Η Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής παρουσιάζει ξανά στις νέες της εγκαταστάσεις στο «Νιάρχος» την παράσταση «Λυκόφως των Χρεών», μια ακόμα παράφραση όπερας της δημιουργικής ομάδας των Χαράλαμπου Γωγιού, Αλέξανδρου Ευκλείδη και Δημήτρη Δημόπουλου, που έχει υπογράψει και άλλες πειραματικές αναγνώσεις όπερας, όπως το «Yasou Aida!», το «AirRossini», αλλά και το «Νέα Ελλάδα: Τhe making off».
Η μέχρι τώρα υποδοχή της παράστασης από την κριτική, μετά την πρεμιέρα της τον Οκτώβριο, ήταν καταπέλτης. Οι πρώτες αντιδράσεις μιλούσαν για αναπαραγωγή πλήθους κλισέ, για επιθεωρησιακού τύπου χιούμορ, για ευτελείς μελοδραματισμούς, για πλακίτσες.
Εμπνευσμένο από το «Λυκόφως των Θεών» του Βάγκνερ, το λιμπρέτο μιλάει για την Ελλάδα της κρίσης και του χρέους. Εκεί, μετά την εκλογή του Σωτήρη, που κλήθηκε να σώσει τον τόπο του, όμως τελικά πίνει ένα φίλτρο που του δίνει ένας δόκτορας με το όνομα Μέρτεν, βάζει γραβάτα και παντρεύεται τη Λογική, όπως η Βρουγχίλδη, μια γυναίκα με εκτόπισμα που μοιάζει να συμβολίζει κάτι μεγάλο και κραταιό, παντρεύεται τον Εκσυγχρονισμό, όλες οι ελπίδες του λαού διαψεύδονται.
Είναι ή όχι η Βρουγχίλδη η Ελλάδα, όπως την ερμηνεύουν οι κριτικοί; Ο Σωτήρης είναι ή δεν είναι ο Αλέξης Τσίπρας; Τι εκπροσωπεί ο δρ Μέρτεν, με το όνομα που παραπέμπει στον ναζιστή διοικητή της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου της Γερμανίας; Είναι μια όπερα για τους καλούς Έλληνες και τους κακούς ξένους που τους έριξαν στον εφιάλτη του χρέους; Είδαμε την παράσταση και ρωτήσαμε τον σκηνοθέτη και τον λιμπρετίστα να μας πούνε.
Αν μιλάς εκ του ασφαλούς, κάνοντας δηλώσεις με σηκωμένο το δάχτυλο, με τρόπο με τον οποίο ο καθένας θα συμφωνούσε, τότε απλούστατα δεν κάνεις τέχνη.
— Είσαστε, πια, ένα σταθερό team μαζί με τον Δημήτρη στο λιμπρέτο και τον Χαράλαμπο Γωγιό στη μουσική διεύθυνση. Πώς σκέφτηκες πρώτη φορά τον Δημήτρη, που προερχόταν από το stand up comedy;
Αλέξανδρος Ευκλείδης: Ήταν ιδέα του Χαράλαμπου. Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε είπα «ή εγώ ή αυτός!». Είχαμε τρομερά κακή πρώτη επαφή στο πρώτο ραντεβού.
— Αλλά κάνατε το «Yasou Aida!» τελικά, πάλι με θέμα την ελληνική κρίση.
Α.Ε.: Αυτό που έχει σημασία να πούμε εξαρχής είναι ότι τόσο στο «Yasou Aida!» όσο και τώρα, στο «Λυκόφως των Χρεών», η λογική της δουλειάς είναι απολύτως συλλογική. Είμαστε εξαιρετικά δεμένοι. Δηλαδή σε όλες μας τις συνεργασίες, κάθε σελίδα που έγραφε ο Δημήτρης ήταν προϊόν συνάντησης όλων, κατά τη διάρκεια της οποίας τα περισσότερα άλλαζαν.
Δημήτρης Δημόπουλος: Ξεκινάμε με τη δραματουργική ανάλυση του πρωτοτύπου, αρχίζουμε σιγά-σιγά να βρίσκουμε τις αντιστοιχίες στους ήρωες, στις καταστάσεις, τι θέλουμε να πούμε μέσω της υπάρχουσας δραματουργίας και πού θέλουμε να το πάμε, και κάποια στιγμή ξεκινάω να γράφω. Με το «Λυκόφως» ήταν τόσο μεγάλο το υλικό, που κάποια στιγμή είπα ότι έπρεπε να ξεκινήσω να γράφω κι ας μην είχαμε καταλήξει σε όλα, γιατί έπρεπε να αρχίσω να φέρνω υλικό.
Α.Ε.: Το πρώτο πράγμα που γράφτηκε ήταν το τέλος. Η αρχή και το τέλος, εν προκειμένω, είναι οι δύο δύσκολες σκηνές. Κάθε λέξη του λιμπρέτου –και το λέω σε σχέση με τις επικρίσεις που δεχόμαστε– τη γράφουμε μαζί. Δεν είναι ευθύνη του Δημήτρη. Όλες τις βασικές αποφάσεις που σχετίζονται με το κείμενο τις έχουμε πάρει από κοινού, με πάρα πολλή σκέψη και πάρα πολύ κόπο. Καμία σελίδα δεν γράφτηκε εύκολα.
— Υπάρχει μια απόσταση από την «Αΐντα». Τότε βρισκόμασταν ακόμα στο πρώτο μεγάλο σοκ της κρίσης. Σήμερα την έχουμε συνηθίσει, έχουμε διανύσει πολύ δρόμο πια.
Α.Ε.: Εμείς είχαμε ξεκινήσει με μια ιδέα για τη συνθήκη που βιώναμε και, όπως τότε, έτσι και τώρα θέλουμε να κάνουμε ένα είδος πολιτικής σάτιρας, η οποία όμως θα μπορούσε να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από την επαφή με το οπερατικό έργο. Κάναμε μία εντελώς ανοίκεια μείξη ενός υψηλού πρωτοτύπου και ενός σχεδόν επιθεωρησιακού περιεχομένου. Τόσο το «Yasou Aida!» όσο και το «Λυκόφως των Χρεών» είναι απολύτως στην ίδια λογική.
— Μετά απ' όσα ζήσαμε, λοιπόν, έρχεστε με την παράστασή σας να δικαιώσετε την ευθυνοφοβία του Έλληνα;
Α.Ε.: Αυτή είναι μια ανάγνωση που πραγματικά μας εκπλήσσει. Γιατί γίνεται από μια καθαρή ιδεολογική προκατάληψη, η οποία βλέπει τη σάτιρα από μία και μόνο οπτική. Για μένα, ο πιο ανόητος χαρακτήρας στο έργο είναι η Βρουγχίλδη, για την οποία λέμε ξεκάθαρα ότι δεν είναι η Ελλάδα αλλά ο Έλληνας ψηφοφόρος. Αυτό θα καθιστούσε την ανάγνωση προβληματική.
— Σε ένα πολιτικό έργο η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να είναι ο ελληνικός λαός, αυτός που ψήφισε τους εκπροσώπους του...
Α.Ε.: Δεν είναι το έθνος.
— Το σύνολο των ψηφοφόρων δεν ευθύνεται για την πορεία της χώρας, κοντολογίς δεν είναι η χώρα η ίδια;
Α.Ε.: Θέλω να πω ότι η εικόνα του χαρακτήρα είναι τόσο καρικατουρίστικη και βιτριολική, που εμείς περιμέναμε περισσότερο μια αριστερή αντίδραση του στυλ: «Γιατί παρουσιάζετε τον λαό με τόσο σκαιό τρόπο, ως ένα πρόσωπο που άγεται και φέρεται χωρίς καμία πρωτοβουλία, ουσιαστικά χωρίς καμία συναίσθηση της δικής του ευθύνης ή των δυνατοτήτων του, που πηγαίνει πίσω από παλιούς και νέους ήρωες, χωρίς καμία απολύτως κριτική;». Αυτός ο χαρακτήρας είναι τόσο κωμικά παρουσιασμένος, ώστε το γεγονός ότι κάποιοι τον παίρνουν στα σοβαρά, σαν να είναι statement, μου προκαλεί πραγματικά κατάπληξη.
— Και πώς να μην την πάρεις σοβαρά με την ηρωική της έξοδο, που είναι σαν να περνάει πρώτα από μια συνειδητοποίηση και μια αυτοκριτική!
Περιέχει τόση αυτοκριτική, όση έκαναν οι Αγανακτισμένοι στο Σύνταγμα.
— Ήταν σοβαρή και υπεύθυνη εκείνη η πολιτική θέση των Αγανακτισμένων;
Δ.Δ.: Και ποιος παίρνει στα σοβαρά τη Βρουγχίλδη;
— Υποτίθεται ότι σε ένα έργο σαν αυτό οποιαδήποτε θέση μετράει ως πρόταση.
ΑΕ: Ποιος είπε ότι η πρότασή μας είναι να καταστρέψουμε τον κόσμο;
— Το τέλος, αν και προέρχεται από τον Βάγκνερ, αποτελεί το πιο σοβαρό, συμβολικά, σημείο του έργου. Σαν η Ελλάδα να αποσπάται και να απαλλάσσεται από το άχθος του ένδοξου παρελθόντος της.
ΑΕ: Η ανατίναξη γίνεται με ξεκάθαρα καρικατουρίστικο τρόπο.
— Και υπογραμμίζεται με απίστευτα δραματική μουσική. Πώς να το εκλάβουμε ως αστείο;
Α.Ε.: Εκεί ακριβώς έγκειται ο κίνδυνος όταν μιλάς γι' αυτά τα πράγματα. Αν μιλάς εκ του ασφαλούς, κάνοντας δηλώσεις με σηκωμένο το δάχτυλο, με τρόπο με τον οποίο ο καθένας θα συμφωνούσε, τότε απλούστατα δεν κάνεις τέχνη.
— Αυτό είναι το πρόβλημα: ποιοι ακριβώς μπορεί να είναι αυτοί που θα συμφωνήσουν με το έργο σας, όταν η πλειονότητα του λαού αρνείται να κάνει αυτοκριτική και ρίχνει όλα τα λάθη στους ξένους; Σε αυτό το κλισέ συμφωνούν όλες οι κριτικές που έχουν γραφτεί.
Α.Ε.: Γιατί οι πολιτιστικοί συντάκτες κατανοούν το έργο με έναν τρόπο που, κατά τη γνώμη τους, είναι επικίνδυνος.
- Και έχουν άδικο; Κάθε επιθεωρησιακό και μελό στοιχείο ενδυναμώνει το αίσθημα υπερπατριωτισμού. Και ενώ ισχυρίζεστε ότι κάνετε σάτιρα, υπάρχει ο φόβος κάποιος μη εξοικειωμένος θεατής να ταυτιστεί με την «προδομένη» Ελλάδα, καταρχάς από τη Γερμανία.
Δ.Δ.: Άλλη παρανόηση αυτή του Γερμανού! Για μας ο Μέρτεν δεν είναι η Γερμανία αλλά η έκφραση του κακού. Δεν έχουμε σκοπό να αντιπαραθέσουμε τη Γερμανία στην Ελλάδα. Εφόσον στο μυθολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η όπερα υπάρχει ένας κακός, πήραμε έναν ήρωα που είναι πραγματικό ιστορικό πρόσωπο, έδρασε στην Ελλάδα και γύρω του έχει χτιστεί μια μυθολογία σχετικά με έναν κρυμμένο θησαυρό. Αυτό ήταν το στοιχείο που μας ενδιέφερε πιο πολύ. Αν θέλαμε να είναι Γερμανός, θα υπερτονίζαμε πάρα πολύ το ότι είναι ναζί. Και δεν νομίζω ότι θα διαφωνήσει κανείς ότι ένας ναζί είναι κακός.
— Αλλά όλα αυτά παρουσιάζονται σε μια χώρα όπου αποκαλούν τη Μέρκελ και γενικώς τη γερμανική κυβέρνηση «ναζί», οι Αγανακτισμένοι πρωτίστως. Δεν βλέπετε τον κίνδυνο της λανθασμένης ταύτισης;
Α.Ε.: Εμείς, εντελώς συνειδητά, χρησιμοποιούμε τα κλισέ όπως τα χρησιμοποιήσαμε και στην «Αΐντα», γιατί πιστεύουμε ότι είναι το απόσταγμα του συλλογικού φαντασιακού με ορατούς και αναγνωρίσιμους όρους, ειδικά του εθνικού. Αυτή είναι η πρώτη μας ύλη, εκεί βασιστήκαμε. Δεν είπαμε ποτέ ότι δεν χρησιμοποιούμε κλισέ. Μάλιστα, το κάνουμε τόσο εμφανώς, που το να μας κατηγορούν για τη χρήση τους είναι σαν να κατηγορεί κάποιος τον γλύπτη ότι χρησιμοποιεί μάρμαρο. Αυτό είναι το υλικό μας, δεν είναι το statement που κάνουμε.
