7.7.2013 | 19:23
Τί τίτλο να βάλω............
Εχθές το βράδυ επέστρεψα σπίτι γύρω στις 1:30, τράβηξα το έξω όσο μπορούσα, έφαγα, ήπια, ξαναήπια, περπάτησα,όλα αυτά μόνος... από επιλογή...τουλάχιστον για χθες, δεν έμενε και τίποτα άλλο να κάνω και τελικώς γύρισα.Μπήκα μέσα, ησυχία τάφου, έτσι μου ΄ρθε να ξαναφύγω, αλλά και που να πάω, ωστόσο αυτή η ερημιά με πλάκωνε. Τι να έκανα όμως, με τα χίλια ζόρια ξεντύθηκα, έβαλα ένα Jameson ακόμα κι έπεσα στον καναπέ, με σβηστά τα φώτα, την τηλεόραση, τα πάντα. Σβηστό και το μυαλό μου και η καρδιά μου. Την Τετάρτη , το πρωί, κατά τις 10;, είχε φύγει;, με είχε παρατήσει;, με είχε εγκαταλέιψει;, είχε αποχωρήσει (sic);η επί 14 χρόνια σύζυγός μου κι επί 18 χρόνια γυναίκα μου, μαζί με τα δυο παιδιά μας, προκειμένου να πάει στην πεθερά μου, μόνιμα πλέον.Είχαμε βαρέσει διάλυση τουλάχιστον δυο χρόνια πριν, αλλά όταν επέρχεται το μοιραίο είναι αλλιώς. Οι λόγοι πολλοί, αφορμές περισσότερες, φταίγαμε και οι δύο; έφταιγα περισσότερο εγώ; Πες το κι έτσι.3 μέρες, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από την ίδια. Μίλησα λίγο με τα παιδιά, τί να μου πουν κι αυτά. Τα μόνα που δεν φταίνε. ;Oλες αυτές τις μέρες γραφείο, σπίτι, delivery, μοναξιά, marlboro και Jameson, που το είχα κόψει με τη βοήθειά της εδώ 7 χρόνια, κάτι γνωστοί δήθεν φίλοι που έμαθαν τα καθέκαστα μισοκρύβοντας τη χαρά τους, δήθεν τηλεφωνήματα για συμπαράσταση. Τρίχες. Δεν ήθελα κανέναν. Έβγαινα μόνος μου, δε σήκωνα κινητό, εκτός κι αν ήταν κάτι επείγον της δουλειάς και μετά τις 9 το βράδυ το κλεινα.Και ήρθε το χτες που με πλακώσαν τα ντουβάρια, που βούιζε το σπίτι από τη σιωπή που λένε και στις 3 τη νύχτα έκανα κάτι, που είχα να κάνω 25 χρόνια, από τότε που ήμουν φοιτητής και πέρναγα τη χειρότερη περίοδο της ζωής μου, πριν από την τωρινή. Πήρα έναν αριθμό τηλεφώνου έτσι στην τύχη, να ακούσω μια φωνή ανθρώπου, να σπάσει η ερημιά μου και ότι γίνει. Και τί έγινε; Βρέθηκα να παρηγορώ έναν συνάνθρωπο μας, εγώ που πήρα για να παρηγορηθώ. Παράξενη που είναι η ζωή.