Στην παράσταση 887 του Ρομπέρ Λεπάζ στην Στέγη
Η Λουίζα Αρκουμανέα παρακολούθησε την παράσταση του Καναδού σκηνοθέτη και γράφει.
Η ιδιότυπη θεατρικότητα του Ρομπέρ Λεπάζ, αυτό το μοναδικό κράμα ευαισθησίας, φαντασίας και χιούμορ, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προσωπική ιστορία του.
Τη δεκαετία του '70 στο Κεμπέκ, την εποχή δηλαδή που ο καταξιωμένος συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης φοιτούσε στη δραματική σχολή, το θέατρο όχι μόνο δεν ήταν προσιτό στους νεότερους για οικονομικούς λόγους αλλά επίσης «δεν είχε κανένα στίγμα, δεν συνδεόταν με τις ζωές των ανθρώπων... ήταν ήδη κάτι νεκρό». Ο εκκολαπτόμενος καλλιτέχνης βρέθηκε, συνεπώς, να αντλεί πολλή περισσότερη έμπνευση από τις ροκ συναυλίες, τα χορευτικά θεάματα και την performance art που άκμαζε τότε στη γενέτειρά του παρά από τις «κανονικές» παραστάσεις που παρακολουθούσε.
Η θεατρικότητα του εξηντάχρονου σήμερα δημιουργού ήταν επίσης μια αντίδραση στην απομόνωση που αισθανόταν ως κάτοικος του γαλλόφωνου Κεμπέκ, μια εποχή που η ταλαιπωρημένη και διχασμένη καναδική επαρχία αναζητούσε και διεκδικούσε την εθνική και γλωσσική της ταυτότητα. Το θέατρο του Λεπάζ, επιδιώκοντας να υπερβεί αυτή την αίσθηση απομόνωσης, επινόησε μια μέθοδο επικοινωνίας με τους θεατές ανεξαρτήτως γλώσσας. Είναι ένα θέατρο φτιαγμένο για να περιοδεύει ανά τον κόσμο και δικαίως έγινε στην πορεία –από τα μέσα της δεκαετίας του '80, μετά την πρωτοφανή επιτυχία του The Dragon's Trilogy– σταθερό κομμάτι των φεστιβάλ και των πολιτιστικών κέντρων της Αβινιόν, της Νέας Υόρκης, του Τόκιο, του Παρισιού, του Εδιμβούργου, του Σίδνεϊ, του Μοντρεάλ κ.ά.
Ο Λεπάζ επιμένει: το ατομικό είναι συλλογικό και το συλλογικό είναι ατομικό. Αλίμονο αν αρνούμαστε να το συνειδητοποιήσουμε.
Η ευρηματική αφηγηματική μέθοδος του Λεπάζ δεν βασίζεται αποκλειστικά στον λόγο, αν και τον αγαπά ιδιαίτερα, όπως μαρτυρά το πάθος με το οποίο απαγγέλλει το περίφημο ποίημα διαμαρτυρίας «Speak White» της Michèle Lalonde, στο τέλος της παράστασης «887» που παρακολουθήσαμε στη Στέγη. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας αλλά και με τη χρήση επιλεγμένων αντικειμένων ο λόγος μετατρέπεται σε εικαστικό σύμπαν, ένα κουτί θησαυρών που αλλάζει σχήματα και χρώματα, σαγηνεύοντας το βλέμμα του παρατηρητή.
Μια πολυκατοικία-κουκλόσπιτο «γεμίζει» με ανθρώπινες φιγούρες, γονείς, παιδιά, σκυλιά, που χοροπηδούν, τρώνε, τσακώνονται ή παίζουν πιάνο και τραγουδούν. Οι παιδικές αναμνήσεις του Λεπάζ δραπετεύουν από τους μαιάνδρους της μνήμης και για δύο ολόκληρες ώρες ζωντανεύουν επί σκηνής με οδηγό τον ίδιο, ιδιαίτερα χαρισματικό στον ρόλο του περφόρμερ- αφηγητή. Το διαμέρισμα όπου μεγάλωσε με τα αδέλφια του, στη λεωφόρο Μάρεϊ 887, οι φασαριόζοι Ιρλανδοί γείτονες, η οικογένεια Γορίλλα που πηδούσε στα έπιπλα, ο τραγουδιστής που έκανε πρόβα, ο μεγάλος Δανός που γάβγιζε ασταμάτητα... «Η πολυκατοικία όπου ζούσα με την οικογένειά μου από το 1960 ως το 1970 ήταν πράγματι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του Κεμπέκ εκείνης της εποχής, με 80% γαλλόφωνους και 20% αγγλόφωνους, ελάχιστους ακόμη μετανάστες, με δεξιούς όσο και αριστερούς» εξηγεί ο ίδιος. Τα φώτα του ταξί που οδηγούσε ο πατέρας του ανάβουν εκτυφλωτικά κάθε φορά που τον θυμάται.
Πώς λειτουργεί η ατομική μνήμη; Υπάρχουν νόμοι που διέπουν τη λειτουργία της ή μήπως υπόκειται στο χάος, σε ανεξέλεγκτες δυνάμεις που δρουν από το ασυνείδητο; Με αφορμή την αγωνία του να απομνημονεύσει το προαναφερθέν μακροσκελές ποίημα για να το παρουσιάσει ενώπιον κοινού σε μια επετειακή εκδήλωση, ο Λεπάζ αναζητά απαντήσεις. Επιδιώκοντας την τάξη, αγκαλιάζει συνειδητά μια αναζωογονητική αταξία, παίζοντας με τις κλίμακες και τις λέξεις, συνθέτει τη δική του ποιητική.
