Θυμάται τον εαυτό του να συνδυάζει πάντα τάσεις και καταστάσεις. Με μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Έλληνα, έπρεπε συνεχώς να ισορροπεί μεταξύ των δύο χωρών. Πλέον, από συναυλία σε στάδιο και από στούντιο σε κάθε λογής μέγαρα μουσικής, διακτινίζεται από χώρα σε χώρα (Αμερική, Καναδάς, Ευρώπη και Αυστραλία), κάνοντας αυτό που ελάχιστοι έχουν καταφέρει μέχρι τα 35 τους χρόνια: διεθνή καριέρα. Η συμπεριφορά του μαρτυρά πως ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται, ενώ τον διακρίνει χαρακτηριστική ταπεινότητα και ποιότητα σπάνια στις μέρες μας.
Ο Γιώργος Περρής συμπράττει με τον εμβληματικό συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής Michel Legrand σε μια «συνάντηση γενεών». Έχουν προηγηθεί δύο συναυλίες τους στη Ρωσία το 2016.
Θυμάται, όμως, μια περίοδο, κατά την οποία του ασκούσαν από παντού σκληρή κριτική και δυσκολευόταν να διαχειριστεί την κατάσταση... «Κάποια στιγμή, από τον πολύ θόρυβο ένιωσα ότι... είχα χάσει το κλειδί της πόρτας. Ένιωθα ότι είχα ένα πολύ ωραίο σπίτι μπροστά μου, δικό μου, αλλά δεν μπορούσα να μπω μέσα. Είχα χάσει την πίστη στην προσωπική μου αξία».
Έχοντας συνεργαστεί τα τελευταία χρόνια με σημαντικούς παραγωγούς της αμερικανικής και όχι μόνο δισκογραφίας και με διεθνώς καταξιωμένα ονόματα, όπως η Lara Fabian και η Deborah Myers, στην Ελλάδα έχει συνυπάρξει, μεταξύ άλλων, με τους Μίμη Πλέσσα, Γιάννη Σπανό, Άλκηστη Πρωτοψάλτη, Ελένη Βιτάλη, Μάριο Φραγκούλη, Ελένη Δήμου και Στέφανο Κορκολή. Το φθινόπωρο κυκλοφορεί ο επόμενος ελληνικός δίσκος του διά χειρός Ευανθίας Ρεμπούτσικα, σε στίχους και Λίνας Νικολακοπούλου.
Τον ρωτώ αν, ζώντας και δουλεύοντας σε μια δισκογραφική αγορά που πολλοί βλέπουν από μακριά και θεωρούν απροσπέλαστη, βιώνει τις ιδανικές συνθήκες. Με διαψεύδει. «Αν δεν λέγεσαι Beyoncé, Adele ή Sam Smith, τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Η κρίση που ήρθε στην Ελλάδα πριν από περίπου οκτώ χρόνια έχει χτυπήσει και τις δικές τους χώρες βέβαια, αλλά τα budgets που διατίθενται σε αυτές ξεπερνούν κατά πολύ τα ελληνικά. Ξαφνικά, έχει έρθει μια ψύχρα, ένας πανικός».
Βίωσε τη λεγόμενη «καλή περίοδο» με την παραγωγή του προηγούμενου άλμπουμ του. Αν και έχει αλλάξει το τοπίο, τονίζει ότι αυτό που ακόμα υπάρχει στην αγορά του εξωτερικού, που εμείς για κάποιον λόγο στην Ελλάδα δείχνουμε να έχουμε χάσει σε συλλογικό επίπεδο, είναι η σωστή οργάνωση.
«Τα πράγματα γίνονται πολύ πιο ψύχραιμα, δίνεται χρόνος κι έτσι μπορεί να καλυφθεί το λάθος που μπορεί να συμβεί. Αν κάτι πάει στραβά, μπορεί να διορθωθεί. Με λίγα λόγια, υπάρχει χρονική άνεση, οπότε δεν γίνονται κινήσεις πανικού. Αυτό, ναι, το βιώνω και είμαι πολύ ευγνώμων».
Ο Γιώργος παρατηρεί ότι οι μηχανισμοί είναι πιο σκληροί, με την έννοια ότι οι καλλιτέχνες αντιμετωπίζονται ξεκάθαρα ως προϊόντα. «Οτιδήποτε δεν αρέσει θα ειπωθεί στον καλλιτέχνη κατάμουτρα. Και, σε ό,τι με αφορά, είναι κάτι που με δυσκόλεψε».
