Είναι ένας ζωγράφος που μ' αρέσει πολύ. Όμως το βιογραφικό στο σάιτ του είναι αρκετά λιτό, και πέρα απ' την αναφορά των εκθέσεών του γράφει απλώς: «Γεννήθηκε το 1975 στη Μυτιλήνη.
Φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο Εργαστήριο του Χρόνη Μπότσογλου / Β" Εργαστήριο Ζωγραφικής. Αποφοίτησε το 2004.» Αποφάσισα να μάθω περισσότερα.
— Πώς ήσουν σαν παιδί; Ποια ήταν η σχέση σου με τη ζωγραφική;
Όπως κάθε παιδί που μεγάλωνε στην Αθήνα τη δεκαετία του '80. Στο σχολείο είχα τρεις- τέσσερις καλούς φίλους. Στα διαλείμματα παίζαμε ποδόσφαιρο με μπαλάκια του τένις ή ακόμα και με πλαστικά μπουκάλια γιατί, για έναν άγνωστο λόγο, σπάνια μας αφήναν να παίζουμε με κανονικές μπάλες.
Είχαμε και βιντεολέσχη, κάθε Παρασκευή απόγευμα μαζευόμασταν στο σπίτι κάποιου απ' τους «προνομιούχους» φίλους μας που είχε συσκευή βίντεο και είχε γράψει όλα τα επεισόδια απ' τον «Ιππότη της Ασφάλτου» ή τους «Ντιουκς» και βλέπαμε με τις ώρες τρώγοντας σπιτικά ποπ κορν.
Μετά στο σχολείο, εν ώρα διαλείμματος, μοιράζαμε τους ρόλους και αναπαριστούσαμε τα επεισόδια ολόκληρα. Με κάνα δύο απ αυτούς τους φίλους παίζαμε και Καραγκιόζη, με μπερντέ και λαμπάκια, σαν κανονικοί καραγκιοζοπαίχτες δηλαδή. Περνούσα, όμως, πολύ καλά και μόνος μου· άκουγα πολλή μουσική, είχα αρκετές κασέτες, Beatles απ τους γονείς μου αλλά και Duran Duran και πέρναγα ατέλειωτες ώρες στο πάτωμα, στη μοκέτα, ζωγραφίζοντας σε κόλες Α4, χωρίς χρώμα, μόνο με ένα μπλε στυλό Bic. Έφτιαχνα ιστορίες επηρεασμένος απ' ό,τι έβλεπα ή άκουγα...
— Πότε κατάλαβες ότι ήθελες να ασχοληθείς σοβαρά με την τέχνη;
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζωγράφιζα. Έχω μεγαλώσει σε «καλλιτεχνική» οικογένεια, πατέρας μου είναι ο ζωγράφος Άγγελος Ραζής, έτσι λοιπόν στο σπίτι μας η τέχνη υπήρχε πάντα, διακριτικά όμως, ως κάτι το φυσικό και καθημερινό όπως το μαγείρεμα, το ραδιόφωνο ή η τηλεόραση, κι όχι ως κάτι εξεζητημένο. Άργησα, όμως, πολύ ν' ασχοληθώ σοβαρά με τη ζωγραφική και κυρίως να μάθω να εκφράζομαι μέσα απ' αυτήν. Ίσως ακόμα και μετά τις σπουδές μου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Ως ζωγράφος θέλω να μπορώ να κάνω έργα με πρωτοτυπία και μαστοριά, αλλά που να συγκινούν τους άλλους. Έτσι δεν ήταν πάντα; Αυτό, βέβαια, είναι και το πιο δύσκολο. Νομίζω πως όταν χαθεί αυτή η πολύτιμη ισορροπία των παραπάνω στοιχείων, το έργο θα είναι κακής ποιότητας.
— Πώς ήταν η εμπειρία στην ΑΣΚΤ;
Η γενιά μου είναι κάπως τυχερή σ' αυτό το κομμάτι, γιατί πρόλαβε και το παλιό και το καινούργιο. Η σχολή μας εκείνη την περίοδο (μέσα δεκαετίας'90) άλλαζε, ακόμη και το κτήριο άλλαξε, μετακόμισε απ' το Πολυτεχνείο στην Πειραιώς. Έτσι οι παλαιότεροι δάσκαλοι συνυπήρχαν με τους κάπως νεώτερους. Επομένως μπορούσες να διαλέξεις τον πιο «παλιό» τρόπο, με το τελάρο, το γυμνό μοντέλο, τις γερές βάσεις που τόσο μας λείπουν πια δυστυχώς, ή τα «καινούργια μέσα» που ειδικά εκείνη την περίοδο, στην Ελλάδα, ήταν κάτι σαν μόδα. Κυρίως, όμως, έκανα λίγους αλλά σταθερούς φίλους με τους οποίους έχω ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, βαθιά σχέση.
