Η ιστορία του Χασάν και του Μοχάμεντ, δύο έφηβων Κούρδων από τη Συρία που ζουν προσωρινά στη Δομή Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων της ΑΡΣΙΣ, μου θύμισε το συγκινητικό «Hinterland» της Caroline Brothers, ένα βιβλίο που αναφέρεται στην ιστορία δυο Σύριων αδελφών, το οποίο έγινε μια συγκλονιστική παράσταση με κατασκευές και μινιατούρες στο φετινό Φεστιβάλ Εδιμβούργου. Σχεδόν η ίδια πορεία, οι ίδιες κακουχίες, ο ίδιος αγώνας για επιβίωση, οι ίδιες αγωνίες. Κι αυτοί έζησαν παρόμοια οδύσσεια στο ταξίδι τους προς την Ευρώπη, μόνο που οι νεαροί Κούρδοι στάθηκαν πιο τυχεροί, αφού κατάφεραν να πάρουν άσυλο και αυτήν τη στιγμή περιμένουν την άδεια για να φύγουν για τη δική τους Γη της Επαγγελίας, τη Γερμανία.
«Περιμένουμε τα χαρτιά» λέει ο Χασάν, ο μεγαλύτερος, που είναι 16 χρονών. Μιλάει πολύ καλά αγγλικά και καταλαβαίνει κάθε ερώτηση που του κάνεις στα ελληνικά. Τα απογεύματα παίζει ποδόσφαιρο στην ομάδα Hope και θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής. «Προπονούμαι, αλλά συχνά σκέφτομαι τι έχω περάσει κι αισθάνομαι πολύ άσχημα», λέει, «έτσι πίνω και καπνίζω, παρόλο που ξέρω ότι δεν πρέπει. Είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρωθώ στον στόχο μου με τον τρόπο που ζω, με την αίσθηση του προσωρινού». Ο αδερφός του ο Μοχάμεντ είναι 14, ένα παιδί πανέξυπνο, με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, που δεν του αρέσει να μιλάει πολύ. Ωστόσο, ξέρει πολύ καλά ελληνικά και ακόμα καλύτερα αγγλικά. Ο Χασάν και ο Μοχάμεντ ζουν στη Δομή Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων της ΑΡΣΙΣ εδώ και 8 μήνες και πηγαίνουν στο Διαπολιτισμικό Σχολείο Ελληνικού, γι' αυτό είναι στο πόδι από τις 7 το πρωί. Το Διαπολιτισμικό Σχολείο της οδού Ηπείρου δεν τους δέχτηκε, γιατί ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχαν θέσεις.
Στην Ελλάδα έφτασαν στις 21 Μαρτίου του 2006, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι στο Ιράκ και στην Τουρκία. «Φύγαμε από τη Συρία γιατί είχαμε πρόβλημα με την αστυνομία. Ως Κούρδοι δεν έχουμε χώρα, αλλά μόλις γίνεις 15 η αραβική αστυνομία σε παίρνει και σε αναγκάζει να μπεις στον στρατό. Δεν ήθελα να πολεμήσω, να σκοτώνω ανθρώπους. Άλλωστε, για ποιον να πολεμήσω; Είναι φρικτό. Έχεις δει ποτέ ανθρώπους να πεθαίνουν;» Ο Χασάν έχει μια ωριμότητα στον λόγο του που δεν θυμίζει παιδί της ηλικίας του.
Λίγο πριν φτάσουμε στην ακτή, μας πλησίασε το σκάφος του Λιμενικού και ο βαρκάρης μάς πέταξε στη θάλασσα, γιατί αν τον έπιαναν, θα έτρωγε δέκα χρόνια φυλακή. Μας συνέλαβε η αστυνομία, μείναμε τρεις μήνες στη Σάμο και μετά ήρθαμε στον Σκαραμαγκά.
Το ταξίδι τους ξεκίνησε πριν από δυόμισι χρόνια: «Στο Ιράκ μείναμε στον θείο μας και δεν ήταν πολύ δύσκολα, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσει στη Συρία και αναγκαστήκαμε να πάμε στην Τουρκία» λέει. «Ήταν χάλια, υπάρχουν πολλοί φασίστες και επειδή έχουν πρόβλημα με τους Κούρδους, μας φέρθηκαν πολύ άσχημα. Τα περισσότερα λεφτά που είχαμε μαζί μας τα χαλάσαμε εκεί για να μας δώσουν άδειες και να ταξιδέψουμε. Έχω δώσει πολλά λεφτά σε ανθρώπους που υπόσχονταν να μας βγάλουν διαβατήριο. Και ακόμα πιο πολλά για να μπορούμε να ταξιδέψουμε μαζί. Δεν φοβήθηκα ποτέ για μένα, αλλά πάντα έτρεμα για τον αδερφό μου. Έχει αλλάξει πολύ γιατί είναι στρεσαρισμένος απ' όσα έχουμε ζήσει. Με εμπιστεύεται και μου τα λέει όλα, αλλά του λείπει πολύ η οικογένειά μας, η μάνα μας. Ήταν και μικρό παιδί όταν ξεκινήσαμε, λίγο μετά τα 11. Στην Ελλάδα περάσαμε με ταχύπλοοο, μας κόστισε ακριβά, αλλά ήταν πολύ γρήγορο, φτάσαμε στη Σάμο σε δέκα λεπτά. Λίγο πριν φτάσουμε στην ακτή, μας πλησίασε το σκάφος του Λιμενικού και ο βαρκάρης μάς πέταξε στη θάλασσα γιατί αν τον έπιαναν, θα έτρωγε δέκα χρόνια φυλακή. Μας συνέλαβε η αστυνομία, μείναμε τρεις μήνες στη Σάμο και μετά ήρθαμε στον Σκαραμαγκά. Μια μέρα μια κοπέλα μας είπε ότι αν είμαστε κάτω από 18 μπορούμε να μείνουμε σε ένα σπίτι με άλλα παιδιά, έτσι ήρθαμε στο Μεταξουργείο».
