Γύρω στο 1941, σε ένα φτωχικό σπίτι στη Μόντενα, ένας χαριτωμένος εξάχρονος που δεν ήξερε πώς να ξοδέψει την ενεργητικότητά του ανέβηκε στο τραπέζι της κουζίνας και βγάζοντας μια παιδική κορόνα ανακοίνωσε με στόμφο στην οικογένειά του ότι θα γινόταν τενόρος. Στο «κοινό» βρισκόταν η μαμά Αντέλ, που είχε μόλις επιστρέψει από το εργοστάσιο καπνών της περιοχής όπου εργαζόταν, και ο μπαμπάς Φερνάντο, αρτοποιός της γειτονιάς, που πάντοτε ονειρευόταν να γίνει τραγουδιστής, αλλά είχε καταλήξει να στριμώχνει τα καλλιτεχνικά του όνειρα στους τοίχους ενός φούρνου. Η συγκεκριμένη σκηνή, που σίγουρα είχε παιχτεί σε εκατοντάδες άλλα ιταλικά σπίτια, δεν θα είχε συμπεριληφθεί στις σελίδες καμιάς βιογραφίας. Έλα, όμως, που ο πιτσιρίκος λεγόταν Λουτσιάνο Παβαρότι.
Ήταν το ίδιο αγοράκι που λίγο πριν ξεφούρνιζε ψωμιά και καλλιεργούσε χωράφια για να προσφέρει στη φτωχή του οικογένεια. Εκείνος που στα εννέα άρχισε να καλοβλέπει τη χορωδία της τοπικής εκκλησίας, που στα δέκα κορδωνόταν στον καθρέφτη κι έκανε φιγούρες σαν τον Μάριο Λάντσα. Στην εφηβεία ονειρεύτηκε πως θα γινόταν μέγας τερματοφύλακας. Με την ενηλικίωση τον έπεισαν για δύο χρόνια ότι μπορούσε να κάνει τον δάσκαλο σε παιδιά δημοτικού, ενώ στα πιο τρελά του όνειρα έβλεπε ότι ήταν τέλειος ιππέας και υποδειγματικός τενίστας. Μάταια όλα. Ό,τι κι αν αγάπησε με πάθος ο Λουτσιάνο Παβαρότι, δύο πράγματα δεν πρόδωσε ποτέ: τη Μόντενα και την όπερα.
Κι όταν τελικά επέστρεφε από τα λούσα των λυρικών θεάτρων και των εξωτικών θερέτρων στη Μόντενα, έκανε πάντοτε στάση στο μαγαζί του κουρέα και κολλητού του Εμίλιο για να μάθει τα νέα της παλιοπαρέας. Ή, όπως παραδεχόταν, «για να νιώσω πάλι άνθρωπος».
Tις πιο ανέμελες στιγμές τις περνούσε στο εξοχικό του στο Πέζαρο, κάνοντας τρελές βόλτες με βέσπα, χαμένος για ώρες με το σκάφος μεσοπέλαγα, χωμένος σε αιώρες, κουβεντιάζοντας για ποδόσφαιρο. Τη χωρίστρα στο πυκνό μαύρο μαλλί την έκανε από δεξιά. Τρελαινόταν για τα καπέλα, που τον έκαναν να μοιάζει με αναγεννησιακή φιγούρα. Στα ρούχα δεν είχε μέση λύση: είτε κρατούσε φανατικά τη μονοχρωμία, είτε παραδινόταν αμαχητί στα χαβανέζικα πουκάμισα. Γύρω από τον λαιμό τύλιγε φίνα φουλάρια με logos, λαχούρια, βαριά μοτίβα και χρώματα που έβγαζαν μάτι. Μιλούσε στο τηλέφωνο αδιανόητα πολλές ώρες, φοβόταν τα ελικόπτερα και τα ασανσέρ. Μετά το τέλος των παραστάσεων λύσσαγε για να φάει την τέλεια βόνγκολε. Για να γλιτώσει από τη ρουτίνα έπιανε τα πινέλα και ζωγράφιζε πίνακες που μπορούσαν να σε ξεκάνουν από τα έντονα χρώματα. Ως γνήσιος προληπτικός, πίστευε βαθιά πως όταν έκανε περισσότερα απ' όσα είχε προγραμματίσει έκλεινε η φωνή του, ότι το Παρίσι έχει κάτι γρουσούζικο. Πριν από τις παραστάσεις έπρεπε να φάει κοτόπουλο, αλλά ποτέ να συναντήσει κάποιον που δεν ήξερε. Όταν έβγαινε να υποκλιθεί στις κατάμεστες αίθουσες κρατούσε ένα λευκό μαντίλι στο χέρι. Κι όταν τελικά επέστρεφε από τα λούσα των λυρικών θεάτρων και των εξωτικών θερέτρων στη Μόντενα, έκανε πάντοτε στάση στο μαγαζί του κουρέα και κολλητού του Εμίλιο για να μάθει τα νέα της παλιοπαρέας. Ή, όπως παραδεχόταν, «για να νιώσω πάλι άνθρωπος». Αν σε όλα τα παραπάνω προσθέσει κανείς την αδυναμία στο καλό κρασί και τις γυναίκες, συμπληρώνει την εικόνα του «αυθεντικού» Ιταλού, για την οποία τόσο πάσχιζε.