— Πώς θα περιέγραφες τη ζωγραφική σου;
Παραδοσιακή, αλλά και με σύγχρονες ανησυχίες, θέλω να πιστεύω. Για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι νόημα έχει να ορίζουμε πια τα πράγματα ως «παραδοσιακά» ή «σύγχρονα». Πολλοί, ειδικά στην Ελλάδα, στο όνομα μιας κακοχωνεμένης «παράδοσης» ή «πρωτοπορίας» έχουν φτιάξει πολύ μέτρια πράγματα και προκάλεσαν άπειρες παρεξηγήσεις. Εγώ προσπαθώ να επηρεάζομαι απ' το περιβάλλον που ζω, με αυτό το υλικό ξεκινώ πάντα και πάνω εκεί προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι, μια ιστορία ή κάτι τέλος πάντων που να ξεπερνάει την πεζή πραγματικότητα. Ως ζωγράφος θέλω να μπορώ να κάνω έργα με πρωτοτυπία και μαστοριά, αλλά που να συγκινούν τους άλλους. Έτσι δεν ήταν πάντα; Αυτό, βέβαια, είναι και το πιο δύσκολο. Νομίζω πως όταν χαθεί αυτή η πολύτιμη ισορροπία των παραπάνω στοιχείων, το έργο θα είναι κακής ποιότητας.
— Ασχέτως αν σε επηρέασαν, ποιους εικαστικούς εκτιμάς πιο πολύ;
Τον Edward Hopper, επηρεάστηκα πολύ απ' τη δουλειά του, ιδίως στα πρώτα μου έργα. Τον David Hockney επίσης· θαυμάζω πολύ τον διαφορετικό, κάθε φορά, τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνει και αναπτύσσει τα «θέματά» του. Γι' αυτόν σίγουρα η πραγματικότητα δεν είναι στείρα, το αντίθετο θα έλεγα. Τελευταία παρακολουθώ πολύ έναν σύγχρονο Σουηδό, τον Jockum Nordström, ο οποίος δουλεύει με κολάζ. Από Έλληνες μου αρέσει πολύ η ατμόσφαιρα των έργων του Κώστα Παπανικολάου. Τέλος επηρεάζομαι και κυρίως ωθούμαι στο να ξεκινήσω κάτι βλέποντας τα καινούργια έργα των φίλων μου.
— Τι σε εμπνέει για τα έργα σου;
Η ίδια η ζωή, όπως τη ζω κάθε φορά. Τα τελευταία δέκα χρόνια, παράλληλα με τη ζωγραφική μου, διδάσκω το μάθημα των καλλιτεχνικών σε δημόσια σχολεία, κι έτσι ζω κυρίως στην επαρχία· μερικές φορές μου αρέσει αυτό, μου δίνει μια ισορροπία και περισσότερες ευκαιρίες να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου. Άλλωστε με το ίντερνετ παντού πια, μόνο ξεκομμένος δεν νιώθεις. Βέβαια μια μικρή ήσυχη πόλη με τους αργούς ρυθμούς της μπορεί και να σε αποκοιμίσει, αν δεν κάνεις τίποτα. Εκεί, λοιπόν, έχω πολύ περισσότερο χρόνο να παρατηρώ τους ανθρώπους που κάνουν βόλτα στην παραλία ή ακόμα και το πώς πέφτει μια μακριά σκιά επάνω σ' έναν τοίχο το απόγευμα . Απ' αυτά ξεκινώ, φωτογραφίζω, μαζεύω υλικό και φτιάχνω ένα έργο. Παλαιότερα είχα την τάση να προσθέτω σ' ένα έργο συνεχώς καινούργια στοιχεία, από άγχος μήπως αφήσω κενά, τώρα αντίθετα, σε κάτι πανοραμικά τοπία με ανθρώπους που φτιάχνω τελευταία, προσπαθώ να είμαι πιο σαφής, λιτός και πιο οργανωμένος στη σύνθεση, γι' αυτό και κάνω περισσότερα προσχέδια. Συχνά βρίσκω πρώτα τον τίτλο του έργου και πάνω σε αυτόν «κτίζω» το έργο. Μια φορά θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια της «Κρίσης», είχα δει σε μια εφημερίδα και συγκεκριμένα σ' ένα άρθρο που μιλούσε για κάποιους που έχασαν τα λεφτά τους απότομα, τον τίτλο «Βαλτώδεις Πισίνες». Αμέσως ξέχασα το θέμα και κράτησα τον τίτλο, μου φάνηκε πολύ εμπνευστικός για έργο ζωγραφικής. Ίσως το κάνω κάποια στιγμή.
