Είναι Σάββατο απόγευμα, αυτή η ώρα η μαγική με το μαλακό φως, και οι πεζόδρομοι της παλιάς πόλης του Νόβι Σαντ είναι γεμάτοι κόσμο που χαίρεται την άνοιξη και περιμένει το Πάσχα.
Είναι νωπές ακόμα οι πληγές από το πολύνεκρο δυστύχημα που προκλήθηκε με την κατάρρευση της στέγης του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης ‒σε κεντρικά σημεία οι κάτοικοι έχουν τοποθετήσει κεράκια, φωτογραφίες και παιχνίδια, φτιάχνοντας μικρούς αυτοσχέδιους τύμβους προσευχής και μνήμης.
Στα σκαλιά του Serbian National Theatre, όμως, καθώς κοιτάζουμε γύρω μας τους εκατοντάδες ανθρώπους που συρρέουν, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε πόσο παρηγορητικά λυτρωτική είναι η τέχνη και πόσο μας υπενθυμίζει σε κάθε έκφανσή της την αξία, τη λαμπρότητα και τη δύναμη της ζωής.
«Η “Χρυσή Εποχή” είναι η πρώτη πιο προσωπική και εργοβιογραφική δουλειά μου εδώ και έξι χρόνια. Έχει πράγματα που όλα αυτά τα χρόνια με ενδιαφέρουν και με προβληματίζουν και δεν τα έχω αγγίξει ακριβώς με τον τρόπο που το κάνω σε αυτή την παράσταση.
Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το θέατρο, φτάσαμε προσκεκλημένοι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για να παρακολουθήσουμε την έναρξη του Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, ενός από τα πιο σοβαρά φεστιβάλ χορού της Ευρώπης, που κάνει την πρεμιέρα της 22ης διοργάνωσής του με μια ελληνική παραγωγή, τη «Χρυσή Εποχή», σε χορογραφία του Κωνσταντίνου Ρήγου, με τη συμμετοχή του μπαλέτου της ΕΛΣ, που θα παρουσιαστεί στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ στις 9, 10, 14, 16 και 17 Μαΐου 2025. Η συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου και η περιοδεία στο εξωτερικό υλοποιούνται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της ΕΛΣ.

Η σχέση του Κωνσταντίνου Ρήγου με το Φεστιβάλ του Βελιγραδίου ξεκίνησε πριν από 21 χρόνια, όταν το εγκαινίασε με το έργο «Ταξιδιώτης του χειμώνα» που έκανε με το χοροθέατρο Οκτάνα και το Χοροθέατρο του ΚΘΒΕ. Έκτοτε το φεστιβάλ έχει φιλοξενήσει περισσότερες από 800 ομάδες χορού και νέες χορογραφίες που έχουν παρακολουθήσει περίπου 400.000 θεατές απ’ όλο τον κόσμο. Η Aja Jung, διευθύντρια του Φεστιβάλ Χορού Βελιγραδίου, είχε την ιδέα, προσκαλώντας τον Κωνσταντίνο Ρήγο, να φέρει μια παράσταση που να συνδέει αυτή την πρώτη ανάμνηση της παράστασης του 2004 με το σήμερα.
«Αυτή είναι η πρώτη, πιο προσωπική και εργοβιογραφική δουλειά μου εδώ και έξι χρόνια. Έχει πράγματα που όλα αυτά τα χρόνια με ενδιαφέρουν και με προβληματίζουν, ακόμα και στην προσωπική μου ζωή, και δεν τα έχω αγγίξει ακριβώς με τον τρόπο που το κάνω σε αυτή την παράσταση. Όπως ξέρεις, αυτό που έλεγα και παλιότερα για τη δουλειά μου είναι ότι εκφράζει ένα “μεταφυσικό ποπ”, την αίσθηση ότι μπορεί όλα να είναι πολύ ευχάριστα, αλλά από κάτω να είναι πολύ σκοτεινά», λέει στη LiFO.
Ο χρόνος έχει κυλήσει από το 1990 που ίδρυσε την Οκτάνα, ένα χοροθέατρο το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα. Τα τελευταία έξι χρόνια, που είναι διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ, λειτούργησε εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι αν διηύθυνε ένα χοροθέατρο.

«Θέλεις να φτιάξεις κάτι που να καλύπτει τις ανάγκες των χορευτών, του οργανισμού και του κοινού. Η δική μου ανάγκη έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Γνώριζα ότι, μπαίνοντας σε έναν οργανισμό, από αυτήν τη θέση πρέπει να υπηρετήσεις το ζητούμενο και όχι το εγώ σου, συνομιλώντας με ένα σύνολο προσώπων αρμονικά, και να δημιουργήσεις νέες συνθήκες για να αλλάξει το περιβάλλον, πράγμα που συνέβη. Τα έξι χρόνια που ήμουν στην ΕΛΣ έπρεπε να φτιάξω έργα που να ταιριάζουν στην ομάδα που υπάρχει, αλλά καλούσα κι άλλους χορογράφους, δίνοντάς τους χώρο να κάνουν ελεύθερα αυτό που ήθελαν. Μέσα στα χρόνια το μπαλέτο είχε μια σοβαρή εξέλιξη, κάθε παράσταση που βλέπουν οι θεατές έχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο, οπότε θεωρώ ότι ήρθε πια η στιγμή να πω κάτι πιο προσωπικό, δικό μου, που δεν μπορεί να εκφραστεί με τον τρόπο που θα εκφραζόταν αν το “φορούσα” σε αυτή την ομάδα», λέει.
Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Οκτάνα. Αντίστοιχα πολύς καιρός έχει περάσει από τους «Γάμους» και το «Δάφνις και Χλόη», τις «5 εποχές» και το «Ξενοδοχείο Ορφέας», την «Άλκηστη» και «Το ρινγκ», την «Τρελή ευτυχία», την «Ουτοπία», το «Neverland» και την «Αρκαδία», τη «Bossa Nova», τον «Τιτανικό» και τον «Άνεμο», για να θυμηθώ μερικές από τις δουλειές του, αν και όποιος διαβάζει αυτό το κείμενο έχει να θυμηθεί και κάτι άλλο: εικόνες που έρχονται στον νου από το απείθαρχο πνεύμα, την ελευθερία, την ανυπόκριτη και ενθουσιώδη αγάπη του Κωνσταντίνου για ό,τι έχει διαμορφώσει την αισθητική μας μέσα σε αυτά τα χρόνια· από τη Μαντόνα, στον Γιώργο Σεφέρη και στον Τσαϊκόφσκι, από τον Λουκίνο Βισκόντι στον Τζιν Κέλι, στον Μπαρίσνικοφ, στον Μπομπ Φόσι και στην Πίνα Μπάους, από τους καλλιτέχνες που χαθήκαν απ’ το AIDS μέχρι τις πολιτισμικές «Πυραμίδες», οικοδομήματα αρχαία και σύγχρονα που χτίζονται μέχρι σήμερα.
Μέσα σε αυτήν τη σκοτεινή λάμψη της δικής του, πολύ προσωπικής γλώσσας που δύσκολα κατηγοριοποιείται, είναι προβοκατόρικη, αιχμηρή και βαθιά συναισθηματική, και μέσα από μια δημιουργικότητα που ρέει ασταμάτητα κάθε θεατής ξεχνάει το καθιερωμένο πλαίσιο μιας παράστασης και βυθίζεται στο δικό του ταξίδι, εκεί όπου κάθε νόημα και αφήγηση έχουν διαφορετική σημασία και αξία, μνήμη και ενσάρκωση.


