Η «κυρά-ντασκάλα», όπως τη λένε κάποια προσφυγόπουλα, βρίσκεται χρόνια στις επάλξεις της διαπολιτισμικής, συμπεριληπτικής παιδείας. Στοχοποιήθηκε μάλιστα από ακροδεξιά στοιχεία αφότου βρέθηκε «πρόσωπο με πρόσωπο» με τον Λαγό, όταν μαζί με άλλους Χρυσαυγίτες εισέβαλαν στο σχολείο της για να σπείρουν μίσος και φόβο.
«Το Ημερολόγιο μιας Δασκάλας» είναι το απόσταγμα αυτής της πολύχρονης εμπειρίας που χαρακτηρίζει σκληρή και θεραπευτική ταυτόχρονα. Περιλαμβάνει ιστορίες μεταναστών και προσφύγων μαθητών, κυρίως, καθώς και άλλων «διαφορετικών» παιδιών που άλλοτε σου σφίγγουν την καρδιά, άλλοτε πάλι την ανοίγουν διάπλατα, εκπαιδευτικές δράσεις με έμφαση στο καλλιτεχνικό κομμάτι, προσωπικά βιώματα αλλά και εκτιμήσεις τόσο για θέματα διδασκαλίας όσο και για το μεταναστευτικό-προσφυγικό γενικότερα. Με τη νέα σχολική χρονιά να ξεκινά τον επόμενο μήνα και με τα σχέδια της καινούργιας κυβέρνησης γι' αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα να μην είναι ακόμα ξεκάθαρα, η συζήτηση αυτή αποκτά επίκαιρο ενδιαφέρον.
Ο κοινωνικός και πολιτισμικός αντίκτυπος της μετανάστευσης, η στάση Πολιτείας, γονέων και εκπαιδευτικών, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, η αλληλεπίδραση των «ξένων» παιδιών με τα «δικά μας», η σημασία της αλληλεγγύης όπως επίσης κάποιες αμφιλεγόμενες, καθώς λέει, μορφές της που ευνοούν νοοτροπίες «ιδρυματοποίησης» είναι ανάμεσα στα όσα θίξαμε. Η ίδια πάντως βρίσκει ότι παρά τα λογιών «παρατράγουδα», οι Έλληνες είμαστε περισσότερο «ιδεολογικά εγκλωβισμένοι, ανασφαλείς και μπερδεμένοι» παρά συνειδητοί ρατσιστές, γι΄αυτό και έχει σημασία «να προσπαθούμε να προσεταιριζόμαστε αυτό τον κόσμο αντί να τον στήνουμε κατευθείαν απέναντι». Αισιοδοξεί δε για τη νεότερη γενιά η οποία, μεγαλώνοντας εξαρχής σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον, δείχνει να το αποδέχεται πολύ πιο φυσικά.
Τείνουμε, νομίζω, να υπερβάλλουμε για τα ρατσιστικά αισθήματα των Ελλήνων. Είναι σαφώς μια πραγματικότητα που μας πονάει και που βεβαίως αντιπαλεύουμε. Υπάρχει εντούτοις κι ένας άλλος τύπος Έλληνα που δεν του έχουμε δώσει, θαρρώ, πολλή σημασία και ο οποίος δίχως να είναι απαραίτητα ριζοσπαστικοποιημένος πολιτικά ξέρει να αγαπάει, να νοιάζεται, να μην αντιμετωπίζει το διαφορετικό σαν απειλή.
— Είσαι από το '16 συντονίστρια εκπαίδευσης προσφύγων, καταγίνεσαι όμως πολλά χρόνια με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Ασχολούμαι με το αντικείμενο αυτό ουσιαστικά αφότου ξεκίνησα να διδάσκω, μια εικοσαετία σχεδόν. Ως εικαστικός εκπαιδευτικός μάλιστα χρησιμοποιούσα εξαρχής την τέχνη για να γεφυρώσω τις δεξιότητες των παιδιών και να προωθήσω το αντιρατσιστικό, πολυπολιτισμικό μήνυμα, είτε αφορούσε πρόσφυγες και μετανάστες είτε άλλες μειονοτικές ομάδες.