— Εικονογράφησες το νέο εξαιρετικό παιδικό βιβλίο της Αργυρώς Πιπίνη που διάβασα πρόσφατα, το "Μελάκ, μόνος". Θα ήθελες να μου μιλήσεις γι' αυτήν την εικονογράφηση;
Όταν η συγγραφέας Αργυρώ Πιπίνη μου τηλεφώνησε για να μου προτείνει να εικονογραφήσω το βιβλίο της «Μελάκ, μόνος», δέχτηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Μία απ τις δυσκολίες της εικονογράφησης είναι ότι πρέπει ν' ακολουθείς το κείμενο και να βρεις μια φιγούρα για τον κεντρικό ήρωα που να πείθει. Πολλοί ομότεχνοί μου φοβούνται την εικονογράφηση παιδικού βιβλίου, μήπως περιοριστούν ή μήπως γίνουν «εμπορικοί», με την κακή έννοια του όρου. Δεν είναι καθόλου έτσι. Υπάρχουν πια εικονογράφοι παιδικών βιβλίων, όπως ο Oliver Jeffers ή ο Βenji Davies, που η δουλειά τους έχει όλα τα συστατικά της υψηλής τέχνης. Εγώ, απ' την πλευρά μου, το είδα αμέσως σαν μια ευκαιρία να ψάξω να βρω κι άλλες, ανεξερεύνητες, περιοχές μέσα στην ίδια τη ζωγραφική μου. Έψαξα λοιπόν άλλους τρόπους, βρήκα χειροποίητα χαρτιά, δούλεψα με ματιέρες, πειραματίστηκα με τα λαδοπαστέλ, τα μολυβοχρώματα και τις ακουαρέλες, έβαλα για πρώτη φορά στοιχεία κολάζ. Βασικό στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορίας είναι η κίνηση. Δύο αδέρφια δραπετεύουν απ' το σκοτάδι του πολέμου προς ένα ασχημάτιστο, αρχικά, μέλλον. Σταδιακά ο φόβος υποχωρεί και ο προορισμός αποκτά σχήμα και κυρίως φως. Αυτό προσπάθησα να δείξω κι εγώ με τις εικόνες μου. Νιώθω πολύ τυχερός που η πρώτη μου εικονογραφική δουλειά συνέπεσε με το τόσο ιδιαίτερο κείμενο της Αργυρώς Πιπίνη και, φυσικά, το τόσο ωραίο αποτέλεσμα οφείλεται και στις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο που φημίζονται για την ιδιαίτερη ευαισθησία που δείχνουν στο εικαστικό κομμάτι κάθε βιβλίου.
— Επίσης έφτιαξες πρόσφατα το σκίτσο εξωφύλλου ενός άλλου πολύ καλού νέου βιβλίου το οποίο διαβάζω τώρα, ("Bob Dylan, 100 τραγούδια", του Βύρωνα Κριτζά). Τον Ντίλαν τον έχουν σχεδιάσει χιλιάδες καλλιτέχνες. Πώς τον προσέγγισες εσύ;
Μου αρέσουν πολύ οι τραγουδοποιοί, ίσως γιατί ο τρόπος που δουλεύουν είναι παρόμοιος μ' αυτόν του ζωγράφου. Μαζεύουν σιγά-σιγά τραγούδια που συχνά έχουν ένα κοινό θέμα ή μια χαρακτηριστική ατμόσφαιρα και μετά βγάζουν το δίσκο. Τη δουλειά του Dylan την ήξερα αρκετά, έτσι όταν ο Βύρωνας μου ζήτησε να φτιάξω τέσσερα πορτραίτα του σε διαφορετικές ηλικίες και φάσεις της καριέρας του για να «ντύσει» το πρώτο βιβλίο που έβγαλε ως συγγραφέας, δέχτηκα με χαρά. Δύσκολο «θέμα» ο Dylan. Τόσα έχουν ειπωθεί γι' αυτόν, εδώ και παραπάνω από πενήντα χρόνια. Αλλά και η φιγούρα του, όπως είπες κι εσύ, έχει ζωγραφιστεί, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, από πάμπολλους ζωγράφους, εικονογράφους και καρτουνίστες. Εγώ απ' την πλευρά μου τον προσέγγισα όσο πιο απλά μπορούσα, χωρίς περιττές «φιλολογίες».
