Κλασική Μουσική σε Περιόδους Κρίσεων: Μία συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών

Πέντε έργα με πυρήνα την έννοια του ηρωισμού, με αφορμή τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στις 6 Μαρτίου.

LIFOTEAM 3.3.2020 | 10:00

ADVERTORIAL

Αν η μουσική είναι η αναπαράσταση, η έκφραση των πιο μύχιων εμπειριών και συναισθημάτων, είναι σαφές ότι η κατάσταση πολέμου και οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν θα μπορούσαν παρά να αποτελούν αστείρευτη πηγή έμπνευσης.

 

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όσοι συνθέτες κλασικής και συμφωνικής μουσικής έζησαν σε ταραχώδεις εποχές, άφησαν πίσω τους μνημειώδη έργα, με αναφορές στα συγκλονιστικά γεγονότα κάθε εποχής. Έργα τα οποία ξεχωρίζουν όχι μόνο για τη δύναμη των συναισθημάτων, αλλά και για το καθολικό τους μήνυμα.

 

Με αφορμή τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στις 6 Μαρτίου, που στον πυρήνα της φέρει την έννοια του ηρωισμού, παρακάτω ένα Top 5 έργων:


Γιόζεφ Χάυντν – Λειτουργία σε εποχή πολέμου

Ο τίτλος ίσως αρκεί για να υποδείξει το πλαίσιο της σύνθεσης, η οποία γράφτηκε τον Αύγουστο του 1796 κατά τον ευρωπαϊκό πόλεμο που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση. Εκείνη την περίοδο, τα αυστριακά στρατεύματα βρίσκονταν στο μέτωπο και περνούσαν δύσκολες στιγμές. Έχοντας ηττηθεί από τους Γάλλους στην Ιταλία και τη Γερμανία, τα στρατεύματα φοβούνταν επικείμενη εισβολή. Η Λειτουργία αναπαριστά γλαφυρά αυτή τη σύγκρουση και την πνοή της αλλαγής - ειδικά τα δύο μέρη, που φέρουν τους τίτλους Benedictus και Agnus Dei, δίνουν μια ισχυρή εικόνα της ταραχώδους διάθεσης της εποχής.

 

Κλασική Μουσική σε Περιόδους Κρίσεων: Μία συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών

 

Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκυ – Ουβερτούρα 1812

Σύνθεση που ακούγεται συχνά πλέον κατά τον εορτασμό της 4ης Ιουλίου στις ΗΠΑ, η Ουβερτούρα 1812 γράφτηκε το 1880, για τα εγκαίνια της Έκθεσης Βιομηχανικών Εφαρμογών του 1882. Ο Τσαϊκόφκσυ εμπνεύστηκε, όπως φαίνεται και στον τίτλο, από το γαλλορωσικό πόλεμο του 1812 και τη νίκη της Τσαρικής Ρωσίας. Η μουσική του έργου αντιπροσωπεύει μια κατά γράμμα αναπαράσταση της στρατιωτικής εκστρατείας: Τον Ιούνιο του 1812 η μέχρι τότε αήττητη Μεγάλη Στρατιά - που αριθμούσε μισό και πλέον εκατομμύριο εμπειροπόλεμους στρατιώτες και σχεδόν 1200 πυροβόλα- διέσχισε τον ποταμό Νέμαν στη Λιθουανία, κατευθυνόμενη προς τη Μόσχα. Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, γνωρίζοντας ότι ο Ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνο ένα κλάσμα αυτής της δυνάμεως, καθώς ήταν άπειρος και ελλιπώς εξοπλισμένος, κάλεσε τον λαό να προσευχηθεί για απαλλαγή και ειρήνη. Ο ρωσικός λαός ανταποκρίθηκε μαζικά, συγκεντρωνόμενος στους ναούς όλης της αυτοκρατορίας και προσευχήθηκε για τη θεϊκή παρέμβαση (ο εναρκτήριος ύμνος). Στη συνέχεια, ακούμε τις δυσοίωνες νότες της προσεγγίζουσας συγκρούσης και της προετοιμασίας για μάχη με ίχνη απελπισίας, αλλά και μεγάλου ενθουσιασμού, που ακολουθούνται από τους ήχους της «Μασσαλιώτιδας» καθώς οι Γάλλοι πλησιάζουν.