Θυμάται, όμως, μια περίοδο, κατά την οποία του ασκούσαν από παντού σκληρή κριτική και δυσκολευόταν να διαχειριστεί την κατάσταση. «Πρόκειται για μια κακή συγκυρία, γιατί μου συνέβαινε παράλληλα εντός και εκτός Ελλάδας. Εδώ άκουγα από παντού ότι είμαι μια ρεπλίκα του Μάριου Φραγκούλη, ότι επιλέγω τα τραγούδια που ερμηνεύει εκείνος.
Εκτός Ελλάδας άκουγα ότι είμαι πολύ κοντός, πολύ μεσογειακός, περισσότερο απ' όσο πρέπει παθιασμένος και άλλα τέτοια. Κάποια στιγμή, από τον πολύ θόρυβο ένιωσα ότι είχα χάσει το κλειδί της πόρτας. Ένιωθα ότι είχα ένα πολύ ωραίο σπίτι μπροστά μου, δικό μου, αλλά δεν μπορούσα να μπω μέσα. Είχα χάσει την πίστη στην προσωπική μου αξία.
»Πέρασα μια περίοδο σιωπής, που όμως έσπασε με το που ξεκίνησα να δουλεύω τον επόμενο αγγλικό δίσκο μου, τραγούδια του οποίου αποφάσισα να γράψω ο ίδιος, γιατί είχα πολλά να πω. Γράφοντας από κοινού με τους Αμερικανούς παραγωγούς τα κομμάτια αυτά, έβγαζα ένα-ένα τα δικά μου κομμάτια κάθε φορά που έμπαινα στο στούντιο. Έτσι, κατάφερα να βρω λίγο-λίγο αυτό που είχα χάσει».
Αναφέρει ότι οι καλλιτέχνες ειδικά, λόγω ευαισθησίας, δεν έχουν την ετοιμότητα να αμύνονται ανά πάσα στιγμή ενάντια στην αδυσώπητη κριτική που τους γίνεται.
«Φυσικά, όλο αυτό είναι μοιραία μέρος του πακέτου της δουλειάς αυτής και, αφού την επιλέγεις, πρέπει να το περιμένεις, να το υπομείνεις και να βρεις τρόπο να το διαχειριστείς. Πλέον θεωρώ ότι είμαι πολύ προστατευμένος, κρατώντας τις απαραίτητες αποστάσεις».
Από μικρός έβλεπε τον εαυτό του να μη χωράει σε έναν μόνο τόπο, να θέλει να επικοινωνήσει με τον κόσμο, ανά τον κόσμο.
«Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στην Ελλάδα. Επειδή έχω μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Έλληνα, μεγάλωσα από μικρός ανάμεσα σε αυτούς τους πολιτισμούς, παίρνοντας στοιχεία και από τους δύο. Ταυτόχρονα, μεγάλωσα ξέροντας ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος εκτός Ελλάδας που ήθελα να ανακαλύψω. Ένας κόσμος που τον παρατηρούσα και τον ονειρευόμουν.
Πάντα ήθελα να ταξιδέψω και να τραγουδήσω σε διάφορες γλώσσες, ονειρευόμουν αυτό που λέμε διεθνή καριέρα. Βέβαια, δεν είχα ιδέα τι σήμαινε αυτό τότε και πόσο έπρεπε να παλέψω γι' αυτό».
Αρκετοί στην Ελλάδα θυμούνται τον Γιώργο από τα πρώτα του επαγγελματικά μουσικά βήματα, που έγιναν πριν από περισσότερο από δέκα χρόνια. Τι προέκυψε και αποφάσισε να φύγει;
«Το 2009 έφυγα γιατί ήμουν εγκλωβισμένος και κανένας δεν ήθελε να ασχοληθεί μαζί μου. Ίσως γιατί δεν αφορούσα κανέναν, ίσως γιατί δεν ήξεραν τι να με κάνουν. Τότε είναι που άρχισα να έχω κάποιες προτάσεις από το εξωτερικό, που θεώρησα ότι έπρεπε να τις κυνηγήσω γιατί, ουσιαστικά, δεν είχα κάτι άλλο να κάνω».
Η πρώτη του συνεργασία ήταν με έναν Γάλλο στιχουργό, ο οποίος τον προσέγγισε μέσω του MySpace, και μαζί δημιούργησαν τον πρώτο του γαλλόφωνο δίσκο το 2012. Ακολούθησε η συνεργασία με τη Lara Fabian, όταν εκείνη του ζήτησε να είναι το opening act της στις συναυλίες που έκανε τότε στην Ευρώπη.