Ο Λουτσιάνο Παβαρότι ήταν τελικά πάνω από την όπερα. Όχι μόνο γιατί είχε την πιο υπέροχη φωνή που πέρασε από τα λυρικά θέατρα τον 20ό αιώνα, γιατί προσπέρασε όσους ακόμα ταλαιπωρούνται από διλήμματα περί ιταλικής και γερμανικής σχολής, γιατί πέταξε τον μανδύα της σοβαροφάνειας από ένα αραχνιασμένο είδος, αλλά και γιατί εκείνος πρώτος απ' όλους σύστησε στο κοινό των σταδίων μια μορφή τέχνης με την οποία ελάχιστοι ήταν εξοικειωμένοι, εκείνος πρώτος τόλμησε να πάρει το «Nessun dorma» από την «Τουραντό» και να το μετατρέψει σε αθλητικό ύμνο.
Κατακρίθηκε για τον τρόπο που «νέρωνε» την κλασική με ποπ ευκολίες (λέγε με crossover), για τη μανία του να αναλώνεται σε ντουέτα. Πολλές φορές το καλλιτεχνικό προϊόν «Τρεις τενόροι» (το τρίο που έφτιαξαν με τον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον Χοσέ Καρέρας) έμοιαζε με καλοκουρδισμένη εμπορική σύμπραξη, η οποία προκαλούσε αφόρητη αμηχανία στους φανατικούς της όπερας. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι χαράμισε μια σπάνια φωνή τραγουδώντας σουξεδάκια, γιατί ήξερε καλύτερα απ' όλους ότι, πριν δωρίσει τον εαυτό του στο σταριλίκι, είχε υπάρξει ένας συγκλονιστικός τενόρος. «Εκείνος μόνο ήξερε πώς, μπροστά σε ένα ακροατήριο χιλιάδων ατόμων, μπορούσε να πείσει τον καθένα ξεχωριστά ότι τραγουδά για εκείνον μόνο» έγραψαν οι λονδρέζικοι «Times» την επομένη του θανάτου του.
Ο «βασιλιάς των ψηλών ντο», ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα λίγο, που έφτανε τη φωνή του μέχρι εκεί όπου όριζε η ψυχή του, που είχε τη χροιά με τα πιο πολλά χρώματα, ονειρευόταν από μωρό παιδί να δοξαστεί στην όπερα. Δεν του έφτανε να τραγουδά απλώς. Ήθελε τον συνδυασμό θεάτρου και μουσικής για να μετρήσει το μεγάλο του ανάστημα. «Όταν αγγίζω τις πιο ψηλές νότες νιώθω ενθουσιασμένος και χαρούμενος, αλλά συγχρόνως με κυριεύει ένας ισχυρός, υπόγειος φόβος. Τη στιγμή εκείνη σχεδόν χάνω τις αισθήσεις μου. Μια φυσική, σχεδόν ζωώδης αίσθηση με κατακλύζει. Στη συνέχεια, ανακτώ τον έλεγχο», έλεγε, παρόλο που άπαντες γνώριζαν πως κατακτούσε τα ψηλά ντο αβίαστα, όταν οι περισσότεροι τενόροι πάσχιζαν μια ζωή για τέτοιες επιδόσεις.
Αναγνώριζε, δε, ότι στην όπερα χρωστούσε όλη του την καριέρα, κι ας βαρυγκομούσε από τις εξωφρενικές απαιτήσεις μιας παράστασης στη Μετροπόλιταν ή στο Covent Garden. «Ξέρω τι σημαίνει όπερα: σκληρή δουλειά στις πρόβες, το βάσανο του μακιγιάζ και του κοστουμιού στο οποίο πρέπει να χωρέσω το τεράστιο σώμα μου, τη γελοιότητα να παρακολουθείς έναν καλοθρεμμένο μεσήλικα να παριστάνει τον πεινασμένο εικοσάχρονο καλλιτέχνη σε σοφίτα του Παρισιού», έλεγε.