Το 2014, στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος, έκανα ένα ταξίδι στη Ρουάντα που αποδείχθηκε καθοριστικό – έκτοτε αποφάσισα να αφοσιωθώ στα παιδιά αυτά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από την επόμενη χρονιά ξεκινήσαμε με συναδέλφους να προσφέρουμε εθελοντικά τις υπηρεσίες μας στις προσφυγικές δομές.
Το πρώτο ανοικτό καλλιτεχνικό εργαστήρι το στήσαμε το 2015 στο Πεδίο του Άρεως όπου είχαν κατασκηνώσει για μήνες πρόσφυγες. Με μουσαμάδες, χαρτόνια, μπογιές, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Η τέχνη αποδείχθηκε μια κοινή γλώσσα πολύ άμεση, προσελκύοντας πολλά προσφυγόπουλα – η ίδια η εκμάθηση μιας άλλης γλώσσας γινόταν ευκολότερη γι΄αυτά μέσω του σχεδίου και της ζωγραφικής. Για έναν περίπου χρόνο προτού μοιραστούν σε διάφορες εκπαιδευτικές δομές κάναμε πολλά τέτοια ανοικτά εργαστήρια. Βάσει μάλιστα αυτής της εμπειρίας στήσαμε στη συνέχεια το Δίκτυο Τέχνης και Δράσης πραγματοποιώντας ανάλογες δραστηριότητες στην πτέρυγα οροθετικών των φυλακών Κορυδαλλού, στη δομή του Red Umbrella, στο Γηροκομείο Αθηνών και αλλού.
— Έχεις βρεθεί στη δημοσιότητα για τη μαχητική αρθρογραφία αλλά και για τη θαρραλέα στάση σου όταν Χρυσαυγίτες εισέβαλαν στο 1ο δημοτικό του Νέου Ικονίου αξιώνοντας να μην επιτραπεί η φοίτηση παιδιών προσφύγων και μεταναστών.
Είμαι άνθρωπος ανήσυχος και επικοινωνιακός, έτσι ό,τι συνέβαινε στην τάξη μου το έβγαζα προς τα έξω, είτε μέσα από μπλογκ και κοινωνικά δίκτυα είτε αρθρογραφώντας.
Τον Ιανουάριο του '17 είχαμε διοργανώσει στο Σχιστό μια ομιλία για τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς του 1ου δημοτικού σχολείου στο Νέο Ικόνιο όπου επρόκειτο να φιλοξενηθούν πρόσφυγες μαθητές. Ακροδεξιοί πυρήνες επιχειρούσαν τότε να εμποδίσουν τη φοίτηση αυτών των παιδιών και να προσεταιριστούν γονείς και δασκάλους. Έτσι συνέβη όλο αυτό το σόου με την εισβολή του Λαγού και των ομοϊδεατών του στον χώρο του σχολείου για να ματαιώσουν την εκδήλωσή μας, με την ανοχή μάλιστα των παριστάμενων αστυνομικών.
Ακολούθως προσπάθησαν να βάλουν μπροστά γονείς ώστε να φανεί ότι η αντίδραση στη φοίτηση των προσφυγόπουλων είναι συλλογική, με πολύ μικρή ωστόσο επιτυχία. Τότε ήταν που έγραψα εκείνο το κείμενο-κάλεσμα προς τους γονείς που περιλαμβάνω και στο βιβλίο... Το υπουργείο Παιδείας επιχείρησε να αντιδράσει, όμως έπρεπε κάποιοι από μας τους δασκάλους να μηνύσουμε προσωπικά τους Χρυσαυγίτες τραμπούκους – μια διαδικασία στην οποία δεν θέλαμε να μπούμε. Οι ποινικές διώξεις είναι αρμοδιότητα της Πολιτείας και των θεσμών, αλλού δίνεται ο δικός μας αγώνας.
— Στοχοποιήθηκες εντούτοις άσχημα, θυμάμαι, για ένα διάστημα.