Ωστόσο, ο ίδιος επισημαίνει ότι δεν έφυγε πότε εντελώς από την Ελλάδα. «Πάντα είμαι με το ένα πόδι εδώ. Είμαι σαν ένα καράβι που φεύγει από το λιμάνι του, αλλά πάντα επιστρέφει για κάποιον λόγο. Την έχω ανάγκη την Ελλάδα, την αγκαλιά της».
«Ο ίδιος ο Legrand είναι ένας από τους παιδικούς μου ήρωες. Είναι ένας από τους απειροελάχιστους Ευρωπαίους που δεν πέτυχαν απλώς στο Χόλιγουντ, σάρωσαν. Πέραν των τριών Όσκαρ Μουσικής που έχει κερδίσει, έχει και ρεκόρ υποψηφιοτήτων».
Εξιστορεί την προ ετών γνωριμία τους που οδήγησε τελικά στη συνεργασία τους. «Το 2014, στον πρώτο μου αγγλικό δίσκο, μου ζητήθηκε να κάνω κάποιες διασκευές, κάτι που δεν ήθελα καθόλου. Συμφωνήσαμε, τελικά, να κάνω τις διασκευές που ο ίδιος θα επέλεγα, χωρίς την εμπλοκή της παραγωγού δισκογραφικής εταιρείας. Το πρώτο τραγούδι που αποφάσισα να κάνω ήταν το "I will wait for you" από τη θρυλική ταινία "Οι ομπρέλες του Χερβούργου".
Έτσι, του στείλαμε το τραγούδι για να πάρουμε την άδεια και ενώ περίμενα μια τυπική απάντηση, ξαφνικά με κάλεσε ο ίδιος στο τηλέφωνο, λέγοντάς μου πως του άρεσε πολύ η διασκευή. Ενάμιση χρόνο μετά με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν πως ήθελε να κάνουμε μαζί δύο συναυλίες σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη μπροστά σε 7.500 και 6.000 κόσμο αντίστοιχα, με τις συμφωνικές ορχήστρες των δύο ρωσικών πόλεων».
Γιώργος Περρής- I will wait for you
Τον ρωτώ πώς νιώθει κανείς όταν είναι τόσο «πολυσυλλεκτικός» όσο εκείνος και μου απαντά ότι έχει «εκπαιδευτεί» γι' αυτό. «Επειδή από μικρός έπρεπε να συνδυάζω πράγματα, έχω συνηθίσει να συνυπάρχουν πράγματα στη ζωή μου. Για παράδειγμα, πήγαινα στο ελληνικό σχολείο, αλλά όταν γυρνούσα στο σπίτι μιλούσαμε μόνο γαλλικά. Έμαθα να μου αρέσουν και οι κρέπες και τα γεμιστά. Η ζωή μου ήταν πάντα ένα σύμπλεγμα διαφορετικών ειδών».
Είναι όμως εύκολο να παίρνει στοιχεία και από τις δύο χώρες ταυτόχρονα; «Θυμάμαι κάτι που μου είχαν πει κάποτε σχετικά με αυτό, ότι είναι σαν να μην έχω ρίζες. Δεν το πιστεύω. Όλο αυτό με έκανε να έχω την τύχη να φέρω μια πολυχρωμία μέσα μου».
Χαρακτηρίζει τον εαυτό του πoπ ή τζαζ καλλιτέχνη; «Είμαι ποπ, όμως με τον τρόπο που εννοείται στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα συχνά θεωρείται ευτελές είδος. Η πoπ είναι μια μεγάλη ομπρέλα που καλύπτει αυτό που λέγαμε παλιά "ελαφρύ τραγούδι". Για παράδειγμα, η Barbra Streisand θεωρούνταν πάντα πoπ τραγουδίστρια. Η Νάνα Μούσχουρη, το ίδιο, και όχι κλασική ή τζαζ, όπως πολλοί πιστεύουν. Απλώς, το ρεπερτόριό της κινούνταν σε ένα κάπως πιο συντηρητικό πλαίσιο.
Η Lara Fabian είναι επίσης μια πoπ τραγουδίστρια, ο George Michael ένας ποπ τραγουδιστής. Εγώ είμαι κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, από αυτούς επηρεάστηκα και προς αυτήν την κατεύθυνση προσανατολίζομαι».
Προσθέτει, πάντως, ότι δεν του αρέσει ο χαρακτηρισμός του ως τενόρου, παρόλο που αυτή είναι η έκταση που έχει.
