Ατμόσφαιρα παραίτησης σέρνεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα. Η επανεκλογή της κυβέρνησης, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αλλά και ο τραγέλαφος στο ΠΑΣΟΚ δημιουργούν μια αίσθηση εγκλωβισμού - σαν να μην υπάρχει περίπτωση ποτέ να γλυτώσουν οι Έλληνες από το Μινώταυρο που τρώει τις παρθένες τους (όσες απέμειναν εν πάση περιπτώσει). Αν και το φθινόπωρο είναι πάντα μια εποχή γεμάτη προσδοκίες, κανείς δεν έχει τη δύναμη ούτε τα πλήκτρα του να χτυπήσει για ένα λίβελο της προκοπής.
Αφού δεν έχει κανένα νόημα! Η κυβέρνηση, μεθυσμένη κι ανίκανη, άφησε τόσους ανθρώπους να πεθάνουν και το πιο πολύτιμο κομμάτι του φυσικού κάλλους της (την όντως ιερή Ολυμπία) να αμαυρωθεί. Σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς έχουν κυκλώσει θρασείς ανθρώπους που κορδακίζονται ότι είναι αρκετά άτεγκτοι για να μας κυβερνούν. Καλυμμένη ή απροκάλυπτη, η ίδια παλιά αλητεία έχει καταφάει τα θεμέλια του κράτους - κάτω από διαφορετικές σημαίες, γαλάζιες τώρα, πράσινες πριν, ερυθρές αύριο. Όσο κοντοζυγώνει ένα κόμμα στην εξουσία τόσο μολύνεται, τόσο μολύνει. Ιδίως σε αυτήν τη χώρα που δεν έχει δομές κοινωνικές, ιστό που να συγκρατεί τα ένστικτα σε ένα λογαριασμό - χώρα που πέρασε από το φιλότιμο της γειτονιάς, σούμπιτη, στον κυνικό μαρασμό της Δύσης. (Ο κόσμος ψήφισε Αριστερά απλώς και μόνο επειδή σαφώς δεν πρόκειται να λερωθεί από την πραγματικότητα της εξουσίας. Προτιμά τις έντιμες θεωρίες της από την πρακτική αισχρότητα των ανθρώπων που τον κυβερνούν.)
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι επανεξελέγησαν! Και στο ΠΑΣΟΚ ένας άνθρωπος που όντως γυαλίζει το μάτι του, ρήτωρ και άχρωμος μαζί, αυτοαναγορεύεται επόμενος ηγέτης της παράταξης με τους χυμένους φραπέδες πάνω του και ένα ακαθόριστο πλήθος φαιού ρουχισμού να τον χειροκροτεί στην είσοδο της Χαριλάου Τρικούπη, που μοιάζει με δεσμωτήριο. Στα λόγια του, που έχουν τη δικανική αιχμηρότητα του ξίφους (καλύτερα: του σουγιά), διακρίνεις μια ετοιμότητα που όμως δεν οδηγεί πουθενά, μια εξυπνάδα που κυνηγάει την ουρά της - κυρίως όμως διακρίνεις έναν εγωτισμό απύθμενο, επικίνδυνο, που προκαλεί τρικυμίες στο φλιτζάνι. Μόνο μια φράση: «Θέλω την εξουσία». Ούτε μια δικαιολογία γιατί τη θέλει ούτε μια πρόταση τροχιοδεικτική ούτε μια ιδέα ούτε μια διαφυγή από αυτό το νοσηρό κλίμα. Μόνο μια φράση λάμπει ελεεινά μέσα στο θυελλώδες, ατσούμπαλο γκεστάλτ του: «Θέλω την εξουσία, και μπορώ να τη θέλω επειδή τη διεκδικώ». Είναι ικανός πολιτικός, πέρα απ’ τα παχιά λόγια; Άφησε έργο καλό ως υπουργός Πολιτισμού; Κανείς δεν αναλογίζεται. Βλέπει μόνο έναν κάθιδρο, εξαγριωμένο και αμετροεπή άνθρωπο, με τα πουκάμισα έξω, να διαγκωνίζεται στα πεζοδρόμια για να αποσπάσει το τσίγκινο στέμμα που οι συγκλητικοί πετάνε ο ένας στον άλλο καγχάζοντας.
Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει μια αίσθηση βαθέος μαρασμού και απογοήτευσης στον κόσμο. Μια αίσθηση αναπόδραστου. Ό,τι κι αν κάνει, αισθάνεται ότι θα του κηδεμονεύουν τη ζωή οι άχρηστοι, οι διεφθαρμένοι και οι ακαλαίσθητοι. Πάει στις Νύχτες Πρεμιέρας, ψωνίζει ανόρεχτα κάνα καινούργιο κασκόλ για το χειμώνα, κάθεται στα μπαρ με κατεβασμένη ένταση. Μουδιασμένος. Ο πολιτικός κόσμος έχει κατσικωθεί πολύ άσχημα στο σβέρκο του φέτος. Το πένθος της Ηλείας, ο Ζορμπάς, ο λυσσώδης Βενιζέλος - είναι πολλά για ένα έθνος που ζει με 700 ευρώ το μήνα.