 

Ακολουθούν αψιμαχίες και εναλλαγές υποχωρήσεων, ενώ οι Γάλλοι συνεχίζουν να προελαύνουν και η «Μασσαλιώτιδα» δυναμώνει. Ο Τσάρος κάνει έκκληση στο πνεύμα του ρωσικού λαού να προβάλλει τα στήθη του και να υπερασπισθεί την πατρίδα. Καθώς οι χωρικοί συμμορφώνονται με την έκκλησή του, ακούμε παραδοσιακή ρωσική δημοτική μουσική. Η «Μασσαλιώτιδα» επιστρέφει δυνατά με ήχους μάχης, καθώς οι Γάλλοι φθάνουν στη Μόσχα. Τώρα ο ρωσικός λαός αρχίζει να συρρέει από τα χωριά και τις κωμοπόλεις προς τη Μόσχα με μέτρα της δημοτικής μουσικής και, καθώς συγκεντρώνονται, υπάρχει ένα ίχνος εορταστικού τόνου. Τώρα η «Μασσαλιώτιδα» ακούγεται σε αντιπαράθεση με τη δημοτική μελωδία, καθώς οι μεγάλοι στρατοί συγκρούονται στις πεδιάδες δυτικά της Μόσχας, ενώ η Μόσχα καίγεται.

 

Ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία η Μόσχα καταλαμβάνεται από τους Γάλλους και η κατάσταση μοιάζει απελπιστική, ο εκκλησιαστικός ύμνος «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου» που ανοίγει το έργο ακούγεται και πάλι καθώς ο Θεός επεμβαίνει, προκαλώντας μια χωρίς προηγούμενο βαθιά παγωνιά που οι Γάλλοι δεν μπορούν να αντέξουν (οι χειμερινοί άνεμοι κυριολεκτικά «φυσούν» στη μουσική). Επιχειρούν υποχώρηση, αλλά τα κανόνια τους κολλούν στο λασπώδες έδαφος που παγώνει, περνούν στα χέρια των Ρώσων και στρέφονται εναντίον τους. Στο τέλος, ακούγονται κανονιοβολισμοί (συνολικά στο έργο υπάρχουν 16) και οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλη τη χώρα χτυπούν σε ευγνώμονα τόνο για την απαλλαγή από τους δόλιους και σκληρούς εχθρούς.

 

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν – Η νίκη του Γουέλινγκτον

Η Νίκη του Γουέλινγκτον ή Μάχη της Βιτόρια («Wellingtons Sieg oder die Schlacht bei Vittoria», όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά) είναι από τα λίγα έργα του συνθέτη, που δεν κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ρεπερτόριο των ορχηστρών σήμερα. Γράφτηκε το καλοκαίρι του 1813, για να υμνήσει τη νίκη του Δούκα του Γουέλινγκτον κατά των Γάλλων του Ναπολέοντα στη Μάχη της Βιτόρια επί ισπανικού εδάφους (21 Ιουνίου 1813).

 

Είναι άλλωστε γνωστό, ότι ο φιλελεύθερος και ρηξικέλευθος Μπετόβεν ήταν αρχικά θαυμαστής του Ναπολέοντα, επειδή πίστευε ότι ενσάρκωνε τις ιδέες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Μάλιστα, του είχε αφιερώσει την Τρίτη Συμφωνία του (γνωστή ως Ηρωική), αποσύροντας όμως την αφιέρωση, όταν έμαθε ότι στέφθηκε αυτοκράτορας. Όπως διηγείται ο μαθητής του Φέρντιναντ Ρις, ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης ξέσπασε με οργή, λέγοντας «ώστε δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Τώρα κι αυτός θα ποδοπατήσει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα, υποκύπτοντας μόνο στις φιλοδοξίες του. Θα τοποθετήσει τον εαυτό του πάνω από κάθε άλλο και θα γίνει τύραννος».


Η μουσική του έργου – στην οποία κεντρικό ρόλο κατέχουν τα πνευστά, σε μία εποχή που τα έγχορδα ήταν η κινητήριος δύναμη της Ορχήστρας – αναπαριστά τη μάχη ανάμεσα στους δύο στρατούς, συχνά με τρόπο ρεαλιστικό, χρησιμοποιώντας ήχο μουσκέτων, αλλά και εφέ από κανόνια. Για την αποτύπωση του σκηνικού της μάχης, ο Μπετόβεν ενσωματώνει επίσης τα πατριωτικά τραγούδια «Rule Britannia» και «God Save the King» (εθνικός ύμνος της Μ. Βρετανίας), όταν αναφέρεται στους Βρετανούς και τον λαϊκό σκοπό «Marlbrough s'en va-t-en guerre», όταν αναφέρεται στους Γάλλους.

