13.10.2013 | 14:56
Μεγαλώσαμε
Πόρτα.Κι όμως στ’ ορκίζομαι όταν κλείνω τα μάτια μπορώ και βλέπω-όχι καθαρά, αλλά μέσα από την κλειδαρότρυπα, βλέπω εμένα κι εσένα, εσένα κι εμένα, εμένα κι αυτούς, αυτούς κι εμένα, σε απροσδιόριστο χώρο, σε απροσδιόριστο χρόνο. Τους κάνω να γελούν και πάλι, με κάνουν να γελώ και πάλι, παίζουμε, τους ακουμπάω, με ακουμπάνε, αγγίζω το πρόσωπό τους, αγγίζουν το πρόσωπό μου, χαϊδεύω τα μαλλιά τους, χαϊδεύουν τα μαλλιά μου. Το δεξί μου χέρι ψηλαφεί το κορμί τους αργά, και ξάφνου σταματά πάνω σε μια ουλή στην καρδιά τους, το αριστερό τους χέρι ψηλαφεί το κορμί μου αργά, και ξάφνου σταματά πάνω σε μια ουλή στο μυαλό μου.Φαντάσου τώρα ένα μαύρο βούρκο με όλα τα κακά του κόσμου μέσα. Φοράω τα καλά μου ρούχα, φοράνε τα καλά τους ρούχα. Έχω καλά ρούχα? Έχουν καλά ρούχα? Αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και βουτάμε μέσα. Με την ορμή μας φτάνουμε στον πάτο. Ο βούρκος μας ξεβράζει. Οι ακτίνες του ήλιου πέφτουν στα μάτια μου, στα μάτια τους. Αντανακλούν τη βρωμιά τους, αντανακλούν τη βρωμιά μου. Τα καλά μας ρούχα έχουν λερωθεί κι όμως είμαστε πιο καθαροί από ποτέ.Μα ποιος είμαι? Ποιοι είναι?Απλώνω το χέρι μου να ανοίξω την πόρτα και άθελά μου ανοίγω τα μάτια και δε βλέπω.Μεγαλώσαμε(Συγγνώμη για την έκταση)