1.
Acid Baby Jesus - Selected Recordings: Από τις πιο ενδιαφέρουσες πολυσυλλεκτικές ελληνικές μπάντες της τρέχουσας δεκαετίας, οι Acid Baby Jesus μεταφέρουν άψογα στη σκηνή αυτά που φτιάχνουν στο στούντιο – και ενίοτε η σκηνική τους εμφάνιση ξεπερνάει το ηχογραφημένο αποτέλεσμα, κάτι που εξηγεί τις αλλεπάλληλες περιοδείες τους σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας περιέχει ηχογραφήσεις των 2-3 τελευταίων χρόνων, δημιουργώντας μια πιο καθαρή εικόνα των επιρροών και της εμβέλειάς τους. Νέα και παλιότερη ψυχεδέλεια («Night of the Pan») μπερδεύονται δεξιοτεχνικά με το garage των Nuggets, αμιγώς ελληνικά περάσματα («Ayahuasca Blues») διεισδύουν σε rockabilly ηχοχρώματα («Diogenes»), η folk στο «All your love» παίζει παιχνίδια με τα σάουντρακ των γουέστερν-σπαγγέτι («I 'm becoming a man»), το τζαμάρισμα στο «Omonia» μεταφέρει τη χαώδη ατμόσφαιρα της πλατείας Ομονοίας. Τους αποκαλούν «σαρωτικούς» – αρκεί να τους δεις στη σκηνή για να συμφωνήσεις. Το «Selected Recordings» κυκλοφόρησε τέλη του 2014, αλλά νομίζω ότι θα με/μας συντροφεύει για πολλούς μήνες του 2015.
2.
Sugahspank! & the Swing Shoes – A Holy Show: Μια μικρή εγκυκλοπαίδεια μαύρης μουσικής είναι το καινούργιο άλμπουμ της Sugaspank! με τους Swing Shoes. Μόνο που στη μαύρη ατμόσφαιρα υπεισέρχονται και οι ελληνικές επιρροές του γκρουπ, αφού το ζητούμενο είναι η τσιγγάνικη περιπλάνηση σε όλες τις μουσικές ηπείρους – για να κάνω ένα λογοπαίγνιο με τις gypsy πανηγυριώτικες παρεκτροπές των μουσικών. Τα μπλουζ (συνθέσεις της τραγουδίστριας και των μελών του γκρουπ ή διασκευές) δίνουν ξαφνικά τη θέση τους στην «Τυλληρκιώτισσα», ένα κυπριακό τραγούδι (το οποίοι οι παλιοί ίσως θυμούνται από τον Βιολάρη!) και στον σουινγκ-άτο Βλαχοαμερικάνο. Το κλαρινέτο και η φυσαρμόνικα μας πηγαινοφέρνουν από την τζαζ και τα μπλουζ στο βοντβίλ («Nobody knows you when you 're down and out») και στο έντεχνο μπλουζ των George και Ira Gerswin («It ain't necessarily so»). Το άλμπουμ ακούγεται σαν live – και είναι live (ηχογραφήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, την 1η Απριλίου της προηγούμενης χρονιάς). Όποιος έχει δει τη Sugaspank! στη σκηνή, ξέρει ότι είναι ένας μουσικός χείμαρρος που δεν τιθασεύεται εύκολα σε στούντιο.
3.
BLML - Panoptikon: Ο Γιώργος Καρανικόλας, γνωστός σ' εμάς ως κιθαρίστας του σπουδαιότερου αγγλόφωνου ελληνικού συγκροτήματος, των Last Drive, έφτιαξε τους Blackmail αρχές των '90s. Μετά από τρία άλμπουμ σε ύφος psych/post-punk, το σχήμα έπεσε σε αδράνεια ως το 2011, οπότε ξεκίνησε μια δεύτερη, εντυπωσιακά δυναμική πορεία. Ως BLML πλέον, κυκλοφόρησαν το «Gift» (2012) και φέτος επανήλθαν με το «Panoptikon». Το γκρουπ κινείται στον χώρο του post-psych, στον οποίο έχει εντάξει κάθε λογής επιρροές: pagan rock, prog, απόηχους κιθαριστικών συγκροτημάτων, τους Pink Floyd της εποχής Syd Barrett. Σφιχτός δίσκος, με προσεγμένες ενορχηστρωτικές λύσεις, βγήκε σε περιορισμένο αριθμό βινυλίων, η συσκευασία των οποίων περιέχει και το CD με δύο bonus remixes. Μας γοήτευσαν η «Arizona», τα γυναικεία φωνητικά στο «TM Mantra» και στο «Kamikaze 30», το «Small Time Troopers», το «Hunger», όχι όμως η διασκευή του «Magic Doors» των Portishead.
4.