Ναι, μπήκα στο «μάτι» ακροδεξιών ιστότοπων και προφίλ όπως του Χρήστου Σκαλούμπακα. Αναδημοσίευσαν το εν λόγω κείμενό μου κι ένα ακόμα αντίστοιχο όπου υποστήριζα το δικαίωμα όλων των παιδιών στην εκπαίδευση, μαζί και φωτογραφία μου. Από κάτω ειρωνείες, χυδαιότητες, ακόμα και απειλές κατά της ζωής μου. Άλλος σχολιαστής πρότεινε να με κάψουν, άλλος να με βιάσουν, άλλος να με κρεμάσουν ανάποδα... είχαν τουλάχιστον φαντασία!
Με αναστάτωσε κάπως όσο να'ναι όλο αυτό, ειδικά σαν διαπίστωσα ότι ούτε η αστυνομία μπορούσε να με προστατέψει. Πήγα μέχρι τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος όπου μου είπαν ότι καθένας μπορεί να γράφει ό,τι θέλει στο Ίντερνετ, δεν υπάρχει κάποια αυτεπάγγελτη διαδικασία κι ότι για να κινηθούν θα έπρεπε να υποβάλω πρώτα η ίδια μήνυση στον Σκαλούμπακα και τη ΧΑ – έτσι λειτουργούν σε όλες τις καταγγελίες ηλεκτρονικού bullying. Όπως όμως στην περίπτωση της χρυσαυγίτικης «επιδρομής» στο Νέο Ικόνιο, έτσι κι εδώ απέφυγα να μπω σε δικαστική αντιπαράθεση μαζί τους.
— Αλήθεια, οι Έλληνες γονείς τι στάση έχουν κρατήσει γενικά απέναντι στα «ξενάκια»;
Η πλειοψηφία των γονέων είναι υπέρ της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων. Πέρα από τους καθαρά ακροδεξιών πεποιθήσεων που παπαγαλίζουν το αφήγημα ότι οι ξένοι θα μας πάρουν τη χώρα, τις δουλειές, τον πολιτισμό, θα μας κολλήσουν ασθένειες κ.λπ., οι περισσότεροι γονείς, ακόμα κι όσοι δεν αυτοχαρακτηρίζονται αριστεροί ή κάτι αντίστοιχο, δείχνουν διάθεση κατανόησης και αποδοχής. Δεν είναι κιόλας παράλογο κάποιος κόσμος χωρίς ιδιαίτερους μέχρι χτες προβληματισμούς να νιώθει μπερδεμένος με αυτή την κατάσταση. Χρέος δικό μας είναι να μην τον στήσουμε εξαρχής «απέναντι» αλλά να τον φέρουμε στα δικά μας «νερά», να μπορέσει να εκτιμήσει διαφορετικά τα πράγματα.
Δεν πρόκειται καν για ένα καινούργιο φαινόμενο. Ρητορική μίσους, ξενοφοβία και ρατσισμός υπήρχαν και παλιότερα στην εκπαίδευση και όχι μόνο. Τα πράγματα ήταν μάλιστα πολύ χειρότερα προ εικοσαετίας όταν κατέφθασαν οι πρώτοι μετανάστες από Αλβανία και άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Θυμάμαι ότι τα Αλβανάκια ειδικά στοχοποιούνταν και στιγματίζονταν όχι μόνο στο σχολείο αλλά σε όλες τους τις δραστηριότητες. Οτιδήποτε παραβατικό, κάποια κλοπή ή βανδαλισμός π.χ., αποδιδόταν αυτομάτως σε αυτά.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά πριν από αρκετά χρόνια όταν δούλευα σε σχολείο στα Κάτω Πατήσια που παιδιά από την Αλβανία 12-13 χρονών υποβάλλονταν σε σωματικό έλεγχο από συμμαθήτριές τους εν είδει «παιχνιδιού». Τους άνοιγαν τις τσάντες να δουν αν έχουν κάτι «παράνομο», τέτοια. Δεν υπήρχαν μάλιστα τότε –εξόν λίγες αλληλέγγυες πρωτοβουλίες– θεσμοί να στηρίξουν αυτά τα παιδιά τα οποία ζούσαν σε έναν παράλληλο κόσμο, ακατάληπτο για μας τους υπόλοιπους.
