Το να αυτοαποκαλείται κανείς εθισμένος στα social media συνήθως δεν ανησυχεί τους γύρω του. Το ερμηνεύουν ως αστείο και, πολύ συχνά, σκέφτονται πως ως ένα σημείο είναι ψιλοεθισμένοι και αυτοί. Πολλοί μάλιστα είναι εκείνοι που το περιλαμβάνουν χαριτολογώντας και στο σύντομο bio του Facebook ή του Twitter.
Στο μέλλον όμως αντί για αστείο ή καθ΄υπερβολή αυτοκριτική, μπορεί να αναγνωριστεί ως πραγματικό ψυχιατρικό πρόβλημα και να γίνει μία από τις συχνότερες διαγνώσεις στη Γη.
Οι οργανισμοί που είναι αρμόδιοι να αποφασίσουν για το ζήτημα είναι δύο: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση που δεν φημίζονται πάντα για τα γρήγορα αντανακλαστικά τους.
Ενδεικτικό είναι πως μόλις το 2017 ο ΠΟΥ αναγνώρισε τον εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια - ένα πρόβλημα παλιό όσο και οι υπολογιστές, αν όχι παλιότερο, αφού πριν τα οικιακά PC, αμέτρητοι ήταν εκείνοι που δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από τα βιντεοπαιχνίδια στα συνοικιακά κλαμπ και τα «παιχνιδάδικα».
Ο Μαρκ Γκρίφιθς, ένας από τους ερευνητές που ασχολήθηκε με τον εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια για δεκαετίες και συνέβαλε στην αναγνώρισή του από την επιστημονική κοινότητα, έχει τώρα στρέψει την προσοχή του στην συμπεριφορά των χρηστών του Facebook, του Twitter και του Instagram, θέλοντας να καταγράψει τα πιθανά προβλήματα από την «υπερβολική κοινωνική δικτύωση» μέσω ίντερνετ.
«Αν πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι είναι τόσο προσκολλημένοι στα social media ώστε παραμελούν όλα τα υπόλοιπα; Ναι, είναι δυνητικά εθιστικό» εξηγεί.
Το 2011, ο Γκρίφιθς έγραψε την πρώτη επιστημονική μελέτη παγκοσμίως για το ζήτημα, παρατηρώντας πως ο «τεχνολογικός καταναγκασμός» παρουσιάζει όλη τη χαρακτηριστική γκάμα συμπτωματολογίας του εθισμού στο τσιγάρο και το αλκοόλ.
Απότομες αλλαγές στη διάθεση, κοινωνική περιθωριοποίηση, εσωτερικές συγκρούσεις και υποτροπή - όλα είναι εκεί, στη συμπεριφορά των πιο φανατικών χρηστών των social media.
Ο Γκρίφιθς θεωρεί πως ο, αναγνωρισμένος πλέον, εθισμός στα βιντεοπαιχνίδια είναι πιο απλός από τον «ανεπίσημο» για την ώρα εθισμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι εθισμένοι gamers μπορούν, βγαίνοντας από το σπίτι τους, να δουλέψουν και να κοινωνικοποιηθούν χωρίς προβλήματα αλλά οι (φερόμενοι ως) εθισμένοι στα social media παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτά όλες τις ώρες της ημέρας χάρη στα smartphones.
«Ακόμα και αν ορίζαμε ένα χρονικό όριο για το «φυσιολογικό», αυτό δεν θα ήταν αποτελεσματικό για άτομα με πολύ διαφορετικές ζωές: άλλο να έχεις δουλειά και δύο παιδιά και άλλο να είσαι εργένης φοιτητής που μένει στο σπίτι των γονιών του».
Σε ηλεκτρονική δημοσκόπηση του BBC πάντως, το 40% των ερωτηθέντων απάντησαν πως η ενασχόληση με το facebook για δύο ή τρεις ώρες μέσα στην ημέρα ήταν κατά τη γνώμη τους προβληματική.
Όμως σύμφωνα με τα στοιχεία από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, οι περισσότεροι ενεργοί χρήστες ξοδεύουν αθροιστικά (σε Twitter, Facebook και Instagram) τουλάχιστον 2 ώρες ημερησίως σε αυτές, με αρκετούς ειδικούς να φοβούνται πως ο πραγματικός μέσος όρος είναι πολύ υψηλότερος και πέφτει από ψεύτικους, λιγότερο ενεργούς λογαριασμούς.
Πρόσφατη έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέδειξε πως το ένα τρίτο των νέων έως 15 ετών περνά περισσότερες από έξι ώρες κάθε μέρα στο ίντερνετ, χωρίς όμως να παρουσιάζει ανησυχητικές διαταραχές.
Ο χρόνος είναι μόνο ένας από τους παράγοντες και όχι πάντα ενδεικτικός, τονίζουν ο Γκρίφιθς και η Ντάρια Κους, που δημοσίευσαν την «παρθενική» μελέτη για τον πιθανό εθισμό στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης (SNS) το 2011.
Σε μία εποχή που τα social media είναι κομμάτι όχι μόνο της διασκέδασής μας αλλά και της δουλειάς μας, η όποια διάγνωση δεν μπορεί να γίνεται με μοναδικό κριτήριο τον χρόνο - θα πρέπει να εξετάζουμε και το πως χρησιμοποιεί κανείς τα social media.
