Το κτίριο είχε οκτώ διαμερίσματα και δεκάδες παράθυρα. Βρισκόταν στη λεωφόρο Μάρεϊ στην πόλη του Κεμπέκ, μια εποχή που ο φανατισμός στην κοινωνία έκοβε τους ανθρώπους στα δύο. Οι ένοικοί του ήταν τύποι που μπορούσες να αγαπήσεις, αλλά και να διαγράψεις με την ίδια ευκολία. Στην είσοδο υπήρχε σχεδόν πάντοτε παρατημένο ένα ποδήλατο και το ταμπελάκι από πάνω έγραφε τον αριθμό 887. Σε ένα από τα διαμερίσματα μεγάλωνε ένα ντροπαλό και μανιοκαταθλιπτικό αγόρι που πολλά χρόνια μετά θα μεταμορφωνόταν σε έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες των τελευταίων ετών.
Ο Ρομπέρ Λεπάζ, πριν συμπληρώσει τα 60 του χρόνια, αποφάσισε πως ήρθε η στιγμή να κρυφοκοιτάξει τη ζωή του από την κλειδαρότρυπα. Τοποθέτησε στη σκηνή ένα πολυμορφικό περιστρεφόμενο κουκλόσπιτο, ομοίωμα της πολυκατοικίας στην οποία μεγάλωσε, και γύρω από αυτό άρχισε ολομόναχος να ξεφυλλίζει αναμνήσεις. Ο μέγας Καναδός δημιουργός επιστρέφει με την ομάδα του Ex Machina στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση (24-27 Οκτωβρίου) με το πιο αυτοβιογραφικό σόλο της ζωής του, το «887».
«Η αρχική σκέψη ήταν να κάνω μια παράσταση για τη μνήμη και τον τρόπο που αυτή αλλάζει στο πέρασμα των ετών», λέει ο χαρισματικός μαέστρος του σύγχρονου multimedia θεάτρου που ξέρει καλά πως το πεδίο όπου μεγαλουργεί είναι αυτό στο οποίο ο ρεαλισμός συναντιέται με την ποίηση. «Δουλεύοντας πάνω σε αυτή την ιδέα, διαπίστωσα ότι οι παλιές μου αναμνήσεις ήταν αρκετά επίμονες και σίγουρα πολύ καλύτερες από τις πρόσφατες. Είναι απίθανο, αλλά όσο μεγαλώνουμε μπορεί να ξεχνάμε τι συνέβη ή τι φάγαμε χθες, θυμόμαστε όμως μια χαρά την παιδική μας ηλικία. Κι όταν λέμε ότι αρχίζουμε να έχουμε απώλεια μνήμης εννοούμε ότι ξεχνάμε τα πολύ πρόσφατα γεγονότα. Χάνουμε το παρόν, αλλά όχι το παρελθόν».
Έμοιαζε με συνεδρίες όλη αυτή η διαδικασία επιστροφής στο παρελθόν. Κατανόησα ανθρώπους, συγχώρησα συμπεριφορές, είδα πράγματα με τη ματιά των ενηλίκων, έβαλα στην άκρη πράγματα όσα έκαναν ή δεν είχαν κάνει και με βάραιναν.
Για να ολοκληρώσει την παράσταση (που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Τορόντο το 2015) χρειάστηκε να ερευνήσει, να επιστρατεύσει ντοκουμέντα, να θυμηθεί τις κοινωνικοπολιτικές αναταραχές της εποχής του, να συγχωρέσει, να σκαλίσει όσα για χρόνια καταχώνιαζε στα συρτάρια του παιδικού του δωματίου και κυρίως να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο όσα έθαβε βαθιά στη μνήμη του.
Μέσα από μια διαδικασία που θυμίζει ψυχαναλυτική διαδρομή κατάφερε τελικά να σταθεί ολομόναχος στη σκηνή και να δημιουργήσει ένα σόλο λυρικό και στοχαστικό, ενίοτε παιγνιώδες, αλλά κυρίως μελαγχολικό, που μοιάζει να αποθεώνει μια διάσημη ρήση του Γάλλου φιλοσόφου Roland Barthes: «Η μόνη μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία».
— Όταν τελικά καταφέρατε να συλλέξετε το υλικό σας, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που κρατήσατε σημείωση να βάλετε στην παράσταση;
Δεν γράφω σε χαρτί γιατί θυμάμαι. Συνήθως αυτοσχεδιάζω και σκαρφίζομαι διάφορα στην πορεία. Έκανα ένα πρώτο τεστ σε ένα συνέδριο όπου με είχαν καλέσει να μιλήσω για τον εαυτό μου. Ετοιμάζοντας την ομιλία, διαπίστωσα ότι επί δύο ώρες θυμόμουν απίθανα πράγματα. Συνειδητοποίησα ότι υπάρχει πολύ ψωμί στην υπόθεση. Η πρώτη και πιο σημαντική αναφορά ήταν το κτίριο, γι' αυτό και σχεδίασα αμέσως μια μικρογραφία του –θα τη δείτε στη σκηνή– με τα οκτώ διαμερίσματα. Όσοι ζούσαν μέσα σε αυτά, η ιστορία τους, περιστρέφονται γύρω από την ερμηνεία μου σαν πλανήτες.
— Ποια θέματα θέλατε να θίξετε;
Για κάποιον λόγο, με ενδιέφερε να ξεκινήσω από την κατάσταση εκτός σπιτιού και να μιλήσω για τη δεκαετία του '60 και τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που απασχολούσαν την περιοχή μου. Τότε, φυσικά, δεν είχα γνώμη για τη διαμάχη σχετικά με την ανεξαρτησία του Κεμπέκ, αλλά είχα πολλές απορίες που τελικά έλυσα σήμερα. Ο τρόπος που καταλαβαίνει κανείς τον κόσμο περνά πάντα από αυτό που συμβαίνει ακούσια δίπλα του. Τα παιδιά μπορεί να μην έχουν άποψη, αλλά είναι οι πιο καλοί μάρτυρες.
— Εκτός από καλός παρατηρητής, πώς ήσασταν πιτσιρικάς;
Μικρός ήμουν πολύ θλιμμένος, ντροπαλός και συγχρόνως ενθουσιώδης. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με τέσσερα αδέρφια και νομίζω πως ο κοντινότερός μου άνθρωπος ήταν η μικρή μου αδερφή, η Μελίντα. Είχαμε έναν χρόνο διαφορά και εκτός από σπουδαία παρέα, ήταν εκείνη με την οποία παρατηρούσαμε τα ίδια πράγματα. Οι άνθρωποι, για να ταιριάξουν, χρειάζεται να έχουν την ίδια ματιά. Στην παράσταση τη μνημονεύω πολύ συχνά, θα δείτε. Τα άλλα δύο αδέρφια ήταν ήδη στην εφηβεία και σε άλλες αναζητήσεις. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ αστεία γυναίκα που διηγούνταν τις πιο ωραίες ιστορίες. Νομίζω πως την ικανότητα να σκαρώνω παραμύθια την πήρα από εκείνη. Ο μπαμπάς ήταν οδηγός ταξί, δούλευε ατελείωτες ώρες, ήταν πολύ ήσυχος και έχασε ένα κομμάτι από το μεγάλωμά μας γιατί απουσίαζε συχνά. Κάποτε θεωρούσα ότι δεν κληρονόμησα κανένα χάρισμα από εκείνον. Ωστόσο, φτιάχνοντας αυτή την παράσταση, συνειδητοποίησα πόσο πολλά πράγματα σου δίνει κάποιος, ακόμα κι όταν είναι απών. Τόσο, που σχεδόν είναι εκείνος πια ο πρωταγωνιστής του «887».
— Ο Ναπολέων Βοναπάρτης έλεγε συχνά ότι πρέπει να συγχωρούμε.
Κι εγώ αυτό έκανα δουλεύοντας το «887». Συγχώρησα πολλούς και για πολλά. Έμοιαζε με συνεδρίες όλη αυτή η διαδικασία επιστροφής στο παρελθόν. Κατανόησα ανθρώπους, συγχώρησα συμπεριφορές, είδα πράγματα με τη ματιά των ενηλίκων, έβαλα στην άκρη πράγματα όσα έκαναν ή δεν είχαν κάνει και με βάραιναν. Από την άλλη, τίποτε απ' όλα αυτά δεν έχει νόημα αν δεν βάλεις και τον εαυτό σου σε αυτήν τη διαδικασία. Πρέπει να εξετάζουμε τον εαυτό μας, να βλέπουμε σε ποιες περιπτώσεις η κρίση μας ήταν εσφαλμένη. Κι εγώ, μικρός, ήμουν αδαής.
