«Το πανεπιστημιακό άσυλο έχει μετουσιωθεί σε άσυλο ανομίας και παραβατικότητας. Η εμπέδωση κλίματος ασφάλειας, η προστασία της δημόσιας περιουσίας και η τήρηση της νομιμότητας στα ανώτατα ιδρύματα αποτελούν αυτονόητες προϋποθέσεις ακαδημαϊκής ελευθερίας και έκφρασης και ταυτόχρονα θωρακίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να επεμβαίνουν στον χώρο του πανεπιστημίου για κάθε αξιόποινη πράξη» δήλωσε πριν από λίγες μέρες σε συνέντευξή της στη LiFO η νέα υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως.
Την επόμενη εβδομάδα, όπως έχει δεσμευτεί, η νέα υπουργός θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή το νομοσχέδιο, στο οποίο θα περιλαμβάνεται και η κατάργηση του ασύλου. «Στόχος μας είναι να μη χάνουμε χρόνο χαρακτηρίζοντας την πράξη. Με το ισχύον σύστημα οι Αρχές μπορούν να επέμβουν αυτεπαγγέλτως μόνο αν πρόκειται για κακούργημα ή εγκλήματα κατά της ζωής. Πρέπει, όμως, κάποιος να χαρακτηρίσει τη συγκεκριμένη πράξη. Εμείς λέμε αν, για παράδειγμα, ένας φοιτητής πέσει θύμα βιαιοπραγίας στο πανεπιστήμιο, να μπορεί ο ίδιος ή κάποιος που είναι μαζί του να ειδοποιεί τις Αρχές, ούτως ώστε αυτές να επέμβουν μέσα στον χώρο» σημείωσε.
Μετά τη δικτατορία και χωρίς να υπάρχει κάποια ρητή αναφορά στην έννοια του ασύλου στο σύνταγμα, εκφράστηκε η ανάγκη νομοθετικής κατοχύρωσης αυτού του δικαιώματος. Ανατρέχοντας στις συζητήσεις της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής, βρίσκουμε τη χαρακτηριστική δήλωση του Ευάγγελου Παπανούτσου, ο οποίος είχε πει: «Η ακαδημαϊκή ελευθερία και το άσυλο είναι απαραβίαστα, διότι ακριβώς ο πνευματικός χώρος είναι το τέμενος της ανώτατης εκπαίδευσής μας».
Το άσυλο αίρεται μόνο στις περιπτώσεις που διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής.
Ωστόσο, νομοθετικά κατοχυρώθηκε αργότερα με τον νόμο 1268 του 1982, στον οποίο οριοθετήθηκε η έννοια του πανεπιστημιακού ασύλου που «καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ και συνίσταται στην απαγόρευση της επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμοδίου οργάνου των ΑΕΙ».
Το άσυλο αίρεται μόνο στις περιπτώσεις που διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα ή αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής. Παράλληλα, δεν απαιτείται άδεια εισόδου σε αυτόφωρα κακουργήματα, όπως η πώληση ή η διάθεση ναρκωτικών, η πρόκληση έκρηξης, η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή εκρηκτικών υλών ή βομβών, ο βιασμός, η κατάχρηση σε ασέλγεια όπως και όταν συλλαμβάνεται πρόσωπο που καταζητείται βάσει δικαστικού εντάλματος ή δικαστικής απόφασης.
Η μοναδική φορά που καταργήθηκε το πανεπιστημιακό άσυλο ήταν με τον νόμο 4009 του 2011, που έφερε την υπογραφή της Άννας Διαμαντοπούλου. Όμως, τέσσερα χρόνια αργότερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. κατάργησε τον νόμο Διαμαντοπούλου επί υπουργίας Αριστείδη Μπαλτά.
Τις επόμενες μέρες η συζήτηση αναμένεται να πυροδοτηθεί πάλι ανάμεσα στους υποστηρικτές και μη της κατάργησης του ασύλου. Για το θέμα αυτό απαντούν στη LiFO ο τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιστορικός Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος και ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Δημήτρης Χριστόπουλος.
Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος
Μετά την κατάργηση του ασύλου - Μήπως χρειάζεται και πανεπιστημιακή αστυνομία;
Μια Τετάρτη βράδυ αργά ήρθε στο γραφείο μου στο πανεπιστήμιο μια φοιτήτρια να ρωτήσει γιατί απέτυχε στην εξέταση ενός μαθήματος. Τη συνόδευε ο αρραβωνιαστικός της, ένας πανύψηλος σωματώδης τύπος. Εξήγησα στη φοιτήτρια τα λάθη της μία, δύο, τρεις φορές, αλλά εκείνη δεν τα καταλάβαινε, ενώ ο αρραβωνιαστικός γινόταν ολοένα απειλητικότερος. Ήμουν ολομόναχος στο κτίριο και ομολογώ ότι «τα χρειάστηκα». Τηλεφώνησα στον θυρωρό και του ζήτησα να καλέσει την αστυνομία. Με άκουσαν οι δύο και τότε πλέον έφυγαν, επιτέλους. Όταν ύστερα ρώτησα τον θυρωρό, μου είπε ότι η αστυνομία είχε αρνηθεί να με προστατέψει, λόγω «πανεπιστημιακού ασύλου».
Έχω επικαλεστεί και άλλοτε αυτό το περιστατικό για να δείξω ότι ως καθηγητής, μετά το 1982, αισθανόμουν λιγότερο ασφαλής στους ίδιους ακριβώς πανεπιστημιακούς χώρους απ' όσο αισθανόμουν ως φοιτητής μέχρι το 1967. Όπως επινοήθηκε το 1982, το δήθεν «πανεπιστημιακό άσυλο» υπήρξε ελληνική ευρεσιτεχνία σε παγκόσμια κλίμακα. Δημιούργησε τεχνητά μια νησίδα απόλυτης ανομίας, όπου ισχύει μόνο ο νόμος της ζούγκλας – νόμος του ισχυροτέρου ή και του θρασυτέρου. Μετά τη συσσωρευμένη εμπειρία τόσων ετών, μόνο ως απόλυτη ανοησία ή ως μαύρο χιούμορ μπορεί να θεωρηθεί σήμερα κάθε ισχυρισμός ότι η κατάσταση αυτή προστατεύει τάχα την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Μετά από τόσα χρόνια με αυτόν τον παραλογισμό, αναρωτιέμαι αν αρκεί απλώς η κατάργηση του δήθεν «πανεπιστημιακού ασύλου». Κατά τη γνώμη μου, παραμένει ακέραιο το πρόβλημα της καθημερινής εσωτερικής αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών χώρων που καλύπτει το «άσυλο». Αντίθετα με όσα φαντάστηκαν κατά καιρούς διάφορες πρυτανικές αρχές, οι απλοί φύλακες, κλητήρες, «σεκιουριτάδες», δεν αρκούν. Χρειάζεται, επιπλέον, οι επιφορτισμένοι με την εσωτερική αστυνόμευση να διαθέτουν όλο το οπλοστάσιο της νόμιμης βίας, καθώς και το δικαίωμα να προβαίνουν σε συλλήψεις.
Μήπως, λοιπόν, χρειάζεται να θεσπιστεί και κάποιου είδους πανεπιστημιακή αστυνομία; Η λύση αυτή παρουσιάζει το ανεκτίμητο πλεονέκτημα ενός σώματος ειδικευμένου και εξοικειωμένου σε καθημερινή βάση με τις ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες του πανεπιστημιακού χώρου, αντίθετα με τις συνήθεις αστυνομικές δυνάμεις.
Δεν έχω κατασταλαγμένη άποψη, ούτε επεξεργασμένη πρόταση. Έχω όμως την εμπειρία που έζησα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ. Υπήρχε ειδική πανεπιστημιακή αστυνομία, με πλήρη και αποκλειστική αρμοδιότητα για την πανεπιστημιούπολη (ελληνιστί campus). Αν χρειάζονταν ενισχύσεις (π.χ. σε περίπτωση ταραχών), ζητούσε συνδρομή από τη δημοτική αστυνομία ή και την πολιτειακή. Ανάλογα ίσχυαν και ισχύουν σε άλλα αμερικανικά πανεπιστήμια, όπως γνωρίζουν όσοι σπούδασαν εκεί.
Η δημιουργία εντελώς νέου σώματος, κατά το αμερικανικό πρότυπο, θα αντιμετώπιζε εδώ πολλές δυσκολίες και αντιστάσεις. Από τότε που κομματικές και συντεχνιακές σκοπιμότητες επέβαλαν τη συγχώνευση της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής με τη σύσταση της ΕΛ.ΑΣ., η χώρα μας είναι ίσως η μόνη στην Ευρώπη που έχει μία και μοναδική (χερσαία) αστυνομία. (Η δημοτική είναι αστυνομία μόνο κατ' όνομα.) Από τη δημιουργία νέου σώματος, ευκολότερη ασφαλώς θα ήταν η οργάνωση ειδικού τμήματος της ΕΛ.ΑΣ. σε κάθε ΑΕΙ.
Τέλος, υπάρχει μια ακόμα πιο ρηξικέλευθη ιδέα: να ενσωματωθούν οι αστυνομικές σχολές στα ΑΕΙ και να αποτελέσουν την πανεπιστημιακή αστυνομία οι μαθητές τους. Η λύση αυτή παρουσιάζει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι μειώνει την επικίνδυνη αποξένωση της αστυνομίας από την κοινωνία, αλλά ασφαλώς συνεπάγεται τα μεγαλύτερα προβλήματα εφαρμογής.
Δημήτρης Χριστόπουλος
Το πανεπιστημιακό άσυλο δεν γίνεται να καταργηθεί. Για άλλο πράγμα συζητάμε σήμερα.
Σε αντίθεση με ό,τι νομίζεται εσχάτως, το πανεπιστήμιο δεν είναι χώρος που εξασφαλίζει το γενικό ακαταδίωκτο, όπως π.χ. μια πρεσβεία. Είναι άλλο πράγμα. Η πρεσβεία προσφέρει άσυλο διότι δεν διέπεται από τους νόμους τους κράτους στο οποίο βρίσκεται αλλά από τους νόμους του κράτους που εκπροσωπεί. Η πρεσβεία είναι άλλη επικράτεια. Το πανεπιστήμιο όχι. Και όμως, η συζήτηση περί «κατάργησης του ασύλου» κάτι τέτοιο υπονοεί. Και τούτο δεν είναι διόλου ανύποπτο.
Ας κάνουμε έναν άλλο συνειρμό – μπορεί να είναι διαφωτιστικός, με δεδομένη βέβαια τη διαφορά των δύο πεδίων. Το άρθρο 9 του συντάγματος υπαγορεύει ότι «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη». Αυτό είναι το οικογενειακό άσυλο. Αν κάποιοι ανεπιθύμητοι μπουν στο σπίτι μας, αυτό παραβιάζει το οικογενειακό μας άσυλο. Αν καλέσουμε την αστυνομία να τους βγάλει, δεν έχουμε κατάργηση του ασύλου. Προστασία του έχουμε. Εφόσον όμως εμείς θέλουμε να κρατήσουμε τους επισκέπτες, η Αστυνομία δεν μπορεί να έρθει μόνη της να τους βγάλει. Εμείς αποφασίζουμε. Ούτε η αστυνομία, ούτε οι γείτονες. Αν όμως −είτε εμείς, είτε οι επισκέπτες− εμπορευόμαστε ναρκωτικά π.χ., τότε το άσυλο υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη να διωχθεί το έγκλημα και η Αστυνομία θα μπει, είτε θέλουμε είτε όχι. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση του ασύλου. Σημαίνει στιγμιαία άρση του προς διαφύλαξη της νομιμότητας.
Θα ήταν αδιανόητο σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις μια κυβέρνηση να επενέβαινε συνηγορώντας υπέρ της κατάργησης του οικογενειακού ασύλου, όπως συμβαίνει με το πανεπιστημιακό άσυλο σήμερα. Αντιθέτως, ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η διασφάλιση του ασύλου σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη της αυτονομίας της βούλησης εκάστου να αποφασίζει ανεπηρέαστος ποιους θέλει (και ποιους δεν θέλει) στον χώρο του υπό τη σκέπη της νομιμότητας. Αυτό είναι το ζητούμενο. Διότι αν η αστυνομία επεμβαίνει όποτε αυτή θέλει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βούληση του ενδιαφερομένου, πάλι παραβιάζονται δικαιώματα.
Aν ο οποιοσδήποτε πολίτης απλώς σηκώνει το τηλέφωνο και παίρνει το 100 διότι βλέπει κάτι που του κακοφαίνεται στο πανεπιστήμιο και η Αστυνομία επεμβαίνει, αυτό είναι απλώς αδιανόητο.
Η νέα κυβέρνηση έχει αναγάγει σε πρώτης γραμμής προτεραιότητα την «κατάργηση του ασύλου». Βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας περιφέρονται στις τηλεοράσεις ξιφουλκώντας εναντίον του «ασύλου της ανομίας», ενώ η κοινή γνώμη έχει πειστεί ότι πρόκειται για μια επιβεβλημένη νομοθετική ρύθμιση που θα γλιτώσει τη χώρα από την ασυλία της παραβατικότητας εντός των ελληνικών πανεπιστημίων: το «άσυλο της ανομίας» πρέπει να καταργηθεί...
Τα προηγούμενα όμως είναι εσφαλμένα και επικίνδυνα. Είναι εσφαλμένα διότι σε μια δημοκρατία δεν νοείται νομοθετική κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, όπως δεν νοείται κατάργηση του οικογενειακού ασύλου. Είναι όμως και επικίνδυνο διότι εκπέμπει έναν τραυματικό για τη δημοκρατία συμβολισμό που εθίζει την κοινωνία στην αυταρχική ανθρωποφαγία.
Στη σφαίρα του πανεπιστημίου υπάρχει ακόμα πιο ζωτική ανάγκη ελευθερίας απ' ό,τι στην υπόλοιπη κοινωνία. Γι' αυτό και κάνουμε λόγο στο σύνταγμα για «ακαδημαϊκή ελευθερία» που συνιστά τον μέγιστο βαθμό ελευθερίας για την έκφραση και διάδοση απόψεων και ιδεών που μπορεί να υπάρχει θεσμικά σε μια κοινωνία. Στο σχολείο μπορεί και πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί στο τι λέγεται. Στο πανεπιστήμιο ο βαθμός αυτής της ελευθερίας είναι ανεπιφύλακτος. Για τον λόγο αυτό, όλα τα συντάγματα των φιλελεύθερων και δημοκρατικών πολιτειών εισάγουν την ακαδημαϊκή ελευθερία ως την πλέον διευρυμένη εκδοχή της ελευθερίας του λόγου που ούτως ή άλλως διέπει τη δημόσια σφαίρα.
Μπορούμε, λοιπόν, γενικά να πούμε ότι το πανεπιστημιακό άσυλο παραβιάζεται όταν ο οποιοσδήποτε μπαίνει απρόσκλητος σε έναν πανεπιστημιακό χώρο και μετέρχεται πράξεις που δεν αφορούν την ακαδημαϊκή ελευθερία. Έστω κι έτσι όμως, η συζήτηση δεν προσφέρεται για αφορισμούς. Οι αφορισμοί είναι απλώς ένδειξη άγνοιας. Όσοι εργαζόμαστε στο ελληνικό πανεπιστήμιο το πονάμε το θέμα και ξέρουμε πόσο περίπλοκο είναι. Ένας τηλεσχολιαστής ή αρθρογράφος μπορεί να λέει ό,τι νομίζει, όταν όμως είσαι ενώπιον χιλιάδων φοιτητών τα πράγματα είναι ευαίσθητα και δύσκολα, είτε είσαι δεξιός, είτε αριστερός, είτε οτιδήποτε. Άρα να μη νομίσουμε ότι μπορεί τα ζητήματα να λυθούν επί χάρτου. Και κυρίως δεν λύνονται διά της «κατάργησης του ασύλου»: πρόκειται περί κολοσσιαίας και υποβολιμαίας παρεξήγησης.
Η «παρεξήγηση» όμως δεν είναι, εννοείται, ανέφελη. Είναι προϊόν πολιτικού μηνύματος και συμβολισμού: «πάταξη της ανομίας» από τη μια, «ανοχή» από την άλλη. Το άσυλο, δηλαδή, εργαλειοποιείται και προσφέρεται διά της «κατάργησης» ως μήνυμα μηδενικής ανοχής και επειδή, εκτός όλων των άλλων, η αριστερά τόσο καιρό δεν είχε το θάρρος να προστατέψει το άσυλο από αυτούς που το επιβουλεύονται είτε με πολιτικά είτε με άλλα κίνητρα που εντάσσονται στον χώρο της μικροπαραβατικότητας.¹
Αυτό για μένα είναι το κεντρικό: στο ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου η αριστερή αμηχανία έθρεψε τον δεξιό αυταρχισμό, ο οποίος πλέον έγινε ηγεμονικός. Έτσι οδηγηθήκαμε στον πολιτειακό παραλογισμό της συζήτησης περί κατάργησης του ασύλου. Είναι παραλογισμός διότι είναι σαν να λέμε ότι καταργούμε το άσυλο επειδή παραβιάζεται. Το άσυλο, όμως, δεν παραβιάζεται αν η Αστυνομία παρέμβει επειδή ο καθηγητής Άγγελος Συρίγος γρονθοκοπήθηκε στο Πάντειο. Το άσυλο παραβιάστηκε επειδή ο άνθρωπος γρονθοκοπήθηκε. Αυτό πρέπει να καταλάβουμε.
Ο υφιστάμενος νόμος προβλέπει ότι για κακουργήματα ο εισαγγελέας μπαίνει αυτεπάγγελτα στα πανεπιστήμια, ενώ για τα υπόλοιπα αποφασίζει το πρυτανικό συμβούλιο. Κατά την άποψή μου, ο νόμος δεν έχει μείζον πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι στο μήνυμα διά του νόμου. Τι μπορεί να αλλάξει; Η επέκταση της αυτεπάγγελτης εισαγγελικής παρέμβασης και για άλλα αδικήματα; Προβληματικό... Η έννομη τάξη διακρίνει τα αδικήματα για τα οποία υπάρχει αυτεπάγγελτη εισαγγελική παρέμβαση από εκείνα για τα οποία χρειάζεται να κινητοποιηθεί ο θιγόμενος. Και δεν το κάνει τυχαία.
Μήπως να αντικατασταθεί το πρυτανικό συμβούλιο από τον ίδιο τον πρύτανη; Πιθανώς αυτό να άρει την ατολμία, χωρίς να είναι σίγουρο. Πάντως, αν ο οποιοσδήποτε πολίτης απλώς σηκώνει το τηλέφωνο και παίρνει το 100 διότι βλέπει κάτι που του κακοφαίνεται στο πανεπιστήμιο και η Αστυνομία επεμβαίνει, αυτό είναι απλώς αδιανόητο.
Το μόνο σίγουρο στη συζήτηση είναι πως όταν η κυβέρνηση στέλνει κάποιο μήνυμα –όποιο μήνυμα κι αν είναι αυτό– η διοίκηση το λαμβάνει και λειτουργεί κατ' ακολουθίαν του, ευθέως ή έστω τεθλασμένα. Αν η κυβέρνηση στέλνει μήνυμα «μην μπούμε σε αντιπαράθεση», η Αστυνομία και το πρυτανικό συμβούλιο θα το σκεφτούν δυο και τρεις φορές. Αν, όμως, λέει «διαλύστε τους», τότε οι δισταγμοί υποχωρούν.
Εν κατακλείδι: Η υπερεστίαση στο άσυλο, επειδή αυτό έχει αναχθεί σε μείζον επίδικο για τα πανεπιστήμιά μας σήμερα στο όνομα μιας σισύφειας φαντασίωσης της ασφάλειας, απλώς τυφλώνει με την ακτινοβολία της. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τη σημασία που αυτό έχει για αρκετά ιδρύματα (ΑΠΘ, ΑΣΟΕΕ, Πάντειο, Πολυτεχνείο, Φιλοσοφική κυρίως), τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι αλλού.
Κατά τα λοιπά, ζήτω το πανεπιστημιακό άσυλο. Ζήτω η ακαδημαϊκή ελευθερία. Έναντι όλων.
1. Δεν αναφέρομαι εδώ σε βαριά εγκλήματα. Η Αστυνομία, κατά καιρούς, δεν έχει κανέναν περιορισμό να μπει στο ΑΠΘ όπου γίνεται εμπορία ναρκωτικών, όπως εξάλλου μπήκε. Με πενιχρά πάντως αποτελέσματα...