10.1.2014 | 23:14
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη που τα χείλη ακόμη στον πηλό δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες Εκεί μόνος αντίκρισα τον κόσμο κλαίγοντας γοεράΗ ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα Είδα τότε θυμάμαι τις τρεις Μαύρες Γυναίκες να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν λίγο λίγο σβήνοντας δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου πολυάχτιδος όλος που καλούσε Καιαυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πρινΟ ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μουίδια η μνήμη γινάμενη παρόντη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων: «Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε» είπε«Ο καθείς και τα όπλα του» είπεΚαι τα χέρια του άπλωσε όπως κάνεινέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη. Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας οι Εφτά Μπαλτάδες καταπώς η Καταιγίδα στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει απαρχής πάλι ένα πουλίκαθαρό παλιννοστούσε το αίμακαι τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου Τόσο εύλογο το ΑκατανόητοΎστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαντ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλακαι τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί οστρακόδερμοι γενειοφόροι Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας ΚούλεςΗ γραμμή του ορίζοντα έλαμψεορατή και πυκνή και αδιαπέραστη ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.(...)