Στην πρεμιέρα της «Λαίδης Μάκμπεθ του Μτσενσκ», σε σκηνοθεσία Φανί Αρντάν
Η πιο αναμενόμενη παράσταση της Λυρικής για τη φετινή σεζόν ήταν ένας θρίαμβος
Ήταν η πιο αναμενόμενη παράσταση της Λυρικής για τη φετινή σεζόν και ήταν ένας θρίαμβος. Η «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, αυτό το πολύπαθο έργο από το σοβιετικό καθεστώς που παρόλη τη μεγάλη του αποδοχή και επιτυχία στις πρώτες του παρουσιάσεις, καρατομήθηκε για σχεδόν 50 χρόνια από τον ίδιο τον Στάλιν ανακόπτοντας τόσο την ορμητική του διάδοση μέσα στη Σοβιετική Ένωση όσο και την εξέλιξη του συνθέτη του, αφού έχει κάνει τις τελευταίες δεκαετίες μια λαμπρή διεθνή καριέρα, ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε σκηνοθεσία της μεγάλης ντίβας του γαλλικού σινεμά και θεάτρου Φανί Αρντάν.
Στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα για την όπερα συγκέντρωσε γύρω της μερικούς από τους πιο ταλαντούχους και διάσημους συντελεστές που εγγυόντουσαν το αποτέλεσμα: Ο Τομπίας Χόαϊζελ στα σκηνικά, η τέσσερεις φορές κάτοχος Όσκαρ ενδυματολογίας Μιλένα Κανονέρο, η επίσης σπουδαία ενδυματολόγος Πέτρα Ράινχαρτ και ο κινηματογραφιστής και συνεργάτης διάσημων σκηνοθετών Λούκα Μπιγκάτσι στον σχεδιασμό του φωτισμού, για να αναφέρουμε τα πιο τρανταχτά διεθνή ονόματα. Αλλά και μουσικά ήταν εντυπωσιακές οι συμμετοχές καθώς τη διεύθυνση της ορχήστρας ανέλαβε ο Βασίλης Χριστόπουλος ενώ η διανομή είχε να επιδείξει τη Σβετλάνα Σοζντάτελεβα στο κεντρικό ρόλο της Κατερίνα Ισμαήλοβα και τον Σεργκέι Σεμισκούρ στον ρόλο του Σεργκέι.
Το δεύτερο μέρος ήταν εκείνο που απογείωσε την παράσταση και δικαίωσε την επιλογή της ΕΛΣ γι΄αυτή την υψηλού κόστους υπερπαραγωγή.
Βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Νικολάι Λεσκόφ, γραμμένη το 1865, αφηγείται την ιστορία μιας νέας και άτεκνης γυναίκας στην προεπαναστατική ρωσική επαρχία, η οποία ασφυκτιά σε έναν γάμο με έναν πλούσιο έμπορο που μονίμως την αγνοεί για τις δουλειές του καταδικάζοντάς τη σε αφόρητη μοναξιά. Μια αρρωστημένη σχέση που αναπόφευκτα οδηγεί σε σειρά δραματικών γεγονότων με τραγική κατάληξη. Αν και η όπερα διαφοροποιείται από τη νουβέλα σε αρκετά σημεία, η κεντρική ιδέα είναι η ίδια. Η Κατερίνα νιώθει παγιδευμένη με έναν άντρα που δεν της προσφέρει καμία χαρά και όταν εκείνος φεύγει για ένα μεγάλο διάστημα ενδίδει στον έρωτα ενός νεαρού εργάτη, του Σεργκέι. Όταν ο πεθερός της τους πιάνει στα πράσα εκείνη τον δηλητηριάζει ώστε να μην προλάβει να μιλήσει για την απιστία της στον γιο του.
Ο τελευταίος επιστρέφει και επιβεβαιώνει τις φήμες ότι η γυναίκα του τον απατά, ενώ κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μαζί της και με τον εραστή της, σκοτώνεται. Τον κρύβουν στο κελάρι και προχωρούν σε γάμο μέχρι που ένας χωρικός ψάχνοντας κρασί να πιει εντοπίζει το πτώμα, το καταγγέλλει στην αστυνομία η οποία καταφθάνει στο γλέντι και τους συλλαμβάνει. Στην τελευταία πράξη όπου βλέπουμε μια πομπή από κατάδικους καθοδόν για τη Σιβηρία συναντιούνται οι δύο εραστές και αλληλοκατηγορούνται. Ο Σεργκέι την προδίδει για μια άλλη κατάδικο κι όταν η τελευταία χλευάζει την Κατερίνα, εκείνη παίρνει την εκδίκηση της σπρώχνοντάς τη στο παγωμένο ποτάμι όπου πέφτει μαζί της και χάνεται στα παγωμένα νερά.
Στην εντυπωσιακή παραγωγή της ΕΛΣ ξεχωρίζει καταρχάς το εικαστικό μέρος: Το σκηνικό στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται το σπίτι με το υπερυψωμένο δωμάτιο της Κατερίνα, όπου συμβαίνει σημαντικό μέρος της δράσης, όπως και ο χώρος από κάτω, η αυλή του σπιτιού με τη μεγάλη πύλη από όπου μπαινοβγαίνει το πλήθος. Από την ίδια πύλη εμφανίστηκε δύο φορές ένα πλέγμα ανθρώπινων σωμάτων σαν μια αλά Νταλί μικρή μοντέρνα μπαλετική παρέμβαση, που μάλλον ήταν παράταιρη.
Η γιγαντιαία σκηνική κατασκευή όπου κυριαρχούσαν αποχρώσεις του κόκκινου (σαν προέκταση του εσωτερικού της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος), οι φωτισμοί με τις διακυμάνσεις και το παιχνίδι σκοταδιού και φωτός που ακολουθούν τα δυνατά μουσικά κρεσέντο και τη δραματικότητα του έργου πρόσφεραν μια κινηματογραφική αισθητική που συμπλήρωνε και απογείωνε την κάπως συντηρητική ματιά της σκηνοθέτιδας.
Πράγματι το πρώτο μέρος ήταν αρκετά συγκρατημένο και ίσως κάπως αμήχανο. Προφανώς η Αρντάν, λόγω απειρίας, δεν τόλμησε να κάνει ιδιαίτερες καινοτομίες και πάνω από όλα την ενδιέφερε να αποδώσει την ψυχοσύνθεση της Κατερίνα η οποία διψάει για ελευθερία και έρωτα. Βέβαια η Κατερίνα δεν είναι Κάρμεν αλλά μια γυναίκα που θα φτάσει μέχρι το φόνο για να απελευθερωθεί. Από το πρώτο μέρος λοιπόν συγκρατήσαμε τη θυελλώδη σκηνή εξευτελισμού της υπηρέτριας Ακσίνια (Σοφία Κυανίδου) από τον Σεργκέι και το λιντσάρισμα από τους άντρες-εργάτες, όπως και την απίστευτα κωμική αλλά επιβλητική φιγούρα του θεόρατου παπά (Δημήτρης Κασιούμης). Τα ιντερλούδια που εκτελέστηκαν από τα πνευστά από τα θεωρεία ήταν εξαιρετικής απόδοσης, ανάλογης της σαρωτικής μουσικής του Σοστακόβιτς.
Το δεύτερο μέρος ήταν όμως εκείνο που απογείωσε την παράσταση και δικαίωσε την επιλογή της ΕΛΣ γι΄αυτή την υψηλού κόστους υπερπαραγωγή. Η προετοιμασία του γάμου, το προσωπικό των Ισμαήλοφ να περιφέρεται με χάρη, οι απίστευτες λεπτομέρειες στις εκπληκτικές λευκές φορεσιές των υπηρετριών, το νυφικό της Κατερίνα και οι χωρικές που καταφθάνουν με τα γιορτινά τους ρούχα, εξαίσια ζωγραφισμένα σε εξαιρετικούς χρωματισμούς, σαν Μπάμπουσκες να ξεπετάγονται η μία μέσα από την άλλη, επιβεβαίωσαν τη μεγάλη τέχνη και το κύρος της Μιλένα Κανονέρο.
Στο τελευταίο μέρος, όταν η δράση μεταφέρεται στο παγωμένο τοπίο της Σιβηρίας, όλα πια είναι γκρίζα και σκοτεινά. Οι ενδυμασίες επίσης γκρίζες και φτωχικές δείχνουν τη μεγάλη πτώση της Κατερίνα που βρέθηκε από τα μεγαλεία της αγροικίας ξεπεσμένη και σιδηροδέσμια. Η Σβετλάνα Σοζντάτελεβα στον τελευταίο μονόλογο-άρια ήταν συγκλονιστική.
Το κοινό καταχειροκρότησε τους ερμηνευτές στην υπόκλιση, φυλάσσοντας για τους κεντρικούς ρόλους το πιο θερμό χειροκρότημα, όπως και για τον αρχιμουσικό Χριστόπουλο, ενώ το πιο δυνατό, συνοδευόμενο από ζητωκραυγές, για τη Φανί Αρντάν, η οποία εμφανίστηκε ντυμένη με κομψό μαύρο φόρεμα που κολάκευε το καλλίγραμμο κορμί της, ενώ σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά επιβεβαίωσε το λαμπερό της κινηματογραφικό παρελθόν, που άλλωστε αυτό είναι που της χαρίζει και τη δυνατότητα να σκηνοθετεί παραγωγές σαν αυτή της Αθήνας. Ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές, διάσημοι ο καθένας στον τομέα του, οι οποίοι μαζί με όλους τους πρώτους ρόλους επανήρθαν πολλές φορές χαρίζοντας στο αθηναϊκό κοινό την ηδονή να χειροκροτεί μια παριζιάνικη παράσταση δίπλα στο φαληρικό δέλτα.
Info
Ντμίτρι Σοστακόβιτς - Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ
12, 15, 17, 19, 22 Μαΐου 2019
Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Κύκλος 20ός αιώνας
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακές: 18.30)
- Facebook
- Twitter
- E-mail
1