Στο σπίτι ζουν μαζί με άλλα 24 παιδιά από 6 διαφορετικές εθνικότητες, με όσα μπορεί να σημαίνει αυτό. Παιδιά που έχουν δει πολλά, που έχουν σημαδευτεί από οβίδες, που έχουν υποστεί τις συνέπειες του πολέμου και της αγριότητας του ταξιδιού. Πολλές φορές και του δρόμου. Οι άνθρωποι που τους φροντίζουν έκαναν μεγάλο αγώνα ώστε αυτά τα παιδιά να καταφέρουν να συνυπάρξουν. Βέβαια, οι προστριβές ανάμεσα σε εφήβους δεν μπορούν να αποφευχθούν εντελώς, αλλά οι συνθήκες υπό τις οποίες ζουν σήμερα είναι οι καλύτερες από τότε που έφυγαν από την πατρίδα τους. Έχουν στέγη, φαγητό, χαρτζιλίκι, Ίντερνετ, κάρτα για μετακινήσεις και κάρτα τηλεφώνου για να επικοινωνούν με τους δικούς τους. Επίσης, έχουν ρούχα, υλικά για το σχολείο και κάθε είδους βοήθεια που θα χρειαστούν: φροντίδα από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, νομικές συμβουλές από δικηγόρο, παιδαγωγούς και εθελοντές καθηγητές που τους κάνουν μαθήματα ξένων γλωσσών (και ελληνικών) και ανθρώπους που τους συνοδεύουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκδρομές. Η AΡΣΙΣ φροντίζει επίσης για την έκδοση των αδειών που χρειάζονται για να πάνε αυτά τα παιδιά στην Ευρώπη. Γιατί οι περισσότεροι αυτό έχουν ως στόχο: να φύγουν για κάποια χώρα της βόρειας Ευρώπης, κυρίως τη Γερμανία.
«Απ' ό,τι ακούω, τα πράγματα είναι καλύτερα εκεί» λέει ο Χασάν. «Δηλαδή μπορείς πιο εύκολα να βρεις δουλειά κι έχεις περισσότερες ευκαιρίες – έχουμε και τον θείο μας εκεί που θα μας φροντίσει. Αυτός μας λέει ότι στην Ελλάδα τα πράγματα είναι καλύτερα γιατί ο κόσμος είναι ασύγκριτα πιο φιλικός, αλλά νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε. Το όνειρό μου είναι να γίνω σεφ σαν τον πατέρα μου και ποδοσφαιριστής. Θέλω να τελειώσω το σχολείο και μετά να βρω δουλειά και να φέρω και την οικογένειά μου όπου είμαι. Αυτός είναι ο στόχος μου. Είμαι το μεγαλύτερο παιδί απ' όλο το σόι, γι' αυτό έπρεπε να φύγω και να φροντίσω για όλους. Δεν με νοιάζουν τα μικροπροβλήματα, ούτε η αστυνομία, ούτε οι δυσκολίες, γι' αυτό δεν φοβάμαι να πάω στη Γερμανία. Μιλάω αγγλικά και μπορώ να επιβιώσω».
Η Ελλάδα αρέσει και στους δύο. Προτιμούν τη Σάμο, αλλά έχουν αγαπήσει την Αθήνα και κάθε μέρα την αγαπούν πιο πολύ. «Μου αρέσουν οι άνθρωποι, η πόλη. Μου αρέσει που έχει ανθρώπους από ολόκληρο τον κόσμο, μου αρέσει το φαγητό στα Καμίνια, ο μουσακάς, το παστίτσιο, το σουβλάκι, η φασολάδα, τα πάντα. Η Ελλάδα έχει τους καλύτερους ανθρώπους που έχω δει, το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν υπάρχουν δουλειές, ούτε για τους Έλληνες ούτε για μένα. Κι αν βρεις, τα 600 ευρώ τον μήνα δεν σου φτάνουν για να ζήσεις. Τα ελληνικά μού φαίνονται δύσκολα, όχι να τα μιλήσω αλλά να τα γράψω. Αν δεν είχα σκοπό να πάω στη Γερμανία, θα τα μίλαγα καλύτερα. Έχω φίλους Έλληνες από την ομάδα, πάμε στο Μοναστηράκι, στην Ακρόπολη, στο Θησείο, μερικές φορές στον Νέο Κόσμο. Βγαίνω και με τη φίλη μου, που είναι μισή Ελληνίδα και μισή Αγγλίδα, από τον μπαμπά της. Όταν φύγω, δεν ξέρω τι θα γίνει. Δεν θέλω ακόμα να το σκέφτομαι».
Info:
Η Δομή Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων της Κοινωνικής Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων ΑΡΣΙΣ, με έδρα το Μεταξουργείο λειτουργεί στο πλαίσιο του προγράμματος ΜΕΤΟΙΚΟΣ από τον Αύγουστο και χρηματοδοτείται από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια