Οκτώ ώρες την ημέρα, 40 ώρες την εβδομάδα και περισσότερες από 2.000 ώρες το έτος. Αυτός είναι ο μέσος χρόνος που αφιερώνει ένας άνθρωπος στη δουλειά του.
Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει, τελικά, ο χώρος στον οποίο περνά όλες αυτές τις ώρες και γιατί φαίνεται να ανακινείται το θέμα τα τελευταία χρόνια;
Ανέκαθεν απασχολούσε τις διοικήσεις ο τρόπος με τον οποίο μια εταιρεία καταφέρνει να χτίσει ένα υγιές εργασιακό περιβάλλον. Το ζήτημα φαίνεται πως ξεκίνησε στις ΗΠΑ, στις αρχές του 1980, όταν οι Robert Levering και Milton Moskowitz εξέδωσαν ένα βιβλίο όπου κατέγραφαν τις 100 εταιρείες με το καλύτερο εργασιακό περιβάλλον στον κόσμο.
Οι συγγραφείς στην αρχή ήταν διστακτικοί ως προς το αν και κατά πόσο θα μπορούσαν να βρουν αυτές τις επιχειρήσεις, ωστόσο τα κατάφεραν.
Στην Ευρώπη η κουβέντα για το υγιές εργασιακό περιβάλλον και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητα των εργαζομένων άρχισε το 2002, όταν η Ε.Ε. ανέθεσε στην Great Place to Work, την εταιρεία που συστάθηκε γι' αυτόν τον λόγο στις ΗΠΑ, την εύρεση και αξιολόγηση των 100 επιχειρήσεων με το καλύτερο περιβάλλον στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα.
Η Ελλάδα έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει, ενώ είναι προφανές ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με τις σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες «σκοράρουν» πολύ υψηλά νούμερα ετησίως στον συγκεκριμένο τομέα.
Σήμερα στη χώρα μας αξιολογούνται κάθε χρόνο πενήντα με εβδομήντα εταιρείες, οι οποίες στο τέλος μπαίνουν σε σειρά κατάταξης.
Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: μέλη της Great Place to Work μεταβαίνουν στους χώρους εργασίας και εκεί μοιράζουν, πέραν όλων των άλλων, ερωτηματολόγια στους εργαζομένους, οι οποίοι, γνωρίζοντας πως ό,τι αναφέρουν δεν θα φτάσει ποτέ στη διοίκηση, καλούνται να απαντήσουν σε πληθώρα ερωτήσεων σχετικά με το κλίμα που επικρατεί στην εταιρεία στην οποία εργάζονται.
«Πιστεύουμε πως αυτοί είναι οι πιο αντικειμενικοί κριτές τού πώς λειτουργούν τα πράγματα σε μια εταιρεία. Γιατί πολλά ακούγονται, αλλά, αν δεν μπεις μέσα, δεν μπορείς να το αντιληφθείς» εξηγεί ο Δημήτρης Γκανούδης, general manager της Great Place to Work στην Ελλάδα.
Το καλό εργασιακό περιβάλλον, σύμφωνα με τον ίδιο, φαίνεται κυρίως από την ικανοποίηση των εργαζομένων.
«Αν επεξεργαστεί κανείς τα στοιχεία, θα δει πως η ικανοποίηση των εργαζομένων μπορεί να φανεί από τα χρόνια που μένουν στην ίδια δουλειά, ακόμα και από τις μέρες που δηλώνουν ασθένεια για να λείψουν» σημειώνει.
Όπως φαίνεται από στατιστικά, ωστόσο, το καλό κλίμα μπορεί να επηρεάσει άμεσα και τα έσοδα της εταιρείας. «Στις ΗΠΑ φαίνεται πως οι εταιρείες με υγιές εργασιακό περιβάλλον εμφανίζουν μέχρι και τριπλάσια κέρδη συγκριτικά με άλλες που έχουν ενταχθεί στο Χρηματιστήριο.
Οι εργοδότες το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό και, εκτός από την ικανοποίηση των εργαζομένων, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι και η αύξηση των κερδών. Είναι μια win-win κατάσταση, γιατί, δουλεύοντας σε μια εταιρεία με καλό περιβάλλον, δίνεις το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου».
Αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές αντιληπτό από τους πελάτες. «Οι εργαζόμενοι είναι οι πρεσβευτές της εταιρείας» εξηγεί ο κ. Γκανούδης.