Το υλικό που αντλεί από την αυτοβιογραφία του συνδιαλέγεται με το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής: η ιστορία συναντά την Ιστορία, και οι δυο μαζί αποκτούν νόημα στο δικό μας εδώ και τώρα. Τα παράθυρα της πολυκατοικίας μετατρέπονται αίφνης σε τοσοδούλες ασπρόμαυρες τηλεοπτικές οθόνες που μεταδίδουν το μανιφέστο του Απελευθερωτικού Μετώπου του Κεμπέκ, μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που ευθυνόταν για δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις από το 1963 ως το 1970, όπως και για τη δολοφονία του υπουργού Εργασίας Πιερ Λαπόρτ.
Τι θυμάται και τι επιλέγει να απωθήσει ένας λαός; Πόσοι θυμούνται τον «αποκεφαλισμό» του αγάλματος της βασίλισσας Βικτωρίας το 1963 από δυναμίτη που τοποθέτησε η ίδια οργάνωση; Πώς τιμάμε τη μνήμη των ανθρώπων που πρόσφεραν στον πολιτισμό; Ο Λεπάζ διψά να μάθει τι θα λένε γι' αυτόν, όταν πεθάνει. Διαβάζει όλος περιέργεια τη νεκρολογία του, που του τη δίνει στα κρυφά ένας φίλος δημοσιογράφος. Η ανάγνωση του μειωτικού κειμένου τον πληγώνει βαθιά. «Μ' ενδιαφέρει να μάθω πώς θα με θυμούνται οι άλλοι, όταν δεν θα είμαι πια εδώ. Αυτό συνειδητοποιώ, που να με πάρει! Λυπάμαι, αλλά έχει σημασία τι ίχνη αφήνεις πίσω σου...» διαμαρτύρεται.
Οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχνούν πολύ εύκολα ό,τι θεωρούν πως δεν τους αφορά. Ο Λεπάζ όμως αδυνατεί να λησμονήσει τις προσβολές που υφίσταντο παλαιότερα οι γαλλόφωνοι κάτοικοι του Κεμπέκ, όποτε μιλούσαν δημοσίως τη γλώσσα τους, ενώ βρίσκονταν υπό βρετανικό ζυγό. «Μιλήστε σαν λευκοί» («speak white») τους έλεγαν οι ιθύνοντες, εννοώντας «μιλήστε αγγλικά, μην είστε ζώα» – την ίδια ακριβώς φράση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν ως διαταγή προς τους σκλάβους στις φυτείες του Νότου, για να μιλούν τη γλώσσα των λευκών αφεντικών τους. Ο Λεπάζ επιμένει: το ατομικό είναι συλλογικό και το συλλογικό είναι ατομικό. Αλίμονο αν αρνούμαστε να το συνειδητοποιήσουμε. Η μνήμη δεν συνιστά απλώς μια λειτουργία απαραίτητη για την επιβίωση, τη μάθηση ή τη συναισθηματική μας ανάπτυξη. Συνιστά ταυτόχρονα και καθήκον μας απέναντι σε όσους αγωνίστηκαν και υπέφεραν, διεκδικώντας έναν πιο δίκαιο κόσμο.
Μια αίσθηση διαρκούς μεταμόρφωσης διατρέχει το «887»: οι τοίχοι ανοίγουν, το εξωτερικό μετατρέπεται σε εσωτερικό, τα σύνορα του χρόνου και του χώρου καταργούνται, σχεδόν όπως το οραματιζόταν ο Στρίντμπεργκ στο Ονειρόδραμά του. Η ευελιξία της υψηλής τεχνολογίας συνδυάζεται με τη γλυκύτητα μιας ταπεινής μινιατούρας. Όλα είναι πιθανά, οι κανόνες αναιρούνται. Σταθερή μένει μονάχα η συνείδηση του αφηγητή, που φλέγεται να πει την αλήθεια, να αντισταθεί στον χρόνο, να αφήσει πίσω της ίχνη καθαρά. Το τελευταίο πράγμα που βασανίζει τον Άμλετ προτού ξεψυχήσει είναι αν ο Οράτιος θα φροντίσει για την υστεροφημία του: «Αν μ' είχες στην καρδιά σου, μείνε ακόμα/ μην προσχωρείς στη γλύκα του θανάτου/ και τον σκληρό αέρα αυτού του κόσμου/ ανάσαινε με πόνο για να λες την ιστορία μου» παρακαλά τον επιστήθιο φίλο του (μετάφραση Διον. Καψάλη).
Ο Λεπάζ επιθυμεί το ίδιο κι αυτός. Το θέατρό του μας ανοίγει μια πόρτα προς την ψυχή του: με τρυφερότητα, με χιούμορ, με ευφυΐα, μας συγκινεί ξανά και ξανά. Πεισματικά αντιστέκεται στα θεατρικά στερεότυπα, στις εύκολες φόρμες, στις παγιωμένες προσδοκίες. Εφευρίσκει δικές του παραμέτρους, χτίζει πάνω σε όσα τον αφορούν, τα αποτυπώνει με τη φαντασία ενός παιδιού και τις γνώσεις ενός «μεγάλου».
Ένα αόρατο κείμενο διατρέχει την παράσταση. Μια εξαίσια ρευστότητα μας παρασύρει. Δεν είμαστε ποτέ βέβαιοι τι θα ακολουθήσει από το ένα λεπτό στο άλλο. Σίγουρα, όμως, ξέρουμε πως δεν είμαστε μόνοι: «Nous savons que nous ne sommes pas seuls» όπως λέει και η Lalonde.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0