15.3.2013 | 03:49
Γιατί έφυγα με τον άλλο, ναι, έφυγα!
Και συ το ίδιο θα ’κανες.Καιγόμουνα, ήμουνα γιομάτη πληγές κι απομέσα κι απόξω, κι ο γιος σου ήτανε μια σταλιά νερό, κι εγώ από κείνη τη σταλιά τα καρτέραγα όλα, γη, χώμα, παιδιά, ευτυχία.Αλλά ο άλλος ήταν ένα ποτάμι σκοτεινό γιομάτο κλαριά, που ερχόταν κοντά μου βουίζοντας και τραγουδώντας μουρμουριστά ανάμεσα στα καλάμια.Έτρεχα ν’ ανταμώσω το γιο σου που ήτανε σαν παιδάκι από κρύο νερό, κι ο άλλος μου ‘στελνε τότε χιλιάδες πουλιά που δε μ’ αφήναν να περπατήσω, κι έριχναν πάχνη πάνου στις λαβωματιές μου, τις λαβωματιές μιας φτωχής μαραμένης γυναίκας,ενού αδύνατου κοριτσιού που το ’χε η φωτιά χαϊδεμένο.Δεν ήθελα, μ’ ακούς; Δεν το ήθελα!Ο γιος σου ήταν η ίδια μου η ζωή, και δεν τον γέλασα, όχι, δεν τον εγέλασα.Αλλά το χέρι του άλλου με πήρε σαν ένα κύμα της θάλασσας, μού ’δώκε μια σαν κουτουλιά μουλαριού, και δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς…Θα μ’ έσερνε κοντά του παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά κι όλα του γιου σου τα παιδιά κρεμόντανε στα μαλλιά μου!(Ματωμένος Γάμος)