Dusk - The Debut Of Crossing Lines: Τη λένε Αυγή Πλατανίδη, αλλά έχει υιοθετήσει το ψευδώνυμο Σούρουπο-Dusk. Τραγουδάει ένα γοητευτικό μείγμα indie και folk, εμβαπτισμένο σε γλυκιά, παλιομοδίτικη μελαγχολία. Παρότι η φωνή της είναι σαφώς πιο αέρινη, η ερμηνεία της φέρνει στο μυαλό την PJ Harvey. Το άλμπουμ της κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2014 και η ίδια έβαλε πρόσφατα το πλαίσιό του μέσα σε πέντε λέξεις: «Κάθαρση / ταξίδι / προβληματισμός / δύναμη / ελευθερία» (σε συνέντευξη στη Νίκη Μπουζιωτοπούλου, στο beater.gr). Από το φωτεινό και αιθέριο ντεμπούτο της Dusk ξεχωρίζουν το «What are the chances» (το οποίο την έκανε γνωστή το 2013), το «In the Sun», το «Questions of Existence» με την calexic-ική ενορχήστρωση, το «Never Ending Story». Στις 7/3 η Dusk θα εμφανιστεί στο Casa Bostani με τους φίλους και συνεργάτες της [Esterina, Spyreas (Cyanna Mercury), Κώστας Αντωνιάδης (GAD), Στάθης Δράκος (Minor Project), Pop Eye & Echo Train].
Τι άλλο καλό κυκλοφορεί;
Noel Gallagher's High Flying Birds
Chasing Yesterday
Είκοσι χρόνια μετά την εκτόξευση των Oasis στον γαλαξία της britpop, ας προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός αδελφός Gallagher ή τι είπε ο Noel για τον Damon Albarn. Για να ακούσουμε, όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, τον δεύτερο προσωπικό δίσκο του Noel. Όσοι του την έχουν στημένη, δεν θα βρουν πάρα πολλά επιχειρήματα για να τον «θάψουν»: δεν είναι «space jazz», όπως δήλωσε σε συνέντευξή του (δεν φτάνει ένα σαξόφωνο, Noel), απλώς ένας δουλεμένος, κιθαριστικός δίσκος με πολλές αναφορές στα βρετανικά '70s (David Essex, Paul Weller, Rolling Stones κ.λπ.) και στη σόουλ. Αν μη τι άλλο, η εμμονή του Noel στην μπιτλική τραγουδοποιία τού έχει μάθει πώς να γράφει μελωδίες που σε παρασύρουν να τις μουρμουρίσεις. Και το κυριότερο: στον δίσκο ξαναβρίσκουμε τις χαρακτηριστικές κιθάρες της britpop, τις οποίες έχουμε συνδυάσει με το αεράκι αισιοδοξίας των '90s. Στο repeat το δεύτερο σινγκλ «Ballad of the Mighty I» (παίζει ο Johnny Marr) αλλά και το πρώτο, το «Riverman». Και το «Mexican».
José Gonzalez
Vestiges & Claws
Ο Σουηδός με την αργεντίνικη καταγωγή και την εύθραυστη φωνή δεν είναι neo-folkie. Βαδίζει στο μονοπάτι που χάραξε η παλαιότερη σχολή των Βρετανών τραγουδοποιών Bert Jansch και Nick Drake. Ή μήπως μας διαφεύγει ότι η ακουστική κιθάρα και η ερμηνεία του φέρουν τη σφραγίδα της tropicalia και των Λατινοαμερικάνων τραγουδοποιών, όπως ο Κουβανός Silvio Rodriguez (τον οποίο θεωρεί νεανικό του ίνδαλμα); Οκτώ χρόνια μετά τον προηγούμενο προσωπικό του δίσκο (ο José δεν σταμάτησε ποτέ να συνεργάζεται με τους Junip), o εσωστρεφής τραγουδοποιός επιστρέφει μ' ένα άλμπουμ που για να το χαρείς πραγματικά, χρειάζεσαι ένα ζευγάρι ακουστικά και αυτοσυγκέντρωση. Γραμμένο στο σπίτι του José, στο Γκέτεμπουργκ, το «Vestiges & Claws» είναι ήρεμο και μελωδικό, με εσωστρεφείς στίχους και απόλυτα λιτή ενορχήστρωση («With the ink of a ghost», «Stories we built, stories we tell», «What Will»). Μοναδική συνοδεία του, καθώς παίζει δεξιοτεχνικά την κιθάρα του, είναι λίγα διακριτικά κρουστά και παλαμάκια, και το φλάουτο της Anna Melander – «στο Forest».
Black Yaya
Black Yaya
Ποιος θυμάται το εκκεντρικό ντουέτο των Γαλλοσουηδών Herman Dune, οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονταν anti-folk και κατάφεραν να εντυπωσιάσουν ακόμα και τον John Peel; Ο ένας εξ αυτών, ο David-Ivar, άλλαξε το όνομά του σε Black Yaya και μετά από «περιπλανήσεις στις εφτά θάλασσες», όπως δηλώνει, έβγαλε έναν δίσκο τον οποίο ο ίδιος αποκαλεί folk – αν και είναι πολύ περισσότερα πράγματα: και ηλεκτρονικός, και λίγο americana, αρκετά παιχνιδιάρικος και γεμάτος χιούμορ, όπως οι δίσκοι των Herman Dune. Ο Black Yaya θυμίζει τους They Might Be Giants, επειδή η φαινομενικά αφελής απλότητα των μελωδιών του κρύβει πολλά στρώματα συνειρμικής σκέψης, στα οποία εμπλέκονται οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, ο Μαρσέλ Ντυσάμπ, τα κόμικς και ένα πλήθος λογοτεχνικών και κινηματογραφικών πηγών. Για μια πρώτη ιδέα από το καλλιτεχνικό όραμα του παράξενου David-Ivar εξαιρετικά δείγματα είναι το ηλεκτρονικό «Flying a Rocket» και το bluegrass «Vigilante».
σχόλια