ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
6.12.2013 | 17:31

/*******************************/

Ως μπήκεν ο Ρετόκριτος στη φυλακή κι αρχίζει να τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει. Λέγει της: “΄Το με ‘ρώτηξες θα σου το πω και γροίκα πού το ‘βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ’ αφήκα. Είναι δυο μήνες σήμερο που ‘λαχα κάποια δάση, μες στη μεριά της Έγριπος κι εβγήκαν να με φάσι άγρια θεριά, εμάλωσα κι εσκότωσα απ’ εκείνα κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν. Με κινδυνο εγλυτωσα ως ωραν επολεμου να γλυτωθω πο λογου τους δεν το ΄ρπιζα ποτε μου μα εβουθηξε το ριζικο τα αστροι με λυπηθηκαν και σκοτωσα και ζυγωσα κι αλαβωτο μ αφηκαν Δίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνο γυρεύοντας να βρω δροσιά εσωθη σ’ ένα πρίνο και παρεμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα, σιμώνω βρίσκω το νερό εις του χαρακιού την τρύπα. Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα, μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν. Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ’ αρρωστάρη. Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει και μπαινω μέσα στα κλαδια που ‘ταν κοντά εις τη βρύση, δια να δω και για να βρω το εκεινον απου μύσσει. Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που ‘λαμπε σαν τον ήλιο κι εκείτουντο ολομάτωτος μπαστας εις ένα σπήλιο. Σγουρά ξανθά ‘χε τα μαλλιά και τα σοθέματά του παρ’ όλο οπού ‘τα σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του. Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένα και το σπαθί και τ’ άρματα πολλα ΄σαν ματωμένα. Σιμώνω χαιρετώ τονε, λέω τ΄αδέλφι “Γεια σου. Ίντα ‘χεις κι απονέκρωσες, πούντη η λαβωματιά σου;” Τα μάτια του ‘χε σφαλιχτά, τότε τ’ αναντρανίζει κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό του αγγίζει. Με το δαχτυλι δυο φορες μου δειχνει να νοησω που ειχε ντη λαβωματια να τον εβοηθησω το στηθος του ξαρματωσα και μια πληγή του βρίσκω δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο. Ολιγο κι ουδε ντιβοτση τον ειχε δαγκαμενο Φαινεται να χε το θεριο δοντι φαρμακεμενο και πηρε του τη δυναμη και τη πνοη του εχασε και το φαρμακι περασε και μεσα τον επιασε Κι αγάλι αγάλια ‘χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει, έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη. Σαν αδελφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου, μα πόνοι, κλάημα, δαρκυα, άνθρωπο δε γλυτώνου. Εψυχομαχε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω, εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω δειχνει μου το δαχτύλι του που χε το δαχτυλίδι, και γνωρισα πως χαρισμα σα φιλος μου το δινει Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ’ αυτιά μου ακούσαν και είπανε τα χείλη του: “Σε ‘χασα Αρετούσα”. Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ’ η ζωή του και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του. Τουτα τα χερια που θωρεις λακκο ζυμιο του σκαψαν και τουτα τον εσηκωσαν και τουτα τον εθαψαν
 
 
 
 
Scroll to top icon