— Τελικά, τι είναι δυσκολότερο, να υποδύεσαι στη σκηνή τον εαυτό σου ή κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ;
Νομίζω ότι το να υποδύεσαι τον εαυτό σου είναι δυσκολότερο και πάνω και κάτω από τη σκηνή. Η διαδικασία της έκθεσης, κακά τα ψέματα, έχει κάτι ταπεινωτικό. Όταν ερμηνεύεις κάποιον άλλον, παραμυθιάζεσαι ότι κρύβεσαι πίσω του. Μπορεί σε όλους τους ρόλους να προσθέτει κανείς προσωπικές εμπειρίες, αλλά πάντα κυριαρχεί η ψευδαίσθηση ότι μιλάς για κάποιον άλλο.
— Τι σημαίνει ο όρος auto-fiction που χρησιμοποιείτε για το «887»;
Είναι ο τρόπος που διάλεξα να πω την ιστορία μου: διηγούμαι αληθινά γεγονότα με πρόσωπα που όντως υπήρξαν, αλλά ο τρόπος που τα λέω ενέχει στοιχεία μυθοπλασίας. Λίγο σαν να κλέβω. Σαν να παρουσιάζω τη δική μου ερμηνεία. Νομίζω έτσι δουλεύει γενικά η μνήμη μας. Ανεξάρτητα από την αληθινή διάσταση ενός βιώματος, τη βαρύτητα θα τη δίνει πάντα η προσωπική ερμηνεία.
— Έτσι όμως δεν κινδυνεύουμε να εξιδανικεύσουμε κάτι;
Ναι, φυσικά, γιατί όταν κάτι το αφήνεις για καιρό στην άκρη, στο τέλος δεν είσαι καν σίγουρος αν τελικά συνέβη στ' αλήθεια.
— Στην παράσταση σχολιάζετε επίσης τις ταραχές της δεκαετίας του '60 και '70, κατά τη διάρκεια των οποίων το Κεμπέκ απαιτούσε την απόσχισή του από τη χώρα.
Ναι, είναι γεγονότα και καταστάσεις που θυμίζουν όσα συμβαίνουν σήμερα στην Καταλονία. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες αλλά και μία βασική διαφορά: η ισπανική κυβέρνηση δεν ήθελε να επιτρέψει το δημοψήφισμα – στον Καναδά υπήρξαν δύο αρνητικά. Το αν συμφωνώ ή όχι με τον διαχωρισμό είναι μια πολύ διαφορετική ιστορία. Αλλά το να απαγορεύεις σε κάποιον να εκφραστεί είναι λάθος τακτική. Απορώ που δεν υπήρξε πιο μαζική κατακραυγή από τους Ευρωπαίους.
— Ας έρθουμε στο σήμερα του Καναδά. Συμπαθείτε τον Τζάστιν Τριντό;
Για μένα, που δεν τον πίστεψα από την αρχή, είναι μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Έχει ενδιαφέρον, μου αρέσει που είναι νέος και παρόλο που ο λόγος του είναι καθαρά φιλελεύθερος, κατάφερε να αλλάξει σε σύντομο χρονικό διάστημα πράγματα που για χρόνια είχαν παγιωθεί από συντηρητικές κυβερνήσεις. Δείχνει να αγαπά την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη και ενισχύει την τέχνη. Ελπίζω να κάνει ως το τέλος αυτά που ονειρεύεται γιατί οι υποσχέσεις του είναι στον σωστό δρόμο.
— Υπάρχει μια φράση του Έλληνα ποιητή Γιώργου Σεφέρη που λέει πως «η μνήμη, όπου κι αν την αγγίξεις, πονεί». Εσείς, μετά από όλο αυτό το ταξίδι στο χθες, τι λέτε;
Συμφωνώ με τον Έλληνα ποιητή!
Ιnfo:
«887»
Ex Machina, Robert Lepage
24-27/10/2017
20:30, Κεντρική Σκηνή, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Λ. Συγγρού 107, Αθήνα
σχόλια