Οι εξωστρεφείς χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να ενισχύσουν την επικοινωνία τους με άλλους ανθρώπους ενώ οι πιο μοναχικοί για να υπεραναπληρώσουν το κενό - και υπάρχουν τεράστιες διαφορές αναλόγως της κατηγορίας που εμπίπτουν.
Ανεξαρτήτως πάντως κοινωνικότητας, η ενασχόληση με αυτές τις πλατφόρμες συνεπάγεται λιγότερο χρόνο για διά ζώσης επικοινωνία.
Οι χρήστες που μπαίνουν σε Facebook και Instagram για να ξεφύγουν από την πραγματικότητα και για να ξεχαστούν από την κακή τους διάθεση, καταλήγουν συχνά να εξαρτώνται ψυχολογικά από τις σελίδες αυτές, λέει ο Γκρίφιθς.
Μεγάλη έρευνα του 2017 άλλωστε, συνέδεε την εξάρτηση από τα social media με το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, τα μικρομεσαία εισοδήματα και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Μπορείς να αντέξεις μακριά από το κινητό σου;
Ενδεικτικό είναι και το πώς αντιδρά κανείς στο ενδεχόμενο να στερηθεί για μερικές ώρες ή ημέρες αυτές τις πλατφόρμες.
Το αντιμετωπίζει με ψυχραιμία ή με άγχος; Είναι αδιάφορος ή παρουσιάζει κρίσεις πανικού;
Ο εθισμός στα smartphone φαίνεται πάντως πως είναι αλληλένδετος και συχνά ενδεικτικός. Ένας άνθρωπος που φοβάται να κάτσει ακόμα και σε διαφορετικό δωμάτιο από το κινητό του τηλέφωνο παρουσιάζει μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι εθισμένος.
Η Έιμι Όμπερν, ερευνήτρια - ψυχολόγος του πανεπιστημίου της Οξφόρδης με ειδίκευση στα social media, διστάζει να μιλήσει για κανονικό εθισμό.
«Τα στοιχεία είναι ακόμα τόσο περιορισμένα που είναι δύσκολο να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα για την γενική επίδραση των σελίδων αυτών. Μπορεί να είναι αρνητική ή θετική, όπως κάθε τι άλλο. Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε ως παθολογικές όλες τις συστηματικές συμπεριφορές».
Μελέτη του πανεπιστημίου της Οτάβα υπογράμμιζε το 2015 πως οι νέοι που περνούν αθροιστικά περισσότερες από δύο ώρες την ημέρα στα social media, είναι πιθανότερο να παρουσιάζουν κάποιο - έστω και ήπιο - ψυχικό νόσημα.
Άλλη έρευνα πάνω σε 2000 χρήστες, που δημοσιεύθηκε το 2016 στο περιοδικό Preventive Medicine, συνέδεε εμφατικά την υπερβολική χρήση των social media με τα πρώιμα συμπτώματα της κατάθλιψης.
Αρκετοί είναι και οι ψυχολόγοι που προτείνουν μία ενδιάμεση θεωρία: η συχνή είσοδος στο Facebook, το Twitter και το Instagram δεν είναι απαραίτητα ανησυχητική και ενδεχομένως να είναι δείγμα μίας, κατά τα άλλα, εύκολης ζωής, αλλά αν ξεπεράσει κάποιο εύλογο όριο, τότε πιθανώς γίνεται προβληματική.
«Υπάρχει ένα σημείο καμπής. Ως εκείνο η ενασχόληση με τα social media δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως αρχίσουμε να μιλάμε για 5,6 και 7 ώρες καθημερινής ενασχόλησης τότε, ναι, έχουμε να κάνουμε με διασπαστική συμπεριφορά», λέει ο Άντριου Μπριμπίλσκι, επίσης ερευνητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Ο Γκρίφιθς προτείνει την ενημέρωση των χρηστών που «το παρακάνουν», όπως γίνεται στις ιστοσελίδες στοιχημάτων. Όταν κάποιος επιχειρεί να ποντάρει πολύ μεγάλα ποσά, ένα απρόσωπο και ευγενικό μήνυμα τον ενημερώνει για τα στοιχήματά του συγκριτικά με τον μέσο όρο: «Παρατηρήσαμε ότι σήμερα ποντάρατε το Χ ποσό, που είναι 10 φορές υψηλότερο από το μέσο ποντάρισμα των μελών μας».
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνεται και στα social media. «Χωρίς επίθετα και χαρακτηρισμούς, χωρίς καλό ή κακό», λέει ο Γκρίφιθ. «Απλώς και μόνο για να ξέρουν την απόκλιση τους από το συνηθισμένο».
Ένας έφηβος που ξοδεύει όλη τη μέρα του στο Facebook ή στο Instagram μπορεί να μην το σκέφτεται αλλά αν στις τρεις τα ξημερώματα λάβει ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα που θα τον ενημερώνει ότι μόλις το 3% των συνομηλίκων του είναι συνδεδεμένοι αυτή την ώρα, μπορεί και να το ξανασκεφτεί.
Με πληροφορίες από BBC και Preventive Medicine