«Κάνοντας αυτό το φλασμπάκ στις δουλειές μου ήθελα να δω πώς αυτές οι ιδέες, οι εικόνες, θα μπορούσαν να έρθουν στο σήμερα. Αισθανόμουν πως ό,τι θεωρούσα πως δεν λειτουργούσε τότε που το έκανα, δεν λειτουργεί ούτε σήμερα. Δηλαδή δεν πιστεύω ότι κάτι έχει αλλάξει πραγματικά αλλά ότι υπάρχει ένα μοτίβο μέσα στα χρόνια, αναδημιουργείς τον ίδιο σου τον εαυτό. Και μέσα από αυτό ψάχνεις. Έτσι μου ήρθε η ιδέα, o τίτλος “Χρυσή Εποχή”. Ήθελα να είναι όλα χρυσά, λαμπερά, τέλεια, να μοιάζει με ένα υπέροχο πάρτι στο οποίο μπαίνουν όλοι οι άνθρωποι και είναι ευτυχισμένοι· με το που πατάνε το πόδι τους να ηλεκτρίζονται, να αλλάζει όλο το σύστημα και μέσα στον χρυσό αυτό χώρο να αρχίζουν οι ιστορίες».
Μέσα σε έναν ολόχρυσο χώρο που λάμπει, σε ένα περιβάλλον όπου θροΐζουν οι ολόχρυσες κουρτίνες, υπάρχει ένα χρυσό κλουβί-παγίδα των ονείρων και των αναμνήσεών μας. Από τις πρώτες νότες του «Αddio del passato» που ακούγονται μεταφερόμαστε στον μεταιχμιακό χώρο μιας χρυσής εποχής που τελείωσε και μιας άλλη που θα αρχίσει, και δείχνει τα δόντια της με τον ξέφρενο ρυθμό του χιπ-χοπ artist Πέτρου Νικολίδη.
Οι δώδεκα χορευτές ξεπροβάλλουν φορώντας τα φουτουριστικά, πολύχρωμα και αναρχικά ρούχα της Daglara, σαν πλάσματα ενός μελλοντικού κόσμου· είναι αυτοί που δίνουν το σύνθημα «πάμε να γκρεμίσουμε αυτή την παλιά εποχή για να χτίσουμε μια καινούργια». Αργότερα θα έρθει ξανά στο μυαλό μας αυτή η σκηνή εισόδου, όταν ακούμε τους στίχους του Hilton Obenzinger «Να ρίξουμε στο ήσυχο αεράκι / Που περνάει μέσα απ’ τις καρδιές μας / Να το σκοτώσουμε μια και καλή».
Η παράσταση φέρνει σαν κύμα την ανοιχτή ανάγνωση μιας διαρκούς κίνησης, θραύσματα από έργα του Κωνσταντίνου, αναμνήσεις παραστάσεων σε μια νέα συνθήκη και σε ένα νέο περιβάλλον που μέσα από τη μαγεία του χορού γίνονται κάτι άλλο, ένα mixtape μέσα στο οποίο έχει σημασία η ειρωνεία, ο χρόνος, η νοσταλγία ακόμα και της αποσύνθεσης.


Κι όλα αυτά υπό τους ήχους της μουσικής του Θοδωρή Ρέγκλη που έχει δέσει τον ήχο ενός ξέφρενου χορευτικού πάρτι με Μανώλη Χιώτη, Μάνο Λοΐζο και Νίκο Μαμαγκάκη, με τις φωνές της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, της Μυρτώς Βασιλείου, του Δημήτρη Καπουράνη, της Idra Kayne, της Δωροθέας Μερκούρη, του Κωνσταντίνου Μπιμπή και της Έλενας Τοπαλίδου, αλλά και με τραγούδια όπως το «Hotel California» των Eagles και τη φράση «Some dance to remember, some dance to forget» που φωτίζεται στην οθόνη ενός τεράστιου κινητού το οποίο ίπταται άλλοτε απειλητικά και άλλοτε παρηγορητικά.
Σε αυτή την οθόνη του κινητού που παίζει αδιάκοπα σαν κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής μας που αλλάζει με δαιμονική ταχύτητα, της ματαιότητάς μας στην εποχή του TikTok, προβάλλονται εικόνες: ένας χρυσός φοίνικας, ένας δεινόσαυρος ‒μπορεί από το ποίημα του Τσαρλς Μπουκόφσκι, «Οι δεινόσαυροι, εμείς», μπορεί από μια αθώα φαντασίωση με το αλλόκοτο αυτό μυθικό πλάσμα‒, ένας χνουδωτός ήρωας που μπαίνει στο πάρτι για να ακολουθήσει αδέξια, ντροπαλά και συγκινητικά ένα χρυσό κορίτσι και τη χορογραφία. Στην ίδια οθόνη, σαν ασπρόμαυρο εξώφυλλο περιοδικού μια άλλης δεκαετίας, εμφανίζεται η Έλενα Τοπαλίδου, η μούσα του Κωνσταντίνου, που συναντιέται μαζί του για να χορέψουν μετά από μια ζωή, για μια νέα ζωή, μια νέα εποχή.
Η εποχή αυτή, η χρυσή, με αγγέλους και δαίμονες, στο κρεσέντο του τέλους της μοιάζει με υπόσχεση ευτυχίας υπό άλλους όρους. Νεύει στον θεατή μέσα από την πυρετώδη κίνηση των ομαδικών χορογραφιών: «Μην κολλάς στην εποχή, η εποχή έρχεται για να σε ξεπεράσει». Αλλά και μέσα από τη μοναξιά της σέλφι, τον ναρκισσισμό των καιρών μας, τη μνήμη των νεκρών που φτάνουν στον ύπνο μας, τα φιλιά που δεν τελειώνουν ποτέ ή ευχόμαστε να κρατήσουν για πάντα, τα κορίτσια που σαν φλόγα βγαίνουν μέσα από το Άγαλμα της Ελευθερίας, το απίθανο χιούμορ και το σαρκαστικό σχόλιο, τη σταύρωση του σύγχρονου ανθρώπου, έναν Αμαζόνιο στον οποίο δεν θα μπορέσουμε να χαθούμε ποτέ. Εν πολλοίς, πρόκειται για ένα σχόλιο πάνω στο πρόσκαιρο της ζωής και τη μοναδική ευκαιρία να αρπάξουμε την εφήμερη χαρά της.

Με την ενέργεια του πάρτι και μιας χορευτικής κατάστασης που δεν έχει κανόνες, οι χορευτές κινούνται όσο πιο ελεύθερα γίνεται, σπάζοντας κάθε συνθήκη. Όταν έρχεται σε πρώτο πλάνο ένα ζευγάρι πρωτοπλάστων σε μια σκηνή λατρευτική και μυστηριακή, για να ενωθούν κάτω από ένα τοτεμικό γλυπτό του Πέτρου Τουλούδη σαν χρυσό πουλί, μήτρα και κουκούλι, σαν μηχανή του Ντα Βίντσι αλλά και σαν υπενθύμιση του προπατορικού αμαρτήματος, είναι λες και εκπέμπεται ένα σήμα: να θυμόμαστε και να ανακαλύπτουμε τον κόσμο από την αρχή. Έναν κόσμο που συνεχίζει να χορεύει ξέφρενα, εξαντλώντας τα περιθώρια της αντοχής του μέχρι το μεγάλο φινάλε, εκεί όπου κάθε έννοια στροβιλίζεται στα πόδια των χορευτών, εκεί όπου η εικόνα και η βεβαιότητα μετατρέπονται σε παραίσθηση και οφθαλμαπάτη.
Ο Κωνσταντίνος λέει στο προσωπικό του «Πιστεύω» που ακούγεται στο τέλος της παράστασης: «Πιστεύω στις αυταπάτες, στις αυτοεξαπατήσεις, στα ψέματα, στις φαντασίες και στις φαντασιώσεις, στη διαφυγή που μου προσφέρουν… Πιστεύω στις συναντήσεις στον κόσμο των σκιών, εκεί που δίνονται όλες οι απαντήσεις… Πιστεύω στο χειροκρότημα, στην υπόκλιση στο τέλος της παράστασης…».
Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν μια παράσταση που σαν κύμα σάρωσε τη σκηνή, αφήνοντας τον καθένα μας στις σκέψεις του, με το χαμόγελο που φέρνουν τα παλιά και τα καινούργια πράγματα όταν αγκαλιάζονται και φιλιούνται παθιασμένα στη σκηνή. Δε θα ξεφύγουμε ποτέ από τη ζωή μας, αλλά τουλάχιστον μπορούμε να την περάσουμε γιορτάζοντας. Ή χορεύοντας.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση χορού η «Χρυσή Εποχή» εδώ