— Τα ίδια τα ελληνικής ιθαγένειας παιδιά πώς αντιδρούν;
Παρατηρώ ότι είναι πιο προχωρημένα από τους ενήλικους. Ακόμα κι αν τα «βομβαρδίζει» με αρνητικά μηνύματα το περιβάλλον ορισμένων. Κάθονται, βλέπεις, στα ίδια θρανία με τα προσφυγόπουλα και τα μεταναστόπουλα, διαβάζουν μαζί, παίζουν μαζί, φλερτάρουν κιόλας σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες. Δεν κάνουν διακρίσεις, δεν το σκέφτονται καν σαν πρόβλημα ότι ο άλλος έχει διαφορετική καταγωγή, θρησκεία ή χρώμα γιατί ακριβώς μεγάλωσαν έχοντας ως δεδομένη μια πραγματικότητα που «δυσκολεύει» κάποιους από μας.
Βλέπω για παράδειγμα τα φιλαράκια του ανιψιού μου και χαίρομαι που πλέον δημιουργούνται πολλές «πολύχρωμες» παρέες παιδιών, πολυεθνικές κι ανοικτόμυαλες, χαίρομαι που παιδάκια από άλλες φυλές και ηπείρους μιλάνε τη γλώσσα μου σαν δική τους. Έχω πολλές συγκινητικές ιστορίες Ελληνόπουλων που εκφράζανε με διάφορους τρόπους την αλληλεγγύη τους – θυμάμαι π.χ. τα «τεταρτάκια» στο 9ο δημοτικό Αγίου Δημητρίου να συγκεντρώνουν με δική τους πρωτοβουλία χρήματα ώστε να προμηθεύσουν εξοπλισμό στο νηπιαγωγείο που φτιάχναμε τότε στο Σχιστό: μαξιλάρια, τραπεζάκια, καρέκλες, γραφική ύλη κ.λπ.
— Δεν είναι οπότε, πιστεύεις, τα πράγματα τόσο «μαύρα».
Όχι και ευτυχώς. Τείνουμε, νομίζω, να υπερβάλλουμε για τα ρατσιστικά αισθήματα των Ελλήνων. Είναι σαφώς μια πραγματικότητα που μας πονάει και που βεβαίως αντιπαλεύουμε. Υπάρχει εντούτοις κι ένας άλλος τύπος Έλληνα που δεν του έχουμε δώσει, θαρρώ, πολλή σημασία και ο οποίος δίχως να είναι απαραίτητα ριζοσπαστικοποιημένος πολιτικά ξέρει να αγαπάει, να νοιάζεται, να μην αντιμετωπίζει το διαφορετικό σαν απειλή.
Μπορεί πολλοί άνθρωποι να είναι εγκλωβισμένοι ιδεολογικά, ανασφαλείς, εξουθενωμένοι επίσης από όσα απανωτά συνέβησαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια, ωστόσο σε γενικές γραμμές οι περισσότερες τοπικές κοινωνίες καλοδέχτηκαν τους πρόσφυγες. Όταν έγιναν τα επεισόδια με τους Χρυσαυγίτες στο Νέο Ικόνιο είχε, θυμάμαι, βγει μια δημοσκόπηση η οποία έδειχνε πως το 70% των γονιών της περιοχής τάσσονταν υπέρ της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων στα ίδια σχολεία με τα δικά τους παιδιά. Ωστόσο τα ΜΜΕ δεν εστίασαν εκεί αλλά στους 5-10 «εγκάθετους» που δημιούργησαν τη φασαρία...
— Μιλώντας με δασκάλους για το ζήτημα της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων άκουγα ότι δεν μπορεί να γίνει εύκολα συστηματική δουλειά γιατί εκτός των άλλων τα περισσότερα, όπως άλλωστε και οι οικογένειές τους, βλέπουν την Ελλάδα ως προσωρινό σταθμό.