— Και ποιο είναι το statement σας; O συμβιβασμός του Σωτήρη δεν είναι αυτός του Τσίπρα;
Δ.Δ.: Ο Σωτήρης δεν έχει γραφτεί πάνω στον Τσίπρα.
— Αυτό είδαν όλοι όσοι έχουν γράψει κριτική μέχρι τώρα.
Δ.Δ.: Γιατί είναι κοντά τους ο Τσίπρας.
— Γιατί ο Τσίπρας είναι αυτός από τον οποίο εξαρτιόμαστε.
Δ.Δ.: Αυτήν τη στιγμή έχουν γίνει κάποιες αντιστοιχίσεις που εμείς δεν τις είχαμε στη δραματουργία μας. Βρουγχίλδη - Ελλάδα, Σωτήρης - Τσίπρας, Μέρτεν - Γερμανία, δεν υπήρχαν ποτέ στο δικό μας υλικό.
— Βοούν αυτά επάνω στη σκηνή, τι να κάνουμε;
Α.Ε.: Βοούν, όπως θα έπρεπε να βοούν κι άλλα.
— Όπως;
Α.Ε.: Όταν ο Σωτήρης βγαίνει ντυμένος Κολοκοτρώνης, με ευθείες αναφορές σε πάρα πολλούς ηγέτες του παρελθόντος, αριστερούς και δεξιούς. Ο Σωτήρης είναι ο πολιτικός που έρχεται ως ήρωας και φεύγει ως προδότης. Είναι στο μοτίβο του «σωτήρα» που έρχεται να σώσει τη χώρα. Για μας είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι υπάρχει το δίπολο λαϊκιστής-ανεύθυνος ηγέτης και Γέρος-υπεύθυνος ηγέτης, αυτός που έρχεται από το μνήμα, ο εθνάρχης, σαν να λέμε ο Καραμανλής.
— Προφανώς, ξεκινήσατε να κάνετε μια σάτιρα η οποία λύγισε υπό το πλήθος των πληροφοριών. Θεωρώ ότι χάσατε την ισορροπία.
Α.Ε.: Το πρόβλημα είναι –και είχαμε απόλυτη επίγνωση ότι ενδεχομένως θα δεχόμασταν αυτή την κριτική– πως χρησιμοποιούμε τα κλισέ ανεπεξέργαστα. Στην πραγματικότητα, αν το δει κανείς χωρίς ιδεολογικές τοποθετήσεις –και είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα στην έως τώρα κριτική–, θέτουμε ένα ιδεολογικό σημείο εκκίνησης, το οποίο βλέπει κάποια πράγματα και παραγνωρίζει κάποια άλλα.
— Τι δεν βλέπει;
Α.Ε.: Καταρχάς, ότι εμείς δεν είμαστε με κανέναν. Δεν συμφωνούμε με κανέναν.
— Μήπως αυτό είναι και το πρόβλημα; Ότι δεν παίρνετε σαφή θέση;
Α.Ε.: Εδώ ερχόμαστε στην ουσία του προβλήματος, επειδή υπήρχαν άνθρωποι που μας περίμεναν στη γωνία, έτοιμοι να δούνε το έργο ως συριζαίικο. Δεν βγήκε να μας κατηγορήσει κανείς, γιατί είναι βέβαιο ότι δεν είμαστε συριζαίοι. Βγήκαν και είπαν ότι είμαστε με την άκρα εξωκοινοβουλευτική αριστερά, που είναι εξίσου άστοχο. Είναι σαν να βλέπεις το «Producers» και να λες ότι είναι φιλοναζιστική προπαγάνδα. Είναι προφανές ότι μερικά πράγματα μας πονάνε...
— Ακούσαμε και είδαμε τσιτάτα, πάντως, που όντως παρέπεμπαν στους Αγανακτισμένους.
