6.5.2013 | 22:05
ΠΑΛΙΑ ΕΛΕΓΑΝ
Παλιά έλεγαν ότι γεννιόντουσαν άτομα με ξεχωριστά ταλέντα. Ιδικά σε μία συγκεκριμένη περιοχή όλα τα παιδιά ήταν γεμάτα ζωντάνια και σαν κάποιος να τα είχε ευλογήσει διέπρεπαν με οτιδήποτε και να καταπιάνονταν. Σε μια οικογένεια αρκετά εύπορη γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο πρώτος ήταν όλη μέρα στη βιβλιοθήκη. Διάβαζε και ξανά διάβαζε αμέτρητα βιβλία. Τα μάθαινε απ' έξω και όποτε βρισκόταν σε μία παρέα μιλούσε και μιλούσε και μιλούσε. Όλοι τον άκουγαν προσεκτικά και κανένας δεν τον ξεπερνούσε σε γνώσεις. Η δεύτερη άριστη μουσικός. Έπαιζε και διάβαζε μουσική από πολύ μικρή. Έγραφε τις πιο όμορφες μελωδίες και η φωνή της ήταν αγγελική. Όλος ο κόσμος μαζευόταν από το ταλαντούχο αυτό πλάσμα. Ο τρίτος πρώτος σε όλα τα αθλήματα. Σαν να είχε έρθει κατευθείαν από την αρχαιότητα. Δυνατός και αγέρωχος. Δεν υπήρχε άθλημα που να μην τα κατάφερνε και είχαν όλοι να το λένε, ποτέ δεν ξεπέρασε τα όρια και δεν υπήρχε ίχνος ανταγωνισμού μέσα του. Η τέταρτη και τελευταία από τα αδέρφια δεν έδειξε ποτέ ενδιαφέρον για τίποτα. Διάβαζε αλλά όχι πολύ. Άκουγε μουσική αλλά δεν μπορούσε ούτε να συνθέσει ούτε να τραγουδήσει και όσο για τα αθλήματα ούτε συζήτηση. Οι γονείς τους είχαν αρχίσει να ανησυχούν. Αναρωτιόντουσαν πώς γίνεται να έχουν το μοναδικό παιδί στη πόλη που να μην έχει κάποιο συγκεκριμένο ταλέντο. Ντρεπόντουσαν και λίγο και δεν της επέτρεπαν να βγαίνει συχνά από το σπίτι. Τα αδέρφια της πολλές φορές προσπαθούσαν να τη βοηθήσουν να ανακαλύψει τα ταλέντα και τις δυνατότητές της. Εκείνη ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά τους αλλά ποτέ δεν έδειξε και ιδιαίτερο ζήλο για να μάθει.Δεν πολυμιλούσε και ήταν σχεδόν πάντα μόνη της. Έκανε βόλτες και κλεινόταν στο δωμάτιό της. Η οικογένειά της αν και την αγαπούσε δεχόταν τη κατάσταση αυτή και ζούσε αρκετές φορές σαν να μην υπάρχει η κοπέλα. Όσο περνούσαν τα χρόνια τα τρία πρώτα αδέρφια μεγαλουργούσαν το καθένα στον τομέα του. Έκαναν δικές τους οικογένειες και όλοι θαύμαζαν την εξέλιξή τους. Για τη μικρότερη δεν μιλούσε κανένας, ούτε καν η οικογένειά της. Είχε φύγει καιρό από τη πατρίδα της και όπως μάθαιναν οι δικοί της από τα λίγα γράμματά της, ταξίδευε σε όλο το κόσμο και ήταν χαρούμενη. Πέρασε ακόμα περισσότερος καιρός και τα παιδιά έκαναν εγγόνια. Το σπίτι των γονιών τους ήταν τόσο μεγάλο που ζούσαν όλοι μαζί και ένα βράδυ που τα τρία αδέρφια καθόντουσαν και συζητούσαν χτύπησε το κουδούνι. Ο υπηρέτης ανακοίνωσε την άφιξη μιας γυναίκας και όταν εμφανίστηκε στη πόρτα συνηδειτοποίησαν ότι μπροστά τους ήταν η αδερφή τους. Χάρηκαν απίστευτα που μετά από τόσα χρόνια την ξανά είδαν. Έκατσε μαζί τους και τους έδειξε φωτογραφίες από όλα τα μέρη που πήγε. Μιλούσε με τις ώρες για τούς ανθρώπους που γνώρισε, τα φαγητά που γεύτηκε και τις διαφορές που είδε από μέρος σε μέρος. Τα αδέρφια της την άκουγαν με προσοχή και θαυμασμό. Όταν τελείωσε τις διηγήσεις της ρώτησε να μάθει για τη ζωή τους. Κανένα από τα αδέρφια της δεν είχε τίποτα νέο να πει. Μπορεί να έκαναν λαμπρή καριέρα και οικογένειες αλλά ποτέ δεν έφυγαν από τη πόλη τους και από το σπίτι των γονιών τους. Ο μεγάλος αδερφός τότε, ρώτησε την αδερφή του αυτό που για χρόνια δεν κατάφερε ούτε αυτός ούτε κάποιο από τα άλλα αδέρφια του να την ρωτήσει. Γιατί ποτέ δεν έδειξε ενδιαφέρον για κάποιο τομέα συγκεκριμένο και πώς και δεν ήθελε να αναπτύξει κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο; Η γυναίκα γέλασε και έκατσε πίσω χαλάρωσε και είπε > > την ρώτησαν όλοι με μία φωνή. > Έγνεψαν όλοι αρνητικά. >Τα αδέρφια της ταράχτηκαν με την ειλικρίνεια της. Οι άντρες έκαναν βόλτα μέσα στο δωμάτιο και η αδερφή της έκλαιγε. > >Σηκώθηκε, τους φίλησε όλους, καθησύχασε την αδερφή της, της έδωσε ένα πακέτο και έφυγε. Μέσα υπήρχε ένα βιβλίο που είχε γράψει η ίδια με τίτλο ''Η ΆΧΡΩΜΗ ΚΟΠΈΛΑ''. Δεν την ξανά είδαν ποτέ. Ζούσε όμως μέσα από το βιβλίο της που είχε αφήσει σαν δώρο για τα ανίψια της και τα παιδιά τους. Στη πόλη άλλαξαν πολλά από εκείνο το βράδυ. Από το βράδυ που μια άχρωμη κοπέλα έδωσε το πιο σημαντικό μάθημα σε τρεις σημαντικούς και σπουδαίους ανθρώπους.