απ' τη μεριά της, ωστόσο, περιφέρεται στην γενέτειρά της «σαν εξόριστη ή σαν κατάσκοπος», με τη λαχτάρα να χαράξει τον δικό της, ένδοξο δρόμο. «Οι άντρες», διαβάζουμε, «υποτίθεται ότι μπορούσαν να βγαίνουν και να ζουν κάθε λογής εμπειρίες, να ξεφορτώνονται ό,τι δεν ήθελαν και να επιστρέφουν υπερήφανοι. Χωρίς καν να το σκεφτώ, είχα αποφασίσει να κάνω κι εγώ το ίδιο». Έτσι εξηγείται και η ανοχή της ηρωίδας στα ανάρμοστα ερωτικά παιχνίδια που της επιβάλλει ένας μεσήλικας, από τα πιο γοητευτικά μέλη της τοπικής κοινωνίας. «Δεν έμπαινε στον κόπο για καμιά τσιμπιά, ή κανα χτυπηματάκι στο μπράτσο ή για κανένα αγκάλιασμα από τους ώμους, πατρικό, ή συντροφικό. Ορμούσε κατ' ευθείαν στο στήθος, στους γλουτούς, στο πάνω μέρος των μηρών, κτηνώδης σαν αστραπή. Κι αυτό ακριβώς περίμενα να είναι η σεξουαλική επικοινωνία: μια έκρηξη παραφροσύνης, μια ονειρική, ανελέητη, περιφρονητική ρήξη σ' έναν κόσμο φαινομενικής ευπρέπειας»...
Τίποτε πιο δύσκολο από το να συνοψίσεις τα διηγήματα της Άλις Μονρό. Γύρω από τους βασικούς ήρωες –γυναίκες κυρίως- κινούνται ένα σωρό δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι χρονικές συμβάσεις δεν τηρούνται πάντα ενώ στην πλοκή ανοίγονται παρακλάδια που ενίοτε δεν καταλήγουν πουθενά. Το περιεχόμενο ωστόσο των ιστοριών σου φαίνεται αμέσως οικείο, καθώς είναι αντλημένο από όλα όσα σηματοδοτούν την ζωή: έρωτες, διλήμματα, μυστικά, επιθυμίες, αρρώστειες, απώλειες, εξεγέρσεις, συμβιβασμούς. Δεξιοτέχνης της υποβολής και του υπαινιγμού, η καναδή πεζογράφος ανατέμνει σε βάθος τις ανθρώπινες σχέσεις, στέκεται σε σκηνές που αρχικά μοιάζουν ασήμαντες αλλά αποδεικνύονται ευεργετικές αν όχι σωτήριες, κι όσο στενάχωρα κι αν είναι τα θέματά της, οι ιστορίες της απέχουν πολύ από το να είναι καταθλιπτικές.
Κάποιες φορές, η έκπληξη μπορεί να κρύβεται στην τελευταία παράγραφο, όπως για παράδειγμα στο διήγημα «Πώς γνώρισα τον άντρα μου», όπου μια νεαρή παραδουλεύτρα φλερτάρει μ' έναν άγνωστο, περαστικό από την πόλη, και το δένει κόμπο πως μια μέρα θα φύγει μαζί του μακρυά. Η Μονρό, εν τούτοις, δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα όνειρα που πλάθει η κοπέλα, όσο για την καθημερινότητά της ως οικιακής βοηθού. «Ήταν η πρώτη φορά που δούλευα στη ζωή μου, αλλά είχα ήδη καταλάβει αρκετά για το πώς αισθάνονται οι άνθρωποι όταν δουλεύεις γι' αυτούς. Τους αρέσει να νομίζουν ότι δεν είσαι περίεργος. Όχι μόνο ότι δεν είσαι ανέντιμος, αυτό δεν αρκεί. Τους αρέσει να νομίζουν ότι δεν προσέχεις τίποτε, ότι δεν σκέφτεσαι ή δεν αναρωτιέσαι για τίποτ' άλλο πέρα από τι τους αρέσει να τρώνε και πώς θέλουν να σιδερώνονται τα ρούχα τους και ούτω καθεξής»...
Το εκτενέστερο διήγημα –εκατό σελίδες- της ανθολογίας είναι αυτό που έδωσε τίτλο στην συλλογή «Η αγάπη μιας καλής γυναίκας», όπου, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ένα παλιό ανεξιχνίαστο έγκλημα έρχεται και κουμπώνει με τις λάγνες φαντασιώσεις μιας μεγαλοκοπέλας. Από την ίδια συλλογή προέρχεται και το «Τα παιδιά μένουν», στο οποίο δεσπόζει, βαρύ, το τίμημα μιας συζυγικής απιστίας. Πώς είναι να νιώθεις απέχθεια για το άρρωστο κορμί που καλείσαι να φροντίσεις; Πώς μπορείς να απαλύνεις τον χρόνιο, οξύ πόνο που προκαλεί η αποξένωση απ΄τα παιδιά σου, χωρίς να καταστρέψεις ό,τι απέκτησες από τον πόνο αυτόν; Τι κάνει τόσο ισχυρό, ικανό να συντρίψει μέσα σου κάθε ισορροπία, το κλάμα ενός νεογέννητου; Τέτοια ερωτήματα απασχολούν τη Μονρό, φτάνοντας με τα διηγήματά της «το βάθος και την ακρίβεια που οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι πετυχαίνουν με το σύνολο του έργου τους», όπως αποφάνθηκε η Σουηδική Ακαδημία. Κι όπως το έθεσε ο Τζόναθαν Φράνζεν, «όταν τη διαβάζω, μπαίνω σ' εκείνη την κατάσταση ήρεμου στοχασμού, όπου σκέφτομαι τη δική μου ζωή: τις αποφάσεις που έχω πάρει, τα πράγματα που έχω κάνω και που δεν έχω κάνει, το είδος του ανθρώπου που είμαι, την προοπτική του θανάτου. Ανήκει σ' εκείνη την χούφτα των συγγραφέων τους οποίους έχω στο μυαλό μου, όταν λέω ότι η πεζογραφία είναι η θρησκεία μου».