Ο ίδιος ασχολείται χρόνια με το ζήτημα και μπορεί πια να καταλάβει, όταν μπαίνει σε μια επιχείρηση, εάν οι εργαζόμενοί της περνούν καλά ή όχι από τον τρόπο που συμπεριφέρονται.
«Ακόμη και σε ένα σούπερ μάρκετ, όπου πηγαίνουμε όλοι, μπορούμε να δούμε πού οι σχέσεις είναι πιο καλές και πού πιο τεταμένες».
Ωστόσο, με ποιους τρόπους επιτυγχάνεται αυτό το κλίμα και πώς μπορεί μια επιχείρηση να το καταφέρει; «Αν με ρωτούσε κανείς τι κάνει ένα εργασιακό περιβάλλον καλό, θα έλεγα οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων».
Το εξαιρετικό εργασιακό περιβάλλον δεν είναι μια λίστα από προγράμματα και παροχές αλλά χτίζεται μέσα από τις καθημερινές σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων και των διευθυντών τους. Η λέξη-κλειδί σε αυτές τις σχέσεις είναι η εμπιστοσύνη.
Σύμφωνα με τον κ. Γκανούδη, εξαιρετικό εργασιακό περιβάλλον είναι αυτό στο οποίο οι εργαζόμενοι εμπιστεύονται τους ανθρώπους για τους οποίους εργάζονται, αισθάνονται περήφανοι γι' αυτό που κάνουν και απολαμβάνουν τη συνεργασία με τους συναδέλφους τους.
Η εμπιστοσύνη αποτελεί την καθοριστική αρχή κάθε υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος, η οποία καλλιεργείται μέσα από την αξιοπιστία της διοίκησης, τον σεβασμό προς τον εργαζόμενο και τη δίκαιη αντιμετώπισή του.
Το τελευταίο στοιχείο μπορεί να έχει να κάνει με τις αμοιβές –πόσο δίκαιες είναι, πώς μοιράζονται–, τις προαγωγές και τις προσλήψεις.
Τι συμβαίνει, ωστόσο, στην Ελλάδα και πόσο έχει επηρεαστεί το εργασιακό κλίμα περίπου μία δεκαετία μετά το ξέσπασμα της κρίσης;
Όπως εξηγεί ο κ. Γκανούδης, η χώρα έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει, ενώ είναι προφανές ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με τις σκανδιναβικές χώρες που «σκοράρουν» πολύ υψηλά νούμερα ετησίως στον συγκεκριμένο τομέα.
Και ενώ υπάρχουν ακόμα πάρα πολλές εταιρείες που επιμένουν να επενδύουν μόνο στην αύξηση του τζίρου και της παραγωγικότητας, χωρίς να δίνουν βάση στο κλίμα που δημιουργείται στους κόλπους τους, τα στοιχεία της Great Place to Work τα χρόνια της κρίσης προκαλούν έκπληξη.
«Αυτό που είδαμε είναι πως επιχειρήσεις που επένδυσαν στην αξία του καλού εργασιακού περιβάλλοντος τα πήγαν καλύτερα, γιατί οι εργαζόμενοι ήταν περισσότερο ενωμένοι, δέχτηκαν πιο εύκολα μειώσεις μισθών, επειδή συνειδητοποίησαν πως αυτές δεν ήταν μια ευκαιρία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών αλλά ένας τρόπος για να επιβιώσει η εταιρεία.
Οπότε, είχαν την ανοχή των εργαζομένων, αν όχι τη σύμφωνη γνώμη τους γι' αυτές τις αλλαγές. Τελικά βοήθησαν την εταιρεία, την αγκάλιασαν, την πίστεψαν και την οδήγησαν στην έξοδο από την κρίση».
Μεταξύ των επιχειρήσεων που αξιολογούνται χρόνια τώρα υπάρχουν κάποιες που δεν συμμετέχουν για τη διάκριση αλλά για να βελτιωθούν. Θέλουν να δουν πού χωλαίνουν συγκριτικά με τις υπόλοιπες.
«Είναι ένα διαγνωστικό εργαλείο, σαν ένα τσεκ απ που κάνει κάποιος, ενώ είναι υγιής, για να δει αν όλα πάνε καλά. Είναι ένας δείκτης υγείας και πολλές εταιρείες έχουν καταλάβει πως αν δεν βγάλεις το πρόβλημα από μέσα σου, δεν πρόκειται να αναπτυχθείς. Είναι ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις, πιστεύω».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια