23.6.2013 | 14:26
Η τελευταία φορά.
Μια τελευταία φορά και μετά θα ‘μαι ελεύθερη σκέφτηκε και ένιωσε την καρδιά της να πετάει ψηλά καθώς άλειφε το σώμα της με εκείνο το λάδι που της είχε δώσει η Μαρσία ξέρεις εκείνο που έκανε το μαύρο δέρμα της να γυαλίζει όπως η νύχτα τον Αύγουστο. Κοίταξε μια στιγμή εκείνα τα τακούνια που στέκονταν απέναντι της ,της θύμιζαν παιδιά που έπρεπε να αγκαλιάσει ενώ δεν τα αγαπούσε, δεν ήθελε να τα φορέσει ποτέ ξανά στην ζωή της ,την πονούσαν δεν της ταίριαζαν όμως έπρεπε να τα φορέσει για μια τελευταία φορά. Ξάπλωσε στο κρεβάτι άνοιξε τα ρουθούνια της να ανασάνει και ένας αέρας γεμάτος σπέρμα και ιδρώτα πλημμύρισε τα σπλάχνα της , ξαφνικά ήθελε να κλάψει μα θυμήθηκε τα λόγια του ψηλού πως τα κορίτσια που κλαίνε δεν αρέσουν σε κανέναν και εκείνη ήθελε να αρέσει για μια τελευταία φορά έπρεπε να αρέσει. Η πόρτα έτριξε και ένας άντρας εμφανίστηκε δειλά , του χαμογέλασε γλυκά και τον επεξεργάστηκε με τα μεγάλα της μάτια θα ταν ο τελευταίος της πελάτης , εκείνα τα τριάντα του ευρώ θα την ελευθέρωναν και ήθελε να τον θυμάται. Τα μάτια του ήταν κόκκινα της έμοιαζαν με φλόγες και ο νους της έτρεξε στο χωριό θυμήθηκε τα πνεύματα και τους ελευθερωτές που φώναζαν γύρω απ’την φωτιά , τα λόγια και τις προσευχές. Ο άντρας έπεσε πάνω της κοίταξε το πρόσωπό του και σκέφτηκε πως ίσως ήταν ο δικός της λυτρωτής , την γύρισε βίαια στα τέσσερα , ίσως σκέφτηκε αν έλεγε από μέσα της την προσευχή εκείνη που έλεγαν στη φωτιά να τον ξυπνούσε . Εκείνος την έσπρωχνε όλο και πιο δυνατά όλο και πιο βίαια και εκείνη ανάμεσα σε βογκητά προσπαθούσε να θυμηθεί κείνα τα λόγια. Το πνεύμα δεν ξυπνούσε γινόταν άγριο , την φώναζε πουτάνα τώρα άλλαξε τις προσευχές της ευχόταν να τελείωνε όσο πιο γρήγορα γινόταν εκείνη η τελευταία φορά. Κάπου εκεί οι θεοί την άκουσαν, ο άντρας τελείωνε και εκείνη ήθελε να κλάψει γιατί ήταν η τελευταία φορά που θα ‘τρεφε ένα τέρας μέσα της , κρατήθηκε όμως γιατί κανένας δεν πληρώνει τα λυπημένα κορίτσια. Ο άντρας ανέβασε πάνω το παντελόνι του της έριξε μια πονηρή ματιά και τριάντα ευρώ πάνω στα βρώμικα σεντόνια και έφυγε. Τα μάζεψε γρήγορα όπως το σκυλί το ξεροκόμματο και τα βαλε στην μπλούζα της είχε δύο ώρες περιθώριο για να φύγει μακριά μέχρι να επιστρέψει ο ψηλός. Θα πήγαινε στο Παρίσι εκεί θα μενε με μια ξαδέρφη της που καθάριζε σπίτια αυτό θα κανε και αυτή ,μπορεί τα βράδια να τραγουδούσε κιόλας , μπορεί να γνώριζε και τον έρωτα. Φόρεσε ένα κίτρινο φόρεμα με λουλούδια , εκείνο που φορούσε όταν είχε πρωτο πατήσει το πόδι της στην Αθήνα έβγαλε τα ψεύτικα μαλλιά και τα τακούνια , ήταν πιο όμορφη έτσι με τα φουντωτά μαλλιά της , έμοιαζε και κάπως στην ηλικία της 18 χρονών ήταν έτσι κι αλλιώς. Έβαλε στην τσάντα δυο πράγματα στάθηκε να κοιτάξει μια στιγμή το τσαλακωμένο κρεβάτι που της θύμισε σύννεφο έκλεισε την πόρτα και έφυγε γρήγορα. Στο μετρό κανείς δεν την κοιτούσε περίεργα σκέφτηκε πως μπορεί να την περνούσαν και για τουρίστρια , κάποια εξωτική κοπέλα που εξερευνεί την Ευρώπη. Χαμογέλασε πλατιά σε λίγες ώρες άλλωστε θα ήταν μακριά…