O Μαύροκαμπος, το κεφαλοχώρι της περιοχής ήταν το πρώτο εγκαταλελειμμένο χωριό που συναντήσαμε εκείνο το ηλίολουστο μεσημέρι.
Κανείς δεν ήταν εδώ. Εδώ και πολλές δεκαετίες. Εξάλλου κάποια απ' τα χωριά είχαν ερημώσει κατά τον εμφύλιο, κάποια αργότερα.
Κατεβήκαμε απ' το αμάξι (ο Κώστας Λάκης έκανε την άτυπη ξενάγηση) και εξερευνήσαμε τα άδεια κτίρια, το παρατημένο σχολείο, την ξεχασμένη εκκλησία.
Εκεί βρήκαμε και ένα αμάξι, πράσινο, ακινητοποιημένο ποιος ξέρει για πόσες δεκαετίες και μπήκαμε μέσα.
Τα σημάδια των ανθρώπων που έζησαν εδώ ήταν πολλά, όμως η απουσία τους φώναζε από μακριά. Αναρωτήθηκα πώς θα ήταν εδώ πέρα αν δεν ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, αλλά ένα παγερό βράδυ.
Περάσαμε τους δρόμους του χωριού - κάποιοι είχαν και ονόματα. Τα περισσότερα σπίτια είχαν καταστραφεί - και έπαιζαν διάφορα με τα κληρονομικά.
Εδώ περπατήσαμε και μπήκαμε μέσα στα παρατημένα σπίτια (με φόβο ψυχής μη καταρρεύσουν, είναι η αλήθεια). Και τα σπίτια πέφτουν κάθε τόσο - είναι γεγονός. Ο Κώστας μας έδειξε διάφορα που όταν είχε πρωτοέρθει δεν ήταν ακόμα γκρεμισμένα. Πολλές φορές το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένας τοίχος μοναχικός, όρθιος, ξεχασμένος.
Εξάλλου, επί δικτατορίας, ο Παπαδόπουλος στα τέλη των '60s τους έφτιαξε τον νέο οικισμό, και όλοι μετακόμισαν ευχαριστημένοι εκεί, αφήνοντας τα παλιά τους σπίτια να χορταριάσουν.
Στο επόμενο χωριό είδαμε σπίτια με σφαίρες απ' τον εμφύλιο. Είδαμε σπίτια υπέροχα -και η φίλη μας που ήταν στο αμάξι αποφάσισε να τα φωτογραφήσει, μέχρι που βγαίνοντας είδε καμιά δεκαριά σκυλιά (εμφανισιακά έμοιαζαν με αγγελούδια) να έρχονται καταπάνω της απ' το πουθενά με ελαφρώς άγριες διαθέσεις, και μόλις που πρόλαβε να τρέξει πάλι μέσα στο αμάξι.
Και μετά φτάσαμε στο πιο εντυπωσιακό, εγκαταλελειμμένο χωριό της περιοχής. Τον Κρανιώνα.
Μπαίνοντας στον Κρανιώνα, είδαμε μια καμπάνα κρεμασμένη από ένα κλαδί.
Ποιος ξέρει γιατί.
Ο εμφύλιος, τα παλιά χρόνια, οι ξεχασμένες παρεξηγήσεις, τα σπίτια που κάποτε ήταν γεμάτα ζωή: Όλα ζωντάνεψαν για λίγο καθώς περπατούσαμε πάνω κάτω προσπαθώντας να ψυχανεμιστούμε τι ένιωθαν κάποτε όσοι ζούσαν εδώ. (Απ' την χαρά του ο Γ. χοροπήδηξε πιο πολύ απ' ό,τι έπρεπε κατεβαίνοντας ένα λοφάκι, έπεσε φαρδύς πλατύς και τραυματίστηκε - ο πόνος της μοναχικής του ανακάλυψης τον ακολούθησε για αρκετό καιρό).
Οι σκάλες, τα εσωτερικά των σπιτιών και οι επιβλητικές προσόψεις πρόδιδαν χωριά με ζωηρή ζωή. Φαντάστηκα ανθρώπους που ένιωσαν αυτά τα μέρη σπίτι τους, και που δεν περίμεναν πως όχι μόνο θα αναγκάζονταν να ξεσπιτωθούν αλλά πως -όσοι τελικά επιζούσαν- δεν θα κατάφερναν να ξαναγυρίσουν ποτέ στα μέρη που αγάπησαν.
Ήταν όλα έρημα, κι όμως η φύση αδιαφορούσε γι' αυτό. Συνέχιζε τη δουλειά της κανονικά. Εξαπλωνόταν όπου μπορούσε, άνθιζε, χωρίς να νοιάζεται αν υπήρχαν άνθρωποι να την χαρούν. Η φύση ήταν ο νέος κάτοικος των εγκαταλελειμμένων χωριών - και δεν την πείραζε, ούτε στο ελάχιστο, η αιώνια μοναξιά...
σχόλια