Του ζήτησα να μου ξεχωρίσει τις σπουδαιότερες γι' αυτόν φωνές και αμέσως μου λέει: «Νάνα Μούσχουρη». «Είναι το πρότυπο, το ίνδαλμά μου, μία από τις πιο σημαντικές φωνές του πλανήτη».
«Από καθαρά αγνές ελληνικές φωνές, αυτή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη είναι η πιο οικεία σ' εμένα. Ξεχωρίζω, επίσης, τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Γιώργο Νταλάρα ‒ αποτελεί μια πατρική φιγούρα για μένα».
Από τους νεότερους, ξεχωρίζει την Ελεωνόρα Ζουγανέλη. «Εξελίσσεται και έχει πάντα πράγματα να πει και να δώσει. Γενικότερα, θεωρώ ότι η γενιά μας έχει σπουδαίες φωνές που αξίζουν και γι' αυτό ξεχωρίζουν».
Πιστεύει ότι η γενιά αυτή έχει πολλά και σπουδαία πράγματα να πει. «Αυτό είναι πολύ θετικό γιατί ως χώρα έχουμε την τάση να μένουμε στη γεροντολαγνεία, στους σπουδαίους και μεγάλους ερμηνευτές που πέθαναν πριν από 50-60 χρόνια, λες και μετά από αυτούς ήρθε η συντέλεια. Πιστεύω ότι η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα».
Εκτός των τειχών, η Lara Fabian ήταν το εφηβικό του ίνδαλμα. «Την έβλεπα από τότε να ξεχωρίζει και μέσα από αυτήν βρήκα τη δική μου ταυτότητα, κατάλαβα τι ακριβώς ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Το θεωρώ τύχη και ευλογία, γιατί, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, τελικά συνεργαζόμαστε. Η Lara είναι μισή Βελγίδα και μισή Ιταλίδα, άρα η μισή από τον Βορρά και η μισή από τον Νότο, όπως εγώ. Είμαστε το ίδιο κράμα». Ενθουσιασμένος, περιμένει με αγωνία τις τρεις επερχόμενες συναυλίες τους στον Καναδά.
Γιώργος Περρής - You Are The One
Βάζει τη Μαρία Κάλλας πάνω απ' όλους και όλα. «Πρότυπα για μένα αποτελούν και ο Freddie Mercury, ο Charles Aznavour. Από τους νεότερους, μου αρέσει ο Ισπανός Pablo Alborán. Από κλασικότερους ερμηνευτές, πάντα ξεχώριζα τη Montserrat Caballe».
Μου διηγείται ένα από τα περιστατικά που δεν θα ξεχάσει ποτέ, ενδεικτικό της γενναιοδωρίας των πραγματικά μεγάλων καλλιτεχνών. «Βρισκόμασταν με τη Lara Fabian εδώ, στην Ελλάδα. Κάναμε πρόβα ένα ντουέτο στον δικό της τόνο. Αφού το περνάμε, μου λέει: "Άκου να δεις. Το τραγούδι αυτό το κάνουμε μαζί για σένα. Εγώ θέλω να λάμψεις εσύ. Θα το κάνουμε στον δικό σου τόνο για να ακουστείς εσύ τέλειος κι εγώ κάτι θα βρω να κάνω, μη σε απασχολεί".
Είχα μείνει άναυδος. Είναι τόσο γενναιόδωρη. Όσοι καλλιτέχνες έχω γνωρίσει και είναι "τεράστιοι" έχουν αυτό το κοινό. Μόλις αναγνωρίσουν αυτόν που σέβεται τη μουσική και αυτό που κάνει, είναι τρομερά γενναιόδωροι και το δείχνουν».
Με αφορμή τη συνεργασία του με τον «κινηματογραφικό» Legrand, τον ρωτώ αν έχει σκεφτεί ποτέ να μεταπηδήσει στο μουσικό θέατρο. «Θεωρώ ότι δεν μου ταιριάζει. Νομίζω ότι δεν το έχω. Υπήρξαν προτάσεις κι έχω απαντήσει σε όλες αρνητικά. Είναι καλό να ξέρεις τα όριά σου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα το κάνω ποτέ. Μπορεί κάποια στιγμή να μου δοθεί αυτή η δυνατότητα, αν βρω το concept εκείνο που θα το πιστέψω απόλυτα. Μου αρέσουν πολύ τα μιούζικαλ, αλλά μόνο να τα βλέπω – δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου μέσα σε κάτι τέτοιο».