Α.Ε.: Τα βάζουμε στο στόμα ανθρώπων που έχουν θεατρική λειτουργία όπως αυτήν της Βρουγχίλδης, που από την αρχή έως το τέλος αδυνατεί να κατανοήσει ό,τι συμβαίνει γύρω της, μπορεί να καταλάβει τον κόσμο μόνο σε ένα πλαίσιο απολυτότητας. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μας, ο ψηφοφόρος, ο οποίος μπορεί να πάει στη δεξιά ή στην αριστερά, αλλά να φτάσει στο «όλα μπουρλότο» με την ίδια ευκολία. Αυτό είναι το πρόβλημα και αυτό θέλαμε να δείξουμε, πώς ένας ψηφοφόρος μπορεί να κινηθεί σε όλο το ιδεολογικό φάσμα. Στο τέλος, το κείμενο της Βρουγχίλδης, που είναι απόλυτης ρομαντικής υπερβατικότητας, με περιεχόμενο και ύφος πάρα πολύ κοντά στο βαγκνερικό πρωτότυπο, είναι ιδεολογικά διάτρητο εν γνώσει μας.
Σε καμία περίπτωση δεν ταυτιζόμαστε με τον υπερβατικό ρομαντικό λόγο της «ψεκασμένης» Ελληνίδας ψηφοφόρου. Αυτό όμως είναι και η ουσία, να δώσουμε τη δυνατότητα στον Αγανακτισμένο να αποκτήσει υπερβατικό λόγο. Αυτό ήταν για μας το στοίχημα. Να βάλουμε μέσα στο βαγκνερικό μέγεθος λόγους, σκέψεις και ιδεολογήματα απολύτως χαμερπή και από τη μία και από την άλλη πλευρά. Γιατί όταν γελοιοποιούμε χαρακτήρες, όπως ο Εκσυγχρονισμός, τους γελοιοποιούμε όσο και τον ψηφοφόρο και τον Σωτήρη.
— Οπότε, γιατί αμφισβητείτε το ότι ηρωοποιείται η Βρουγχίλδη με το βαγκνερικό ύφος; Είναι σαν να λέει ότι εφόσον με έχουν προδώσει όλοι, τινάζω τα πάντα στον αέρα.
Α.Ε.: Σήμερα, ξεκινώντας από τον Τραμπ και φτάνοντας μέχρι τη δική μας μικρή σφαίρα, θέλεις να μου πεις ότι η κατάσταση είναι διαφορετική; Αυτό το αδιέξοδο δείχνουμε.
Δ.Δ.: Η ατάκα «Κιμ, πάτα το» δεν εκφράζει αυτή την αγανάκτηση; Ένα «γάμησέ τα όλα»; Απλώς αποποιείσαι την ευθύνη.
Α.Ε.: Αν το λέγαμε διαφορετικά, ότι δηλαδή η Βρουγχίλδη είναι ο ανεύθυνος λαός, θα γινόταν κάτι άλλο; Δεν βλέπουμε την απόσταση που μας χωρίζει από αυτή την αγανάκτηση, η οποία δεν έχει πάψει να υπάρχει. Απλώς η ηρωίδα βυθίζεται στη μελαγχολία και στην εσωστρέφεια μέχρι να βρει την επόμενη διέξοδο για εκτόνωση. Όμως ποια θα είναι αυτή; Μήπως η Χ.Α.; Μήπως ο Ντόναλντ Τραμπ; Εμείς αυτό λέμε. Αυτή η πολιτική της απόλυτης άρνησης, αυτή η πολιτική συνείδηση λειτουργεί σε πλαίσιο πατερναλιστικό. Δεν είναι τυχαίο που είναι γυναίκα ο ψηφοφόρος, μπορούσε να είναι άντρας. Είναι γυναίκα γιατί εκφράζει το πατερναλιστικό πλαίσιο και την ανευθυνότητα.
— Εσείς, εν κατακλείδι, νιώθετε ότι είναι μια επιτυχημένη απόπειρα αυτό που ολοκληρώσατε; Κάνατε αυτοκριτική ;
Α.Ε.: Είναι πολύ κοντά σε αυτό που ψάχναμε.
Δ.Δ.: Η αυτοκριτική επάνω στο κείμενο που έχω γράψει θα ήταν να αλλάξω δυο λέξεις. Αλλά δεν θα άλλαζα γενικά το κείμενο που παρέδωσα.
Α.Ε.: Ενδεχομένως, το περιθώριο παρεξηγήσεων που αφήσαμε, και ήταν συνειδητά αρκετά μεγάλο, να ήταν όντως μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε να γίνει ανεκτό. Από την άλλη, δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από το να καταπιάνεσαι αυτήν τη στιγμή με ζητήματα που αφορούν το μέλλον μας ως χώρας αλλά και ως ηπείρου, που είναι εξαιρετικά προβληματικό.
Το κυριότερο είναι το πρόβλημα του χρέους, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Το χρέος είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που απειλεί να τινάξει στον αέρα την παγκόσμια οικονομία. Δεν μιλάμε για το χρέος ως καταστροφική δύναμη σε τοπικό επίπεδο αλλά για το χρέος ως πιθανό τρόπο καταστροφής του κόσμου. Αυτά είναι πράγματα τα οποία συσκοτίζονται, ίσως αναμενόμενα, καθώς είναι πολύ ωραία να κατηγορείς κάποιον ότι κάνει πολύ εύκολες προτάσεις. Ωστόσο υπάρχουν και οι πολύ εύκολες αναγνώσεις.
— Οπότε λέτε ότι όλοι όσοι σας επικρίνουν αυτήν τη στιγμή παρεξήγησαν τις προθέσεις, αλλά κυρίως το αποτέλεσμα.
Α.Ε.: Είναι ένα καλλιτεχνικό έργο και ως τέτοιο το προτείνουμε. Όπως κάθε έργο, είναι ανοιχτό στην παρεξήγηση, το συγκεκριμένο, δε, ακόμα περισσότερο. Εάν θέλαμε να κάνουμε κάτι στο οποίο θα συμφωνούσαν όλοι, ξέραμε να το κάνουμε. Κατά τη δική μου κρίση, οι έως τώρα κριτικές ήταν πολύ εύκολες, πολύ πρωτοεπίπεδες, γιατί ξεκίνησαν από μια ιδεολογική αλλεργία σε κάποια πράγματα. Ωστόσο επειδή τα έργα που έχουμε κάνει με τον Χαράλαμπο και τον Δημήτρη δεν απευθύνονται σε κατανόηση πρώτου επιπέδου και δεν δίνουν ποτέ εύκολες απαντήσεις, είναι καλό να τα κρατήσουμε και να δούμε πώς μπορούν να λειτουργήσουν μετά από καιρό.
— Θα επιζήσει για πολλά χρόνια;
Α.Ε.: Αν θέλαμε να κάνουμε τέχνη που να διαρκέσει αιωνίως, ξέραμε τον τρόπο. Όλοι μας έχουμε μπει στη διαδικασία να κάνουμε κάτι που δεν έχει καμία αναφορά στο εδώ και τώρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αλλά αυτή είναι μια συνειδητή επιλογή. Δεν είναι όλα τα έργα για να μείνουν αιώνια. Πολλά που είναι σήμερα κλασικά αριστουργήματα γράφτηκαν με την πρόθεση να είναι έργα της εποχής τους. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει τέτοια αξία, ώστε να ανέβει και μετά από 20 χρόνια. Κι αυτό είναι συνειδητό. Το δικό μας εδώ και τώρα αναμετριέται με το πρωτότυπο, όχι για να το αντικαταστήσουμε, βεβαίως, αλλά για να συνομιλήσουμε μαζί του.
Δ.Δ.: Εγώ θα ήθελα αυτό το έργο να μπορούσε να ανέβει ξανά σε 20 χρόνια. Πιστεύω ότι έχει δημιουργήσει ένα δικό του μυθολογικό πλαίσιο, το οποίο, εφόσον δεν θα έχουν γίνει όλα μπουρλότο, πιστεύω ότι λίγο-πολύ θα συνεχιστεί.
Ιnfo:
Το λυκόφως των χρεών
Όπερα σε παράφραση
Χαράλαμπος Γωγιός / Δημήτρης Δημόπουλος / Αλέξανδρος Ευκλείδης
Βασισμένο στο μουσικό δράμα του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Το λυκόφως των θεών»
Πρώτη παρουσίαση / Παραγγελία της ΕΛΣ
5, 7, 10, 12, 14, 17, 19 Ιανουαρίου 2018
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Ώρα έναρξης: 20.30
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εδώ