 

Κλασική Μουσική σε Περιόδους Κρίσεων: Μία συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών


Ντμίτρι Σοστακόβιτς – Συμφωνία αρ.7 σε ντο μείζονα, έργο 60 «του Λένινγκραντ»

Γραμμένη υπό την πίεση της πολιορκίας του Λένινγκραντ από τους Ναζί, που διήρκεσε 872 ημέρες, η Έβδομη, αποτελεί ένα ακόμα τεκμήριο της ιδιοφυΐας του Σοστακόβιτς. Ο Ρώσος συνθέτης παρουσίαζε τα πρώτα δύο μέρη της Συμφωνίας σε φίλους του, το καλοκαίρι του 1941 στο Λένινγκραντ, όταν η ερμηνεία του διεκόπη από γερμανικό βομβαρδισμό. Οι σειρήνες της πόλης ηχούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, τη στιγμή που ο Σοστακόβιτς τελείωνε την εκτέλεση του γιγαντιαίου πρώτου μέρους, που – σχεδόν σαν από κάποιο παιχνίδι της μοίρας – αφηγείται το πως η ειρηνική και ευτυχισμένη ζωή καταρρέει από την απειλητική δύναμη του πολέμου. Τότε εκείνος, υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει για να συνεχίσει την ερμηνεία, αφού όμως πρώτα οδηγήσει την οικογένειά του σε ένα ασφαλές καταφύγιο.

 

Όπως έγραφε κάποια χρόνια αργότερα για την Έβδομη, ένας από τους ακροατές αυτού του – ομολογουμένως ανατρεπτικού – κειμένου, ο κριτικός τέχνης και συνθέτης Valerian Bogdanov-Berezovsky: «Είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα μιας συγχρονισμένης, στιγμιαίας δημιουργικής αντίδρασης στα γεγονότα, τη στιγμή που συμβαίνουν».


Στις 9 Μάρτη 1942, ο μαέστρος Karl Eliasberg ξεκίνησε να ανασυγκροτεί την, αποδεκατισμένη από τις κακουχίες της πολιορκίας, Ορχήστρα Ραδιοφωνίας του Λένινγκραντ. Ταυτόχρονα, δόθηκε άδεια σε στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, που ήταν μουσικοί, να φύγουν από το μέτωπο για να στελεχώσουν την ορχήστρα. Τον Ιούνιο του 1942, αντίτυπο της παρτιτούρας έφτασε στην πόλη του Λένινγκραντ (τη σημερινή Αγ. Πετρούπολη) με βραδινή πτήση για τον ανεφοδιασμό της πόλης και αφού μοιράστηκε σε όλους τους μουσικούς, ξεκίνησαν οι πρόβες της ορχήστρας, οι οποίες όμως διακόπτονταν από τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Ταυτόχρονα, η αδυναμία των μουσικών από την ταλαιπωρία της πολιορκίας ήταν μεγάλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν έφτασε το πρώτο σόλο της τρομπέτας έγινε σιωπή. «Λυπάμαι κύριε», είπε ο τρομπετίστας. «Απλώς δεν έχω τόση δύναμη στους πνεύμονές μου». Παρ' όλα αυτά, με τη στήριξη του μαέστρου αλλά και των κατοίκων του Λένινγκραντ που φρόντισαν να εξασφαλίσουν μέχρι και μεγαλύτερες μερίδες συσσιτίου για τους μουσικούς, οι πρόβες ολοκληρώθηκαν με επιτυχία.


Η πρώτη πλήρης παρουσίαση του έργου ήταν, όμως εξίσου καθηλωτική. Η πρεμιέρα έγινε στις 9 Αυγούστου του 1942, όχι τυχαία, καθώς ήταν η μέρα που ο Χίτλερ, σίγουρος για το αποτέλεσμα της μάχης, είχε διοργανώσει εορτασμό για την παράδοση του Λένινγκραντ. Η εξουθένωση των μουσικών ήταν φανερή, με τη φιγούρα του Dzaudhat Aydarov στα κρουστά να ξεχωρίζει, καθώς είχε κυριολεκτικά σωθεί τελευταία στιγμή από βέβαιο θάνατο. Ο Aydarov θεωρούνταν ήδη νεκρός, όταν ο μαέστρος Karl Eliasberg, απεγνωσμένος, επισκέφθηκε το νεκροτομείο για να βεβαιωθεί για το θάνατό του – εκεί τον βρήκε να κινείται και να αναπνέει. Τελικά, ο Aydarov ανέλαβε έναν από τους πιο απαιτητικούς ρόλους σε εκείνη την πρεμιέρα, χτυπώντας ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου που κυριαρχεί στο πρώτο μέρος της Συμφωνίας. Παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν, η αίθουσα της Φιλαρμονικής ήταν ασφυκτικά γεμάτη.