Ασταμάτητος και γενναιόδωρος στα νιάτα του, λαμπερός και σπουδαίος στην ωριμότητά του, βαρύς σαν αγαθός γίγαντας στα τελευταία του χρόνια, έδινε την εντύπωση, σύμφωνα με την πρώην γραμματέα του Τζούντι Κόβακς, ότι λίγο πριν ανέβει στη σκηνή χαζολογούσε καθώς έβλεπε τηλεόραση, μιλούσε στο τηλέφωνο ακατάπαυστα, ενίοτε έφτιαχνε και ριζότο. Ωστόσο, πίσω από αυτήν τη φαινομενική άνεση υπήρχε πάντα ο τενόρος που φοβόταν τις ιώσεις, που έπρεπε να επιστρατεύει το αστείρευτο φυσικό του ταλέντο για να κρύβει την ανεπάρκειά του σε μουσικές γνώσεις, που ζούσε με την αγωνία ότι δεν ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες, που αναζητούσε τρόπους να κουμαντάρει πάνω στη σκηνή το κορμί του. Όσο μεγάλωνε, οι ακυρώσεις πολλαπλασιάζονταν και οι αιτίες γίνονταν όλο και πιο απίθανες. Να, σαν τη βροντερή απουσία του από την «Τόσκα» στο Covent Garden το 1983, γιατί τον πείραξε η σκόνη! Ή την ακύρωση των 26 από τις 41 προγραμματισμένες συναυλίες το διάστημα που συνεργάστηκε με την Όπερα του Σικάγου. Ή τη στιγμή (2002) που άφησε στα κρύα του λουτρού ανθρώπους που είχαν πληρώσει εισιτήριο 1.800 και πλέον δολαρίων για ένα γκαλά του στη Μετροπόλιταν, γιατί, όπως δήλωσε, μόλις πάτησε το πόδι του στη Νέα Υόρκη κρύωσε.
Ακόμα μεγαλύτεροι οι μπελάδες σκηνοθετών και σκηνογράφων που καλούνταν να κάνουν μαγικά για να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη αδυναμία του να κινηθεί στη σκηνή και την ασθενή του μνήμη. Παρτιτούρες με σκονάκια υπήρχαν παντού κρυμμένες στο σκηνικό, σκάλες αφαιρούνταν γιατί ήταν αδύνατον να τις ανέβει, σκαμπό στα οποία καθόταν έσπαγαν στις πιο δραματικές σκηνές, ρούχα σκίζονταν, μαγνητοσκοπήσεις καταστρέφονταν γιατί κάλυπτε τα πλάνα, εισπνεόμενα φάρμακα που έπαιρνε κατά τη διάρκεια των παραστάσεων γίνονταν απ' όλους αντιληπτά, συμπρωταγωνιστές τους οποίους έπρεπε για τις ανάγκες του έργου να σκοτώσει έπεφταν πάνω του, σαν να αυτοκτονούσαν, καθώς εκείνος δεν μπορούσε να μετακινηθεί ούτε μερικά μέτρα. «Αν νομίζετε ότι είμαι ευτυχής με το βάρος μου, κάνετε λάθος. Είμαι ευτυχής, παρά το βάρος μου. Συχνά νιώθω απέχθεια για την εικόνα που παρουσιάζω στους άλλους. Έχω επίγνωση του πώς δείχνω στις φωτογραφίες. Όταν με φωτογραφίζουν μαζί με άλλους, βάζω πάντοτε κάποιον μπροστά μου. Διαφορετικά, γεμίζω υπερβολικά τη φωτογραφία» αναφέρει στη βιογραφία του «Παβαρότι: Ο κόσμος μου» (εκδόσεις Λιβάνη). Αυτό το τόσο πληθωρικό πλάσμα, λοιπόν, γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1935 στη Μόντενα. Τα παιδικά του χρόνια κύλησαν σε ένα μικροσκοπικό σπίτι δύο δωματίων και ανύπαρκτων ανέσεων. Σύμφωνα με τον Παβαρότι, ο πατέρας του είχε έξοχη φωνή, αλλά καμία πιθανότητα καριέρας, καθώς μετά βίας έλεγχε τη νευρικότητά του. Στα 19 άρχισε να μελετά σοβαρά τη μουσική με δάσκαλο τον Αρίγκο Πόλα, ο οποίος ανέλαβε την εκπαίδευσή του δωρεάν, αφού η οικογένεια δεν μπορούσε καν να συνεισφέρει. Ποιος θα φανταζόταν ότι μόλις έξι χρόνια μετά (1961) θα έκανε το ντεμπούτο του στον ρόλο του Ροντόλφο στην «Μποέμ», ενώ, πριν καλά-καλά συμπληρώσει τα 30 του χρόνια, θα περνούσε το κατώφλι της Σκάλας του Μιλάνου για να τραγουδήσει τον ίδιο ρόλο με σκηνοθέτη τον Φράνκο Τζεφιρέλι και μαέστρο τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν!
Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι χαράμισε μια σπάνια φωνή τραγουδώντας σουξεδάκια, γιατί ήξερε καλύτερα απ' όλους ότι, πριν δωρίσει τον εαυτό του στο σταριλίκι, είχε υπάρξει ένας συγκλονιστικός τενόρος.
Στις σχεδόν επτά δεκαετίες που έζησε είχε την τύχη να χαρεί τέσσερις κόρες (τρεις από τον γάμο του με την Άντουα που διήρκεσε 34 χρόνια και μία από τη δεύτερη σύζυγό του Νικολέτα) και μια εγγονή, να προσφέρει απλόχερα χαρά μέσα από το φιλανθρωπικό του έργο, να έχει δίπλα του τους φίλους που πραγματικά επιθυμούσε, να αποκτήσει πλούτη και δόξα που δεν χωρούν σε λέξεις, να δει την Νταϊάνα και τον Κάρολο να γίνονται μούσκεμα και να περιμένουν στωικά να τον ακούσουν στο περίφημο κοντσέρτο του 1991 στο Hyde Park του Λονδίνου, να εισπράττει το παραλήρημα του κοινού κάθε φορά που στην τελευταία πράξη της «Τόσκα» ερμήνευε τη σπαρακτική άρια «E lucevan le stelle», να ντοπάρεται από τη θέρμη με την οποία τον αγκάλιαζε το κοινό από τη Σιγκαπούρη ως το Σικάγο και από το Μπουένος Άιρες ως το Λονδίνο, να δει τη συμπρωταγωνίστριά του Μονσερά Καμπαγιέ να διακόπτει παράσταση για να τον χειροκροτήσει μαγεμένη από την ερμηνεία του, να υποχρεώνει τους ανθρώπους να μετρούν με χρονόμετρα πόση ώρα τον αποθέωνε όρθιο το κοινό μετά την υπόκλισή του στις λυρικές σκηνές.
Υπάρχει, όμως, και κάτι σπουδαιότερο: συνειδητά ή όχι ο τεράστιος αυτός καλλιτέχνης κατόρθωσε, εν τέλει, να μας αφήσει όλους ικανοποιημένους. Οι φανατικοί της όπερας έχουν αιώνια κληρονομιά την ατελείωτη πρώιμη δισκογραφία του (40 και πλέον ηχογραφημένες όπερες) για να θυμούνται ότι υπήρξε ο κορυφαίος Ροντόλφο στην «Μποέμ», ότι κανείς δεν θα ερμηνεύσει ρόλους του Ντονιτσέτι σαν εκείνον, ότι ελάχιστοι έχουν εκφράσει το δράμα της «Τόσκα» με τόσο ειλικρινές συναίσθημα, ότι λίγα οπερατικά ντουέτα υπήρξαν τόσο συναρπαστικά όσο το δικό του με την Τζόαν Σάδερλαντ, ότι σπανίως τενόροι στέκονται απέναντι στον «Ριγκολέτο» με τόση αυτοπεποίθηση, ότι η δική του μόνο απόδοση στην απαιτητική όπερα «Το κορίτσι του Συντάγματος» προκαλούσε φρενίτιδα.
Όσοι πάλι τον λάτρεψαν από τους «Τρεις τενόρους» θα έχουν πάντα την ψευδαίσθηση ότι η κλασική μουσική μπορεί να ανήκει στα στάδια. Αλίμονο στο κοινό της Μετροπόλιταν που θα κάνει χρόνια να ξεπεράσει τη σχεδόν ερωτική σχέση που είχαν. Ο Παβαρότι τραγούδησε σε 379 παραστάσεις του νεοϋορκέζικου θεάτρου, από τις οποίες οι 357 ήταν οπερατικές παραγωγές. Εκείνος επέλεξε να τους αποχαιρετήσει για πάντα στις 13 Μαρτίου 2004, τραγουδώντας για πολλοστή φορά εκεί τον ρόλο του ζωγράφου Μάριο Καβαραντόσι, εραστή της «Τόσκα». Κι εκείνοι επί δεκαπέντε λεπτά έκλαιγαν, τον χειροκροτούσαν, τον επανέφεραν στη σκηνή τουλάχιστον δέκα φορές και μετέτρεψαν την αίθουσα σε γήπεδο, υψώνοντας για χάρη του ένα λευκό πανό που έγραφε «Λουτσιάνο, σ' αγαπάμε». Τρία χρόνια μετά, μια μέρα σαν τη σημερινή, νικημένος από τον καρκίνο στο πάγκρεας, πήρε το καπελάκι του κι έφυγε. Πριν από δέκα χρόνια ακριβώς σίγησε η πιο ερωτική και μελωδική φωνή της όπερας. Κι ένα πελώριο πανό, με το ίδιο σύνθημα, υψώθηκε στη Μόντενα κι απλώθηκε απ' άκρη σ' άκρη στον πλανήτη.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.9.2017