Ο Γιώργος, όταν δεν τραγουδάει, διαβάζει πολύ και μαγειρεύει (ελληνική και γαλλική κουζίνα), δίνοντας έμφαση στα γλυκά. «Το βλέπω ως μια πράξη αγάπης». Περνά, επίσης, ώρες ολόκληρες στη θάλασσα, όπου, φορώντας μάσκα και αναπνευστήρα, μαζεύει κοχύλια και αχινούς. Η συλλογή του είναι τεράστια.
Μου απαριθμεί μερικές από τις αγαπημένες του ταινίες: «"Οι ομπρέλες του Χερβούργου", "Ο Άγγλος ασθενής", "Amelie", 'Call me by your name". Η τελευταία είναι μια ταινία που με τσάκισε». Σειρές που τον καθήλωσαν είναι το «House of Cards», το «Homeland», το «24», το «Good Wife», το «Young Pope».
«Είμαι εξοργισμένος με την πολιτική κατάσταση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα. Πρόκειται για μια εποχή που ο κόσμος ολόκληρος φλέγεται. Και στην Ελλάδα, νομίζω, είναι σαν να έχουμε χάσει την ταυτότητά μας, σαν να μην ξέρουμε πού πάμε και τι θέλουμε».
Γνωρίζει συνεχώς νέες χώρες και πόλεις. Άραγε, ποιες ξεχωρίζει; «Λατρεύω το Μόντρεαλ, γιατί είναι σαν εμένα, ένα κράμα. Πρόκειται για τη χρυσή τομή μεταξύ του γαλλικού και του αγγλικού στοιχείου, μεταξύ της Ευρώπης και της Αμερικής. Τη Νέα Υόρκη, επίσης, για την τόσο ξεχωριστή ενέργειά της. Από αυτή την πόλη δεν γυρίζεις ίδιος, σε στέλνει ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά, φεύγεις διαφορετικός από κει».
Στα εκτός της τέχνης, θεωρεί ότι ως καλλιτέχνης πρέπει να είναι πάντα πολιτικά και κοινωνικά σκεπτόμενος και ενεργός. «Είμαι εξοργισμένος με την πολιτική κατάσταση όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα. Πρόκειται για μια εποχή που ο κόσμος ολόκληρος φλέγεται. Και στην Ελλάδα, νομίζω, είναι σαν να έχουμε χάσει την ταυτότητά μας, σαν να μην ξέρουμε πού πάμε και τι θέλουμε».
Δηλαδή, από τη μία προτιμάμε κάποιον να μας χαϊδεύει τ' αυτιά, λέγοντάς μας ότι όλα είναι τέλεια, δίχως να πασχίζουμε πολύ. Δεν υπάρχει η έννοια της δεξιάς και της αριστεράς, όπως άλλοτε. Είναι πολύ συγκεχυμένες και ξεπερασμένες αυτές οι έννοιες. Δεν αφορούν κανέναν πια αυτές οι ταμπέλες. Από την άλλη, όμως, βλέπω νέους ανθρώπους που σκέφτονται out of the box και γι' αυτό κάποιοι σκίζουν, π.χ. στήνοντας επιχειρήσεις start-up».
Πιστεύει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει λύσει τα προβλήματά της. «Νιώθω ότι δεν έχουμε καταλάβει πόσο σκληρή δουλειά πρέπει να ρίξουμε όλοι για να αλλάξει η κατάσταση στη χώρα. Είναι εφικτό».
Βλέπει ότι υπάρχουν θέματα που είναι ακόμα πολύ πίσω, όπως οι κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος μεταναστών ή μελών της LGBT κοινότητας. «Ωστόσο έχουν γίνει βήματα βελτίωσης, λόγω και των νεότερων. Αρκεί να δει κανείς τι έγινε στο Gay Pride πέρσι και φέτος. Κι όμως, είναι πολλά αυτά για τα οποία η χώρα χρειάζεται να διανύσει πολύ δρόμο ακόμα. Αλλά πιστεύω στην αλλαγή, τη νιώθω».
Και πώς θα γινόταν να μην πιστεύει στην αλλαγή ο Γιώργος; Τόλμησε, ταξίδεψε, διέπρεψε, συνεχώς εξελίσσεται. Χαμογελάει και λάμπει, αλλά είναι πάντα ευγνώμων. Είναι μια «ήρεμη δύναμη», άξιος πρεσβευτής της (καλής) Ελλάδας διεθνώς.
σχόλια