Αυτό είναι πράγματι ένα επιπλέον πρόβλημα. Το '16 το υπουργείο Παιδείας εφάρμοσε την άνευ προϋποθέσεων υποδοχή μαθητών από οικογένειες που αιτούνται άσυλο σε δημόσια σχολεία. Ένα μέτρο μάλλον μοναδικό στην Ευρώπη, ιδιαίτερα θετικό όσο αφορά την κοινωνικοποίηση, καθώς επίσης θεραπευτικό για παιδιά που προέρχονται από εμπόλεμες ζώνες έχοντας στερηθεί ακόμα και τη βασική εκπαίδευση.
Από κει και πέρα όμως δημιουργούνται διάφορα θέματα, ορισμένα δε ξεκινούν από τις προσφυγικές κοινότητες καθαυτές. Αν εσύ θέλεις άμεσα με κάθε τρόπο να φύγεις για Ευρώπη, όσες βοήθειες κι αν σου προσφέρονται σε αφήνουν μάλλον αδιάφορο. Υπάρχουν παιδιά που βρίσκονται δύο και τρία χρόνια στη χώρα και δεν ξέρουν λέξη ελληνικά, όταν τα παιδιά Αλβανών μεταναστών προ εικοσαετίας μάθαιναν τη γλώσσα μέσα σε τρεις μήνες ακριβώς επειδή έβλεπαν την Ελλάδα ως τη νέα πατρίδα τους κι επιθυμούσαν άμεση ενσωμάτωση. Τα ίδια προσφυγάκια αν βρεθούν στη Γερμανία π.χ., θα μάθουν γερμανικά όσο γρήγορα μάθανε ελληνικά εκείνα τα Αλβανάκια.
Αυτή η κατάσταση διαρκούς αναμονής και μιας ελπίδας που συνορεύει με την ψευδαίσθηση κρατά κάποιο κόσμο «καθηλωμένο» στο εκπαιδευτικό, το εργασιακό και άλλα ζητήματα, ευνοώντας φαινόμενα ιδρυματισμού και μια κουλτούρα εξάρτησης.
— Έχεις δουλέψει και με Ρομά μαθητές που είναι συχνά εξίσου «ανεπιθύμητοι».
Ναι, σε Μενίδι και Ίλιον. Όπως γράφω, η λανθασμένη μέθοδος που ακολουθήσαμε για την ένταξη των Ρομά μοιάζει πολύ με αυτήν που εφαρμόσαμε τώρα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Τους πετάξαμε μερικά ξεροκόμματα εν είδει επιδομάτων και πιστέψαμε ότι έτσι θα λυθεί αυτόματα το πρόβλημα. Χρειάζονταν όμως περισσότερα πράγματα όπως o σεβασμός στη δική τους ιδιαίτερη κουλτούρα, η κατανόησή της κ.λπ.
Τώρα, τόσο στους Ρομά όσο και στους πρόσφυγες από συντηρητικές ισλαμικές κοινωνίες, κυρίως, θα συναντήσεις αφενός οικογένειες αποφασισμένες να στείλουν στο Πανεπιστήμιο τα παιδιά τους και να ανοιχτούν γενικότερα στην κοινωνία, αφετέρου άλλες πιο κλειστές που ακολουθώντας τις «παραδόσεις» θα παντρέψουν τα παιδιά τους από την προεφηβεία ακόμα, θα τα προσανατολίσουν να συναναστρέφονται μόνο ομόθρησκους ή ομόφυλους, θα θεωρήσουν πολυτέλεια την εκπαίδευσή τους κ.λπ. Χρειάζονται επομένως βήματα κι από τις δύο πλευρές.
