15.8.2015 | 23:16
Τα τείχη.
Γίναμε οικοδόμοι, κτίσαμε τείχη με αγγαρείες της ψυχής μας και κλειστήκαμε μέσα. Μια μικρή πετρόκτιστη ακρόπολη, ψηλά από το μάτι του ανθρώπου,συννεφοσκέπαστη, να χωράει μόνο μας. Κλειδαμπαρώσαμε, ρίξαμε βαριά τη ξύλινη μπάρα στην καστρόπορτα και πετάξαμε το κλειδί στην τάφρο γύρω από το κάστρο μας, που γεμίσαμε με νερό και ρίξαμε κροκόδειλους. Μόνο η πόλη μένει ανοικτή για τους άλλους, να τη περπατήσουν, να εμπορευτούν στα μαγαζιά της, να διασκεδάσουν στα καπηλεία της, να αναπαυτούν στα πανδοχεία της. Μα η δική μας ακρόπολη κλειστή. Κανείς μέσα. Ήρθαν φουσάτα, μας πολιόρκησαν- αυτό που λένε κι αγάπες-, κατέκτησαν τη πόλη, τη λήστεψαν, τη κάψανε, μα η ακρόπολη έμεινε αλώβητη, γιατί, ουσιαστικά, εμείς τους αφήσαμε να φτάσουν ως εκεί. Οι φλόγες γλύψανε τα τείχη της ακρόπολης μας δε την πήρανε. Προσωπικά, δεν πιστεύω στις πολιορκίες. Είναι πολυέξοδες, σου τρώνε χρόνο και χρήματα, καρδιά και ψυχή και στο τέλος φεύγεις άπραγος και ντρέπεσαι να κοιτάξεις το άπαρτο κι αγέρωχο τείχος που αφήνεις πίσω σου. Σε αυτό πιστεύω: «Ιδού, ίσταμαι εις την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, θέλω εισέλθει προς αυτόν και θέλω δειπνήσει μετ' αυτού και αυτός μετ' εμού.»(Η Αποκάλυψη του Ιωάννη 3:20). Την πόρτα της καρδιάς είναι που κτυπάει ο Θεός, της ακρόπολης μας. Απαλά κτυπήματα, ούτε βίαια, ούτε για ώρα. Κι εμείς κοιμόμαστε, φοβόμαστε να ανοίξουμε, και φεύγει. Το ίδιο κι οι άνθρωποι: είναι μερικοί που είδανε την ακρόπολη μας και τόλμησαν να πάρουν την ανηφόρα κατά κει. Ιδρωμένοι σταθήκανε έξω από την πορτάρα μας, κτυπήσανε μια, κτυπήσανε δυο, εμείς κρυμμένοι πίσω της δεν ανοίξαμε, μείνανε για λίγο, ξεκουράστηκαν στη σκιά του τείχους, νύχτωσε, κρυώσανε και δεν βρήκαν καταφύγιο έστω λίγο μέσα από την πύλη και φύγανε απογοητευμένοι από τη προσπάθεια. Κι αν τους ρωτήσει κανείς τι ήθελαν, να καθαρίσουν ήθελαν! Τόσο καιρό κλειστή, γέμισε βρωμιά κι ακαθαρσία. Να πέρναν νερό να πλένανε τον πόνο, να πέρναν φτυάρια να φτυαρίσουνε τη λύπη. Μα δεν τους άφησαν. Και μια μέρα, όταν η βρωμιά έφτασε και σκέπασε το κάστρο ολάκερο, οι πύλες σπάσανε μόνες τους από το βάρος και το μόνο που αντίκρυσαν οι καστροκλεισμένοι ήταν μια παγωμένη πεδιάδα. Πότε πότε πετούσε μια νυχτερίδα από τα χαλάσματα , πότε πότε τσίριζε ένας αρουραίος από τις τρύπες. Μα όσοι είχαν έρθει, όλοι είχαν φύγει. Δεν έμενε κανείς πια να χτυπήσει την πύλη. Κι όσοι έμεναν εκεί, πήραν το δισάκι τους στον ώμο και πήγανε να κτυπήσουν άλλες καστρόπορτες, με την ελπίδα πως κάποιοι θα ανοίξουν τις δικές τους. Γιατί ήξεραν πως είναι να μην ανοίγουν. Γιάννης Κ. Λαμπάκης.