— Επιμελήθηκες και συνδιοργάνωσες τη θεματική έκθεση «Στο Υπόγειο Νησί του-18 Εικαστικοί για τον Διονύση Σαββόπουλο», που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2014 στη γκαλερί Ζουμπουλάκη. Μίλησέ μου λίγο για την έκθεση. Κι επίσης, αναρωτιέμαι: είδε ποτέ την έκθεση ο ίδιος ο Σαββόπουλος;
Την ιδέα τη σκεφτήκαμε μαζί με το φίλο μου, επίσης ζωγράφο, Στέφανο Ρόκο, που του αρέσει πολύ να συνδέει τα εικαστικά με τη μουσική: Μια έκθεση νεώτερων εικαστικών, γεννημένων απ' τη Μεταπολίτευση και μετά, που να ερμηνεύουν με το δικό τους τρόπο τα τραγούδια του Σαββόπουλου (που τότε έκλεινε τα 70 του χρόνια αλλά και τα 50 στη δισκογραφία), απ' το «Φορτηγό» έως τον «Χρονοποιό». Αποφασίσαμε πως θα ήταν ενδιαφέρον και πρωτότυπο κάτι τέτοιο. Και καθόλου νοσταλγικό, επίσης, γιατί εμείς δεν είμαστε η γενιά που έχει ταυτιστεί με το Σαββόπουλο. Μετά την παρουσιάσαμε σε μερικούς στενούς φίλους. Στην πορεία αποφασίσαμε ότι αυτό δεν πρέπει να μείνει μόνο σ' έναν κλειστό πυρήνα φίλων κι έτσι φτάσαμε στους 18 καλλιτέχνες. Καθένας από μας διάλεξε κάτι που τον συγκινούσε ή τον ενέπνεε: έναν στίχο, ένα τραγούδι, έναν δίσκο ή μια συγκεκριμένη περίοδο του αγαπημένου τραγουδοποιού. Υπήρχαν στην έκθεση έργα διάφορων μορφών και τεχνοτροπιών: Έργα σε καμβά, έργα σε χαρτί, εκτυπώσεις, κατασκευές στο χώρο κ.λπ . Νομίζω πως γενικά είχε επιτυχία, ακούστηκε βέβαια και το ότι δεν ήταν αρκετά «σαββοπουλικά» τα έργα, αλλά αυτό το επιδιώξαμε, ο ίδιος ο Σαββόπουλος ανταποκρίθηκε με θέρμη, και η έκθεση έκλεισε με μια μίνι συναυλία του στο χώρο της γκαλερί, την ημέρα των 70ων γενεθλίων του ειδικά για μας.
— Εδώ και καιρό, στη σύγχρονη τέχνη η ζωγραφική είναι κάπως "εκτός μόδας". Εσύ επιλέγεις όμως τη γνωστή, καλή ζωγραφική χωρίς ακραίους τεχνολογικούς ή εννοιολογικούς πειραματισμούς. Τι σε τραβάει προς τα εκεί;
Δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια. Κάποια πράγματα που αγαπάς τα θεωρείς τόσο φυσικά που δεν μπορείς ή μάλλον δεν θες να τα ερμηνεύεις. Δεν νιώθω ότι υπερασπίζομαι κάποιο «στρατόπεδο» στην τέχνη, είναι κι αυτό μια νοοτροπία ξεπερασμένη. Απλώς τώρα εκφράζομαι έτσι, και μου αρκεί. Αλλά πού ξέρεις, μπορεί στα ογδόντα τόσα μου, όταν οι άλλοι θα συνταξιοδοτούνται, να ξυπνήσω και ν' αρχίσω κι εγώ τους ακραίους τεχνολογικούς και εννοιολογικούς πειραματισμούς...
Ο ζωγράφος Αχιλλέας Ραζής μιλάει για το βιβλίο ΜΕΛΑΚ, ΜΟΝΟΣ, την πρώτη του εικονογραφική δουλειά και το πώς μεταφέρει στο χαρτί την οδύσσεια ενός μικρού πρόσφυγα από τη Συρία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2017.