Φυσικά κάθε περίπτωση διαφέρει, δεν υπάρχει κάποιος γενικός κανόνας σχετικός με τη φυλή, την εθνικότητα ή το θρήσκευμα. Έχω γνωρίσει πάντως πολλές τέτοιες προοδευτικές οικογένειες προσφύγων και Ρομά, κάποτε δε συνάντησα Ρομά με διδακτορικό στη Θεολογία που περιμένοντας να διοριστεί πουλούσε χαλιά στα πανηγύρια!
— Οι εκπαιδευτικοί μας πόσο καλά ανταποκρίνονται πιστεύεις στις ανάγκες μιας διαπολιτισμικής παιδείας;
Πολλοί εκπαιδευτικοί έχουν μεν πράγματι τη θέληση να προσφέρουν, όχι όμως και την κατάρτιση. Το υπουργείο έκανε μια προσπάθεια να μοριοδοτήσει τους έχοντες κάποια πτυχία ή μεταπτυχιακά στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, υπήρξαν όμως συνδικαλιστικές αντιδράσεις καθώς θεωρήθηκε διάκριση. Δεν αναζητήθηκε κάποια καλύτερη λύση ενώ ταυτόχρονα δεν είναι κι ο ευκολότερος πληθυσμός αυτοί οι μαθητές. Πολλοί δεν πήγαν ποτέ σχολείο και πέρα από τη γλώσσα αντιμετωπίζουν κι άλλες δυσκολίες προσαρμογής, χρειάζονται οπότε δάσκαλους με ανάλογη κατάρτιση.
— Κάποιες εμπειρίες από το πεδίο αυτό που σου έμειναν περισσότερο;
Αρκετές ώστε να βγάλω ολόκληρο βιβλίο! Θα σταθώ όμως ιδιαίτερα στην περίπτωση του κουρδικής καταγωγής Mhamad Nakam που επιμελήθηκε και το εξώφυλλο. Ο «μικρός Βαν Γκονγκ», όπως τον λέγαμε, είναι από εκείνα τα προσφυγόπουλα που ήρθαν μόνα τους και που επέλεξαν να παραμείνουν στην Ελλάδα και να φτιάξουν εδώ τη ζωή τους. Αρχικά, μάλιστα, προτίμησε να μείνει στον δρόμο από το να πάει σε κάποια δομή, δεν ήθελε να «γκετοποιηθεί». Σήμερα ζει από την τέχνη του, νοικιάζει δικό του σπίτι, είναι πια «ένας από μας».
Ένα άλλο ευχάριστο είναι να βλέπεις κορίτσια ιδίως από χώρες όπως είπαμε συντηρητικές, θρησκευτικά και κοινωνικά, να ανταποκρίνονται με μεγάλο ενθουσιασμό στα ερεθίσματα του νέου τους σχολικού περιβάλλοντος που είναι και γι' αυτά μια πρώτη ευκαιρία επαφής με ένα άλλο πολιτισμικό μοντέλο. Ντύνονται πιο ευρωπαϊκά, κινούνται κι εκφράζονται πιο ελεύθερα, τολμούν το φλερτ, δοκιμάζουν δηλαδή πράγματα που μέχρι πρόσφατα τους ήταν απαγορευμένα.
— Επιμελείσαι επίσης εδώ και χρόνια το Παιδικό Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Τέχνης και Αποδοχής.
Πρόκειται για μια δράση που ξεκίνησε το 2001 και πραγματοποιείται κάθε Μάιο – εξαίρεση ο φετινός εξαιτίας των εκλογών! Προσκαλούμε μετανάστες και πρόσφυγες καλλιτέχνες και στήνουμε μια γιορτή υπέρ της αποδοχής και της συνύπαρξης με θέατρο, μουσική, εικαστικά κ.λπ. Αρχικά διεξαγόταν σε σχολεία και την τελευταία διετία στον πεζόδρομο του Θησείου υπό την αιγίδα του δήμου Αθηναίων. Εκεί σκοπεύουμε να το στήσουμε και του χρόνου, σε συνεργασία μάλιστα με τις προσφυγικές κοινότητες. Ενθαρρύνουμε επιπλέον τη διοργάνωση κι άλλων τέτοιων φεστιβάλ ανά τη χώρα, ήδη ετοιμάζεται ένα αντίστοιχο στην Κρήτη.