 

Την ώρα της συναυλίας, οι κανονιοβολισμοί είχαν σταματήσει, καθώς τα κανόνια του Σοβιετικού πυροβολικού έστειλαν περίπου 3.000 βλήματα στους Γερμανούς, εξασφαλίζοντας την σιωπή τους για την παράσταση, ενώ ο Eliasberg έδωσε το έναυσμα λέγοντας «Αυτή η συναυλία είναι μάρτυρας του πνεύματος, του κουράγιου και της θέλησης μας να πολεμήσουμε. Ακούστε, Σύντροφοι!».


Η συναυλία αναμεταδόθηκε σε όλη την πόλη με σκοπό όχι μόνο να ανυψωθεί το ηθικό των κατοίκων αλλά να καταβαραθρωθεί και εκείνο των αντιπάλων, οι οποίοι επίσης άκουγαν καθαρά την ερμηνεία. Ο διπλός αυτός στόχος επετεύχθη, όπως διηγούνται ένας πυροβολητής του Κόκκινου Στρατού: «Οι άντρες της μονάδας μου άκουγαν τώρα τη Συμφωνία με τα μάτια κλειστά. Φαίνονταν σάμπως ο ασυννέφιαστος ουρανός από πάνω μας να είχε γίνει μια καταιγίδα που ξέσπαγε σε μουσική» αλλά και ένας Γερμανός στρατιώτης: «Όταν άκουσα τη μετάδοση της συναυλίας κατάλαβα ότι το Λένινγκραντ δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια μας».

 

Κλασική Μουσική σε Περιόδους Κρίσεων: Μία συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών


Τζοακίνο Ροσσίνι - Η πολιορκία της Κορίνθου, εισαγωγή για ορχήστρα

Η όπερα «Η πολιορκία της Κορίνθου» είναι η πρώτη που ο Ροσσίνι έγραψε στα γαλλικά. Αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μεταφορά-αναβίωση της παλιότερης (ιταλικής) όπερας Maometto II (Μωάμεθ Β') που είχε ανέβει στη Νάπολη το 1820 χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Αντίθετα, η παρισινή πρεμιέρα της Πολιορκίας της Κορίνθου το 1826 ήταν θριαμβευτική. Οφείλει να σημειωθεί πάντως, ότι πολλά τμήματα της Πολιορκίας γράφτηκαν από τον συνθέτη για πρώτη φορά το 1826, δεν είναι δηλαδή μεταφορές προϋπάρχουσας μουσικής του Μωάμεθ Β'. Ανάμεσά σε αυτά είναι και η ορχηστρική Εισαγωγή, που παραμένει ως σήμερα δημοφιλής στο ρεπερτόριο των συμφωνικών συναυλιών. Η όπερα διαδραματίζεται στα 1459 και αναφέρεται στην πολιορκία της Κορίνθου από τις δυνάμεις του Μωάμεθ Β'. Στο επίκεντρο της δράσης βρίσκεται ο έρωτας της νεαρής Ελληνίδας Παμίρας για τον Μωάμεθ, κάτι που έρχεται ευθέως σε σύγκρουση με τα πατριωτικά της αισθήματα αλλά και το γεγονός ότι ο πατέρας της την προορίζει για σύζυγο του συμπατριώτη τους, Νεοκλή. Τελικά η φιλοπατρία νικά μέσα της, η Παμίρα απαρνιέται τον Μωάμεθ και προτιμά τον θάνατο. Όπως είναι προφανές, υπάρχει σαφής θεματική σχέση του έργου με την τότε πρόσφατη πολιορκία του Μεσολογγίου: η ηρωική έξοδος άλλωστε των πολιορκημένων Ελλήνων (10 προς 11 Απριλίου 1826) έγινε αμέσως γνωστή σε όλη την Ευρώπη και αφύπνισε τα συναισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού για τον αγώνα του ελληνικού έθνους.


Info

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Ώρα: 20:30

 

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ
Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης

Οδηγός Μουσικής