— Κρατάς επαφές με πρόσφυγες πρώην μαθητές-τριες σου που τελικά «ρίζωσαν» κάπου στην Ευρώπη;
Βέβαια, με αρκετούς, μέσω Facebook κυρίως. Χαίρομαι να μαθαίνω ότι προκόβουν, συγκινούμαι δε όταν εκφράζουν ευγνωμοσύνη για τη λίγη έστω βοήθεια που τους προσέφερα. Όχι, δεν ρωτώ ποτέ αν είναι καλύτερα εκεί που βρίσκονται τώρα, δεν θα είχε καν νόημα, ωστόσο οι περισσότεροι-ες τρέφουν πολύ καλά αισθήματα για τη χώρα μας. Υπάρχουν έπειτα περιπτώσεις που έφτασαν μεν στη Γερμανία ή αλλού αλλά τελικά επέστρεψαν οικειοθελώς στην Ελλάδα, βρήκαν ότι τους ταιριάζει καλύτερα αυτό εδώ το «χυμαδιό»!
— Στο βιβλίο μέμφεσαι και κάποιες μορφές συμπαράστασης που τείνουν, καθώς λες, στη χειραγώγηση.
Κοντά στην αυθεντική αλληλεγγύη υπάρχει δυστυχώς και η «χειριστική», έστω κι αν έχει καλές προθέσεις. Είναι κάποιοι άνθρωποι που πιστεύουν ότι ξέρουν καλύτερα από τους πρόσφυγες τι θέλουν και πώς. Σε χειρισμό της εικόνας του πρόσφυγα προβαίνουν ακόμα και ΜΜΕ.
Αναφέρω μάλιστα μια περίπτωση γνωστού μου παιδιού που αφού πείστηκε να μιλήσει σε κάποια εφημερίδα, εκφράστηκε με ζέση κι αισιοδοξία για τη νέα του ζωή εδώ, τις ελευθερίες που απολάμβανε, τις καινούργιες παρέες, τις προσδοκίες του κ.λπ. Όταν όμως η συνέντευξη δημοσιεύτηκε, ήταν σαν να την έδωσε άλλο πρόσωπο. Οι απαντήσεις απέπνεαν απελπισία, μιζέρια και θυματοποίηση γιατί αυτό έκρινε ο συντάκτης ή οι προϊστάμενοί του ότι «πουλούσε» περισσότερο!
Υπάρχει θα έλεγα μια εμμονή στην εικόνα του δυστυχισμένου πρόσφυγα που δεν είναι πάντοτε ρεαλιστική. Υπάρχουν π.χ. παιδιά που ζουν πάνω από πέντε χρόνια στην Ελλάδα, έχουν αποκτήσει πια άλλα βιώματα και παραστάσεις αλλά εμείς εξακολουθούμε να τους ζητάμε να ζωγραφίσουν τη φουσκωτή βάρκα ή το σπίτι τους που κάηκε. Κάποιοι πανεπιστημιακοί ερευνητές πάλι ζητούσαν άδεια να μπουν στις δομές για να καταγράψουν το καταθλιπτικό προφίλ των προσφύγων. Ε, φτάνει κάπου με αυτή τη νοοτροπία. Δεν είναι καν αναλογικά περισσότεροι οι πρόσφυγες με παθολογική κατάθλιψη από ό,τι ο υπόλοιπος πληθυσμός.
Ο διαρκής οίκτος δεν είναι αλληλεγγύη, εθίζει επιπλέον τους ίδιους τους «ωφελούμενους» στην αδράνεια και την αυτολύπηση. Εγώ, ας πούμε, δεν θέλω –και ούτε εκείνος– να είναι «ο Μοχάμετ ο πρόσφυγας», θέλω να είναι «ο Μοχάμετ ο ζωγράφος», ο γιατρός, ο μάγειρας, ο μηχανικός κ.λπ., να μην περιορίζεται δηλαδή στην πρώτη του ταυτότητα όντας πια πολίτης.